Μπίλι Μπο: Aυτή είναι η συναρπαστική και τραγική ιστορία της ζωής του

O Γιώργος Θ. Παυριανός μας ξαναθυμίζει τη ζωή του πιο ωραίου Έλληνα σχεδιαστή που πέθανε από Aids

Μπίλι Μπο: Η ζωή και το τέλος του Έλληνα σχεδιαστή στην εποχή του Aids  

Είναι ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του 1966. Στο σπίτι του στα Καμίνια, ένα όμορφο 12χρονο αγόρι, ο Βασίλης Κουρκουμέλης - Μπίλι Μπο, στέκεται μελαγχολικός δίπλα στο παράθυρο, βλέπει έξω τον χωμάτινο δρόμο της γειτονιάς του, τις μαυροφορεμένες γυναίκες στις πόρτες των σπιτιών, τον νερουλά που μοιράζει νερό στα σπίτια, το παρκαρισμένο στην αυλή ταξί του πατέρα του, τη μάνα του που πλένει στη σκάφη, τους φίλους του που παίζουν ανέμελοι μπάλα. Από το ραδιόφωνο ακούει ένα λαϊκό τραγούδι και δάκρυα κυλούν από τα υπέροχα μάτια του.

Ο Βασίλης είναι το μοναδικό αγόρι στην οικογένεια –έχει άλλες 4 αδελφές–, έχει τελειώσει το Δημοτικό κι αυτό το καλοκαίρι κανονικά θα έπρεπε να διαβάζει για να δώσει εξετάσεις για το Γυμνάσιο, τον Σεπτέμβριο. Όμως το μυαλό του δεν είναι στο διάβασμα. Άλλα ποθεί η ψυχή του. Να φύγει μακριά από αυτή τη γειτονιά, μακριά από τον χωμάτινο δρόμο, από τις μαυροφορεμένες γυναίκες, μακριά από τον πατέρα του, τη μάνα του, τις αδελφές του και τους φίλους του, μακριά από τη φτώχεια κι από τη μιζέρια.

Άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και να ντύνεται παπαδοπαίδι. Του άρεσε να φοράει τη λευκή μακριά στολή, να κρατάει ένα λάβαρο ή ένα σταυρό στα χέρια του και ο κόσμος να σκύβει, να γονατίζει, να κάνει το σταυρό του, στο πέρασμά του. Ήταν σίγουρος ότι το έκαναν γι’ αυτόν, ότι τον προσκυνούσαν, πράγμα όχι και τόσο απίθανο με την ομορφιά που διέθετε! Όμως η εκκλησία ήταν αυστηρή στα ερωτικά θέματα και έτσι, όταν κατάλαβε πως ήταν ομοφυλόφιλος, σταμάτησε να πηγαίνει, αλλά διατήρησε πάντα σεβασμό προς τη θρησκεία και πίστευε βαθιά στον Θεό.

Το πορτέτο του Billy Bo, τραβηγμένο το 1977, είναι από το βιβλίο «33 χρόνια φωτογραφία» του Τάκη Διαμαντόπουλου, 1999, εκδ. Καστανιώτη © Takis Diamantopoulos

Την επόμενη χρονιά έγινε στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα κι αυτό το αίσθημα ασφυξίας που ένιωθε, έγινε εντονότερο. Έτσι, όταν μπήκε με τα χίλια ζόρια στο Γυμνάσιο, τις ώρες των μαθημάτων, για να ξεφεύγει το μυαλό του από τη θλιβερή πραγματικότητα σχεδίαζε στα τετράδιά του έναν διαφορετικό κόσμο, γεμάτο ψηλές, αδύνατες, πανέμορφες γυναίκες, που όλες φορούσαν μακριές τουαλέτες και ψηλά τακούνια. Τα Σαββατόβραδα, έβαζε τα καλά του και με το τρένο ανέβαινε από τον Πειραιά στην Αθήνα. Πήγαινε στην Πλάκα, που εκείνη την εποχή, παρ’ όλη την αυστηρότητα της χούντας, ήταν το μέρος με τα πιο πολλά γκέι μπαρ. Εκεί υπήρχαν τα «Ζώδια», με μπάρμαν την αλησμόνητη Τσιν-Τσιν, το «Γιάννης Μπαρ», το «Βαγγέλης Μπαρ», το «VΟ», και πιο κάτω, στην είσοδο της Πλάκας, το μυθικό «Μύκονος Μπαρ». Στα μπαρ αυτά, οι γκέι έκαναν γνωριμίες, άκουγαν τα καινούργια ξένα τραγούδια, μάθαιναν πληροφορίες για τη μόδα και τα χτενίσματα του εξωτερικού και έβρισκαν ερωτικούς συντρόφους, κατά προτίμηση ξένους τουρίστες, με τους οποίους έκαναν σεξ «απελευθερωμένο», δηλαδή χωρίς προφυλακτικό.

Εκεί, λοιπόν, ο 16χρονος Βασίλης, με το θάρρος της ομορφιάς του και το θράσος της ηλικίας του, κατόρθωσε να δικτυωθεί με τους γκέι αλλά και να βρει δουλειά, σαν περιστασιακός χορευτής, στη γνωστή ταβέρνα του «Μοστρού». Εκεί πήγαιναν συνήθως τουρίστες, έτρωγαν και παρακολουθούσαν ένα μοντέρνο μουσικό πρόγραμμα με τις αδελφές Μπρόγιερ, την Έρρικα και τη Μαργαρίτα, και ένα παραδοσιακό με ελληνικούς χορούς. Ο Βασίλης έπαιρνε μέρος και στα δύο προγράμματα. Στην αρχή εμφανιζόταν φορώντας ένα μαύρο εφαρμοστό κολάν και μετά άλλαζε ρούχα, έβαζε τη φουστανέλα και χόρευε ελληνικούς χορούς. Η δουλειά ήταν περιστασιακή, αλλά, κάθε φορά που εμφανιζόταν, του έριχναν περισσότερα λουλούδια από ό,τι στις αδελφές Μπρόγιερ! Όχι τόσο για τις χορευτικές του ικανότητες όσο για την ομορφιά του.

Απόκτησε γρήγορα έναν κύκλο θαυμαστών. Έκανε τις πρώτες του ερωτικές γνωριμίες, έβγαλε τα πρώτα του λεφτά, άρχισε μαθήματα σε μια σχολή χορού. Ο Φώτης Μεταξόπουλος τον πήρε στο μπαλέτο της θεατρικής παράστασης «Μαριχουάνα στοπ!». Όμως όλα αυτά δεν ικανοποιούσαν τις φιλοδοξίες του να ξεχωρίσει. Κάτι άλλο ήθελε, κάποιον άλλο περίμενε να τον πάρει από τα στενά σοκάκια της Πλάκας και να τον οδηγήσει στις μεγάλες λεωφόρους. Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν Μάκης Τσέλιος. Ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος και Επτανήσιος – γεννημένος στην Ιθάκη. Η οικογένειά του έφυγε από το νησί μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, κοντά στη γειτονιά του Βασίλη. Ο Μάκης δούλευε στην αντιπροσωπεία της Mercedes, είχε ένα καλό εισόδημα αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να κάνει κάτι δικό του, όμως μέχρι τότε δεν είχε βρει το κίνητρο.

Το κίνητρο ήταν ο Βασίλης. Συναντήθηκαν, έγιναν ερωτικοί φίλοι και αποφάσισαν να κάνουν κάτι μαζί. Το πρώτο τους σχέδιο, να εισάγουν κολόνιες, εγκαταλείφθηκε νωρίς. Έπρεπε να βρουν κάτι άλλο, που να συνδυάζει το επιχειρηματικό μυαλό του ενός, με το ταλέντο και την ομορφιά του άλλου. Η λύση βρέθηκε στα μαθητικά τετράδια του Βασίλη, εκεί που ζωγράφιζε πανύψηλες γυναίκες με βραδινές τουαλέτες. Ο Βασίλης θα γινόταν μοντελίστ! Γράφτηκε στη Σχολή Βακαλό και μετά στη Σχολή Βελουδάκη, με σκοπό να σπουδάσει σχέδιο μόδας. Αποδείχτηκε ότι είχε ταλέντο στο σχεδιασμό ρούχων, το οποίο σε συνδυασμό με το επιχειρηματικό πνεύμα του Μάκη θα μπορούσε να κάνει θαύματα. Άρχισαν να ονειρεύονται ένα κατάστημα που θα πουλούσε ρούχα κατασκευασμένα από τους ίδιους – ένα όνειρο τρελό για εκείνη την εποχή.

Όμως η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς. Το μαγαζί που αναζητούσαν βρέθηκε στην οδό Σόλωνος 1. Ήταν ένας πολύ μικρός χώρος, αλλά αρκετός για να ξεκινήσουν. Το κεφάλαιο που είχαν ήταν επίσης μικρό, ίσα που έφτανε για να νοικιάσουν τον χώρο και να ράψουν τα πρώτα ρούχα. Έπιασαν λοιπόν δουλειά. Οι τοίχοι βάφτηκαν μαύροι και τα ρούχα κρεμάστηκαν σε αλυσίδες από το ταβάνι. Φίλοι και γνωστοί τούς βοήθησαν. Ο Βασίλης Ζούλιας, πιτσιρίκι τότε, έδινε ιδέες και ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Ο Δημήτρης Ζουρντός, που θα γινόταν αργότερα ο μακιγιέρ της ομάδας, βοήθησε στη διακόσμηση του χώρου. Μερικοί έλεγαν πως σχεδίαζε και μερικά από τα μοντέλα του Βασίλη. Και τι έγινε; Θα μπορούσε ποτέ να πουλήσει τα μοντέλα του σαν Δημήτρης Ζουρντός; Όχι. Καλά έκανε λοιπόν, και τα έδινε (αν τα έδινε) στον Βασίλη. Αυτός τουλάχιστον θα μπορούσε να τα πουλήσει. Αλλά με τι όνομα; Δεν μπορούσε ένας νέος και μοντέρνος μοντελίστ να λέγεται Βασίλης Κουρκουμέλης!

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με ρούχα Billy Bo, 1980 / © Takis Diamantopoulos

Υπήρχε ένα τραγούδι της Κατερίνας Βαλέντε, το «Billy Boy», που ήξεραν οι δύο φίλοι. Στον Βασίλη άρεσε ιδιαίτερα – ένιωθε πως είχε γραφτεί για αυτόν. Έτσι, όταν τέθηκε το θέμα του ονόματός του, αποφάσισε ότι από εδώ και πέρα θα λεγόταν Μπίλι Μπο. Μπίλι, επειδή τον έλεγαν Βασίλη, και Μπο, επειδή με άλλη ορθογραφία beau στα γαλλικά σημαίνει ωραίος. Αυτό θα ήταν, ο ωραίος Μπίλι! Και φυσικά, το μαγαζί θα έπαιρνε κι αυτό το όνομα του δημιουργού. Έτσι έγιναν τα εγκαίνια, τον Ιανουάριο του 1974, με μεγάλη επιτυχία.

Τα φώτα έπεσαν αμέσως πάνω στον ωραίο Μπίλι. Δεν ήταν τυχαίο ότι οι προσκλήσεις για τις πρώτες επιδείξεις, είχαν πάνω τη φωτογραφία του, κάτι που γινόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η εικόνα του 20χρονου νεαρού κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον μερικών κυριών, οι οποίες έσπευσαν στην οδό Σόλωνος να δουν από κοντά τον σχεδιαστή και να αγοράσουν. Κάποιες από αυτές, εκτός από τα ρούχα, του ζητούσαν και αυτόγραφο, ενώ μετά από λίγο καιρό άρχισαν να φτάνουν και τα πρώτα γράμματα από θαυμάστριες και θαυμαστές, που πολλαπλασιάζονταν από τη μια μέρα στην άλλη.

Εκτός όμως από αυτά, ο Μπίλι κατόρθωσε να κερδίσει και την αναγνώριση στον μικρό τότε κόσμο της μόδας. Στον διαγωνισμό Νέων Σχεδιαστών του περιοδικού «Γυναίκα» ήρθε πρώτος και κέρδισε το σημαντικό ποσό των 30.000 δραχμών. Όμως, η μεγάλη επιτυχία ήρθε όταν το περιοδικό δημοσίευσε τη συνέντευξη και τη φωτογραφία του νικητή. Σαν υπνωτισμένες οι πελάτισσες, έκαναν ουρές έξω από το μικρό μαγαζάκι της οδού Σόλωνος και αγόραζαν ό,τι τους πρότεινε ο πανέμορφος σχεδιαστής.

Το μαγαζάκι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα επεκτάθηκε και στο διπλανό κτίριο. Ένα αρχοντικό στον πάνω όροφο έγινε showroom για να παρουσιάζουν τις καινούργιες τους δημιουργίες, ενώ ο τελευταίος όροφος έγινε το διαμέρισμα του Μπίλι και του Μάκη. Στο διαμέρισμα αυτό, συνάντησα το φθινόπωρο του 1981 τον Μπίλι Μπο. Ήμουν 26 χρονών, ένα χρόνο μικρότερος από αυτόν, και βρισκόμουν στη σουίτα του ξενοδοχείου King George μαζί με τον ιδιοκτήτη του, Σωκράτη Καλκάνη, που ήταν φίλος μου. Aφού φάγαμε και τα είπαμε, ο Σωκράτης με παρακάλεσε να πάω στον Μπίλι ένα πουκάμισο Υβ Σεν Λοράν. «Τι; Δεν φοράει τα δικά του πουκάμισα;» ρώτησα απορημένος. «Δεν θέλει να το φορέσει, να το μελετήσει θέλει!» μου απάντησε γελώντας ο Σωκράτης. Μετά πήρε τηλέφωνο τον Μπίλι, συνεννοήθηκε μαζί του, μου έδωσε το πουκάμισο και μαζί μια βιντεοκασέτα. Τότε, που δεν υπήρχε Ίντερνετ και Youtube, πολλά δισκάδικα έκαναν βιντεοκασέτες με τα ξένα τραγούδια. «Πάρε κι αυτή τη βιντεοκασέτα. Έχει το καινούργιο τραγούδι του Φρέντι Μέρκιουρι και ο Μπίλι έχει φαγωθεί να το δει!»

Πήρα το πουκάμισο και τη βιντεοκασέτα, πήγα στη Σόλωνος κι ανέβηκα στο διαμέρισμα. Μου άνοιξε ο Μάκης – ο Μπίλι ήταν στο σαλόνι και έδινε συνέντευξη σε ένα ξένο τηλεοπτικό κανάλι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι το διαμέρισμα δεν είχε πόρτες – μπορούσες να δεις όλα τα δωμάτια. Καθόμουν και τον χάζευα. Ήταν σαν να είχε πάρει μορφή κάποιο ποίημα του Καβάφη. Χείλη ηδονικά, μελαγχολικά μάτια, μακριά υπέροχα μαλλιά, κορμί φτιαγμένο για τον έρωτα. Και όλα αυτά μαζί με μια λαϊκότητα, που του ξέφευγε πότε πότε, ακόμα και τώρα, που μιλούσε αγγλικά.

Η Ζωή Λάσκαρη με ρούχα Billy Bo, 1980 / © Takis Diamantopoulos

Όταν τελείωσε η συνέντευξη και έφυγε το συνεργείο, συστήθηκα, του έδωσα το πουκάμισο και τη βιντεοκασέτα. Χάρηκε πολύ, κράτησε τη βιντεοκασέτα και έδωσε το πουκάμισο στον Μάκη. «Μη νομίζεις ότι το θέλουμε για να το κοπιάρουμε!» μου δικαιολογήθηκε ο Μάκης, «κάτι στους γιακάδες θέλουμε να δούμε». «Μάκη μου, δεν έχει σημασία αν κοπιάρεις, αλλά ποιον κοπιάρεις!» του απάντησα και το πίστευα. Μου έδωσε χαιρετίσματα και ευχαριστίες για τον Σωκράτη  και κατέβηκε στο μαγαζί.

Έκανα κι εγώ να φύγω, αλλά με σταμάτησε ο Μπίλι και μου πρότεινε να δούμε μαζί τη βιντεοκασέτα γιατί είχε πολύ «σουσέλ». Αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούσε συχνά, και είχε πολλές έννοιες. Η βιντεοκασέτα είχε πολύ «σουσέλ», θα έκανε μια επίδειξη που θα είχε πολύ «σουσέλ», στο Παρίσι η μόδα είναι «σουσέλ», σχεδίασε τις στολές της Ολυμπιακής και βγήκαν «σουσέλ», μέχρι και το τσιγάρο που κάπνιζε ήταν «σουσέλ». Μετά από χρόνια έψαξα και βρήκα ότι το «σουσέλ» είναι παραφθορά του γαλλικού sucette, που σημαίνει γλειφιτζούρι και παλιά το έλεγαν για τις όμορφες κυρίες. Αλλά σαν γλειφιτζούρι είχε και την ερωτική του σημασία!

Βάλαμε τη βιντεοκασέτα και εμφανίστηκε ο Φρέντι Μέρκιουρι. Σταματήσαμε την κουβέντα και παρακολουθούσαμε σιωπηλοί. Ο Μπίλι σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να αντιγράφει τις χορευτικές φιγούρες του Μέρκιουρι. Χόρευε καταπληκτικά, με ρυθμό και με μια προκλητικότητα που θα μπορούσε να λιώσει και παγόβουνο. Εκεί κατάλαβα πόσο μεγάλος νάρκισσος ήταν, αλλά και τι μεγάλη ανάφτρα! Ενώ χόρευε για πάρτη του, μόλις πήρε χαμπάρι ότι με είχε γοητεύσει  και τον κοίταζα σαν χαζός, ξαφνικά σταμάτησε τον χορό, είπε ένα «Σουσέλ, αγάπη μου, σουσέλ!» και έφυγε από το δωμάτιο. Όταν ξαναγύρισε, φορούσε μόνο ένα υπέροχο μπουρνούζι. Πήγε στο video, έβγαλε την κασέτα με τον Φρέντι Μέρκιουρι και έβαλε μια άλλη. Ήταν μια παρουσίαση με τις στολές της Ολυμπιακής που είχε σχεδιάσει. Έβλεπα τα κοστούμια των πιλότων και τις στολές των αεροσυνοδών και σκεφτόμουν πόση δουλειά είχε γίνει, πόσοι άνθρωποι εργάστηκαν και πληρώθηκαν γι’ αυτό, πόσες οικογένειες έφαγαν ψωμί από αυτά τα δύο παιδιά, τον Μάκη και τον Μπίλι. Σκεφτόμουν, επίσης, πόσο μίσος και χολή τους περίμενε από συναδέλφους και ανταγωνιστές.

«Πως σου φάνηκαν;», με ρώτησε ο Μπίλι όταν τελείωσε το βίντεο. «Πολύ σουσέλ αγάπη μου, πολύ σουσέλ!» του απάντησα και αρχίσαμε να γελάμε και οι δύο. «Μα πώς τα κατάφερες όλα αυτά, εσύ ένα φτωχό παιδί από τα Καμίνια;» τον ρωτάω. Κι ενώ περίμενα να πει κανά σουσέλ πάλι, ξαφνικά σοβαρεύει, κλείνει το μπουρνούζι που είχε ανοίξει επικίνδυνα και αρχίζει ένα μονόλογο που δεν μπορούσα να σταματήσω.

«Εγώ, αγάπη μου, έδωσα εξετάσεις και τις πέρασα με άριστα. Ξεκίνησα την καριέρα μου σε ηλικία 18 χρονών και οφείλω τα πάντα στο ταλέντο και στη δύναμη της προσωπικότητάς μου. Εγώ ούτε τις κυρίες της χούντας έντυσα, ούτε εμφανίστηκα μετά σαν αντιστασιακός, όπως κάνουν οι περισσότεροι. Μαζί με τον Μάκη, που δεν είναι απλώς συνεργάτης, που δεν είναι απλώς αδελφός, αλλά κάτι παραπάνω, παλέψαμε και φτιάξαμε το στιλ Μπίλυ Μπο. Τι είναι αυτό; Ποιότητα, συνδυασμός του κλασικού με το μοντέρνο και προσιτές τιμές»... Θα έλεγε και άλλα πολλά, αλλά ευτυχώς εμφανίστηκε ο Μάκης και τον διέκοψε. «Τι κάνεις;» του λέει. «Ακόμα δεν ετοιμάστηκες; Έχουν μαζευτεί κάτω οι πελάτισσες και έχουν λυσσάξει να σε δούνε. Ντύσου και κατέβα κάτω!»

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην Ελλάδα ελάχιστα πράγματα ξέραμε για το ΑIDS. To ίδιο και ο Μπίλι. Μπορεί να είχε επισκεφτεί την Αμερική και να ετοιμαζόταν να ανοίξει ένα καινούργιο κατάστημα στη Νέα Υόρκη, αλλά στον ερωτικό τομέα τον ενδιέφερε μόνο να ζήσει το «απελευθερωμένο» σεξ. Έτσι, μαζί με εκατομμύρια γκέι, δεν έδωσε σημασία όταν μια καινούργια θανατηφόρα ασθένεια άρχισε να εξαπλώνεται. Χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο πέθαιναν και κανείς δεν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε, μέχρι που το 1983 πέθανε ο Κλάους Νόμι και το 1985 ο Ροκ Χάτσον. Εδώ στην Ελλάδα, το πρώτο επώνυμο θύμα ήταν ο γνωστός μόδιστρος από τη Θεσσαλονίκη, Σέρο Αμπραχαμιάν.

Η Έλενα Ναθαναήλ με ρούχα Billy Bo, 1980 / © Takis Diamantopoulos

Όλα άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Φίλοι και γνωστοί κόλλησαν την αρρώστια. Την μια μέρα τους έβλεπες να χορεύουν ξέγνοιαστοι στην ντίσκο και την άλλη να λιώνουν σαν το κερί. Μια υστερία απλώθηκε ξαφνικά στην γκέι κοινότητα. Άρχισαν οι προφυλάξεις, οι υπερβολές, οι αυτοσχέδιες θεραπείες, ο τρόμος και ο αποκλεισμός. Ακόμα όμως και τότε, ο Μπίλι ήταν πολύ απασχολημένος για να δώσει σημασία σε όλα αυτά. Το μαγαζί στη Νέα Υόρκη ήταν έτοιμο και τα εγκαίνια είχαν προγραμματιστεί. Όμως, λίγους μήνες πριν ανοίξουν, η μοίρα και η τύχη του Μπίλι, που μέχρι τότε ήταν στο πλευρό του, τον εγκατέλειψαν ξαφνικά. Από τη ματαιότητα της μόδας βρέθηκε να αντικρίζει τη ματαιότητα της ζωής. Ήταν ασθενής του AIDS! Και σε σύντομο χρονικό διάστημα ο οργανισμός του είχε εξασθενίσει τόσο, που δεν μπόρεσε να παραστεί ούτε στα εγκαίνια του καταστήματός του.

Από εδώ και πέρα, άρχισε ο Γολγοθάς του Μπίλι αλλά και του Μάκη Τσέλιου. Ο Μπίλι χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Το σώμα του δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις πρωτόγονες τότε θεραπείες. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να αντέξει το χτύπημα της μοίρας, που ενώ ως τώρα ήταν χαμογελαστή ξαφνικά έδειξε το απαίσιο πρόσωπό της. Ο Μάκης άρχισε έναν απελπισμένο αγώνα για να σώσει όχι μόνο τον φίλο του, αλλά και την επιχείρηση που είχαν ξεκινήσει μαζί. Άρχισαν επισκέψεις σε νοσοκομεία, γιατρούς, νοσηλευτές. Άρχισαν τα φάρμακα, οι οροί, οι εξετάσεις, οι θεραπείες. Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να αλλάξει την κατάσταση. Έτσι, την άνοιξη του 1986, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Στην Αθήνα, μόλις μαθεύτηκε ότι είχε AIDS, οι υπερβολές του Τύπου ξεπέρασαν  κάθε όριο. Κάποιοι ανέφεραν ότι ήταν ετοιμοθάνατος κι άλλοι ότι ήταν ήδη νεκρός. Αναγνώστρια περιοδικού έφτασε στο σημείο να ρωτήσει με αγωνία αν κινδυνεύει να κολλήσει ΑIDS από ένα μπλουζάκι Μπίλι Μπο που είχε αγοράσει! Οι πελάτες ακύρωναν παραγγελίες, οι προμηθευτές ζητούσαν να πληρωθούν προκαταβολικά, οι τράπεζες άρχισαν να ζητούν τα δανεικά, οι γιατροί ζητούσαν υπέρογκες αμοιβές για μια απλή εξέταση. Η επιχείρηση είχε αρχίσει να καταρρέει και Ο Μπίλι ήταν διπλά καταβεβλημένος τώρα – από την αρρώστια αλλά και από τη ζήλεια, την κακεντρέχεια, την εγκατάλειψη. Αποφάσισε να μιλήσει στη Λένα Ζαννιδάκη, δημοσιογράφο στο περιοδικό «Ταχυδρόμος».

Η κυρία Ζαννιδάκη, ξεπέρασε τον φόβο της αι αποφάσισε να πάει. «Μου στείλανε ένα αυτοκίνητο να με πάρει. Κάναμε πολλές βόλτες μέσα στην Αθήνα για να αποφύγουμε τους παπαράτσι. Με είχε παρακαλέσει να μη φέρω φωτογράφο μαζί μου, έτσι πήρα μόνο τη δική μου φωτογραφική μηχανή. Μου άνοιξαν την πόρτα και μου είπαν να βγάλω τα παπούτσια μου για να μη μεταφέρω μικρόβια και τέτοια. Μπαίνω στο σαλόνι, κάθομαι και τον περιμένω. Από ένα κασετόφωνο ακούγονταν ρεμπέτικα τραγούδια. Κάποια στιγμή, εμφανίστηκε ο Βασίλης. Μόλις τον είδα συγκλονίστηκα. Από το άλλοτε ωραιότερο αγόρι της Αθήνας είχε μείνει μόνο μια σκιά. Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να μη του δείξω ότι κόντευα να καταρρεύσω. Ήταν ένα άλλο πλάσμα, χαλκοπράσινο, με μαλλιά αραιά, που έπεφταν νεκρά στο πρόσωπό του. Μου φιλάει το χέρι και, διστακτικά στην αρχή και μετά με περισσότερη ένταση και πάθος, αρχίζει να μιλάει», γράφει στο εισαγωγικό της σημείωμα. Και μετά, στη συνέντευξη, ο Μπίλι επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι είναι ζωντανός. Αλλά αυτό που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα ήταν οι φωτογραφίες που κατάφερε να βγάλει, με τον άρρωστο Μπίλι να χαμογελάει στον φακό, ηττημένος, κουρασμένος, απελπισμένος, μια αναπνοή πριν την τελική πτώση. Για το δημοσίευμα αυτό η κυρία Ζαννιδάκη τιμήθηκε με το βραβείο Μπότση.

Ο Μπίλι Μπο πέθανε στις 13 Ιουνίου 1987, σε ηλικία 33 ετών. Και είναι περίεργη σύμπτωση ότι ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε κι αυτός στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ., επίσης σε ηλικία 33 ετών. Είναι πολύ πιθανό, την ίδια ημερομηνία, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουνίου, να κάηκαν και τα φτερά του Ικάρου. Ποιος ξέρει; Ίσως είναι η ημερομηνία που έχει διαλέξει η μοίρα για να τιμωρήσει όσους θέλουν να πετάξουν υπερβολικά ψηλά και να κατακτήσουν τον κόσμο...

*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού