Kαινούργιο πρόσωπο στο design, παρουσιάζει χειροποίητα αξεσουάρ με χρώμα, ζωντάνια και παιδική διάθεση
Το βασανιστήριο της τσάντας
Για γυναίκες με τσάντες. Οι άλλες να μη το διαβάσουν
Aν είσαι κορίτσι ή γυναίκα μπορεί να έχεις σχέση αγάπης-μίσους με τις τσάντες σου, όποιο κι αν είναι το μέγεθός τους: από τη μία τις χρειάζεσαι για να κουβαλάς την προίκα σου, από την άλλη σου τη σπάνε που σέρνονται σε όλο το σπίτι, κρύβουν μέσα τα πάντα (εκτός από χρήματα) και ποτέ δεν ταιριάζουν με τίποτα. Ένα τσαντάκι ή μία τσάντα μπορεί να σου την σπάσει για πολλούς λόγους, κι όσο περισσότερες (τσάντες) έχεις, τόσο πιο πολύ εκνευρίζεσαι μαζί τους. Αθώο, το μικρό διακριτικό τσαντάκι με τις χάντρες; Ας γελάσω! Αθώα η τεράστια τσάντα-τριαξονικό «της δουλειάς»; (Κάποιος έγραψε κάποτε «όσο πιο μεγάλη η τσάντα, τόσο πιο τρελή η γυναίκα»... και αναρωτιέμαι ώρες ώρες αν ήξερε κάτι που δεν ξέρουμε...)
Ορίστε γιατί μία ή περισσότερες τσάντες είναι ό,τι πιο εκνευριστικό στον καλόγερο του σπιτιού σου, εκτός από τον ίδιο τον καλόγερο, που ή του σπάνε κλαδιά ή πέφτει όταν του πετάξεις ένα μπουφάν από λάθος γωνία.
Η τσαντάρα εργασίας: όταν την αγόρασες είχε κάτι το καριερίστικο πάνω της, κάτι που φώναζε «Working girl», «Secretary» ή άλλη σχετική ταινία με στιλ. Τώρα είναι απλώς χαχόλα, με ξεχειλωμένες τσέπες, με αντικείμενα χαμένα από χρόνια στα βάθη της και με άχρηστα τζίτζιρι-μίτζιρι που κουδουνίζουν όταν τρέχεις να προλάβεις το λεωφορείο. Είτε είναι back pack, side pack, «ταχυδρομική» ή βαλιτσάκι, η τσάντα που κουβαλάς στη δουλειά σού βγάζει τον ώμο από το βάρος, περιέχει ό,τι κι ένα καλό ψιλικατζίδικο αλλά βγαίνει λειψή μόλις χρειαστείς πραγματικά κάτι χρήσιμο, όπως π.χ. ένα εισιτήριο μετρό, ένα ευρώ σε κέρμα, μία ασπιρίνη ή ένα ταμπόν. Όλα αυτά υπάρχουν στα βάθη της, και σε επαρκείς ποσότητες, αλλά σου είναι αδύνατον να τα ανακαλύψεις. Γιατί η μεγάλη τσάντα μασάει ό,τι της ρίχνεις μέσα, και το βγάζει πουρέ – σε στιγμή που δεν το χρειάζεσαι καθόλου, όμως. (Τα ταμπόν θα στα σερβίρει τρία χρόνια μετά την κλιμακτήριο, ας πούμε...)
Η κομψή τσάντα εργασίας: τόσο κομψή που αναγκάζεσαι να σέρνεις σακούλες από (ντεμι-καλά) μαγαζιά προκειμένου να κουβαλάς επιπλέον επιχειρήματα, όπως ζακετάκι, μαντίλα, κρακεράκια, κουτί με σερβιέτες/σερβιετάκια, μωρομάντηλα, ατζέντα ή καμιά τυρόπιτα. Η κομψή τσάντα «ημέρας» (ή γραφείου) είναι απάτη: επειδή είναι χαριτωμένη και τετραγωνισμένη άψογα, με άλλα λόγια δεν χωράει πολλά-πολλά, την κρατάς για φιγούρα κι όχι επειδή σε εξυπηρετεί. Αν την στριμώξεις λίγο παραπάνω γίνεται τσαντάρα, δηλαδή χαχόλα (βλέπε: πιο πάνω).
H βραδινή τσάντα ή τσαντάκι: υπέρκομψο, χαριτωμένο, γλυκούλι και σέξι, το βραδινό τσαντάκι χωράει μόνον τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή τα κλειδιά σου (χωρίς πορτ-κλε). Με αποτέλεσμα να ψάχνεις εναγωνίως πού να χώσεις χαρτομάντηλα, κινητό, πορτοφόλι, κραγιόν, κολλύριο, οξυγονοκόλληση και πάει λέγοντας. Ιδανικά θέλεις να κουβαλάς μία κανονική τσάντα-πορτατίφ, και το μίνι-τσαντάκι αντάμα, αλλά δεν γίνεται, και αρχίζεις να κόβεις λόγια – πετάς το ένα, πετάς το άλλο, τελικά βγαίνεις από το σπίτι με κάτι τσέπες σαν εργοστάσια. Το τσαντάκι, πλακέ, κομψό, σνομπ, κάθεται σαν επισκεπτήριο στην παλάμη του χεριού σου και το κοιτάς με αντιπάθεια, που κάνει το ξύπνιο.
Η βραδινή τσάντα-φάκελος: η πιο μεγάλη απάτη, γιατί όπου πας, ισορροπείς τον φάκελο κάτω από τη μασχάλη προσπαθώντας να πιεις ή να φας με τα χέρια κολλημένα στον κορμό (έχει αποδειχθεί ότι αν ανοίξεις αφηρημένα το ένα χέρι, ανοίγει εξίσου αφηρημένα και το άλλο, πέφτει το τσαντάκι, και σκύβοντας να το πιάσεις χύνεις το ποτό σου στη γόβα ή στη γούβα).
Το σούρτα-φέρτα από τσάντα σε τσάντα: γυρνάς σπίτι από τη δουλειά ή την ανεργία σου και επειδή είσαι σε καλή φόρμα και θα βγεις το βράδυ, αποφασίζεις ότι θα κρατήσεις το μαύρο τσαντάκι με τις φιούμπες. Αδειάζεις πέντε-δέκα πράγματα από την τσαντάρα-αντίσκηνο και τα στριμώχνεις με κάμποσο λιπαντικό μέσα στο μαύρο τσαντάκι. Κάνεις ντους, ντύνεσαι... και διαπιστώνεις ότι, όχι λοιπόν, το μαύρο τσαντάκι δεν ταιριάζει με αυτά που φόρεσες, ίσως να ταιριάζει το άσπρο. Ξεφορτώνεις το υλικό σου από το μαύρο στο άσπρο τσαντάκι, και εννοείται ότι σου πέφτει το κραγιόν κάτω από το σκρίνιο, τραβάς ένα πόντο στο καλσόν σου ενώ ψάχνεις για το κραγιόν, αλλάζεις ρούχα και – ω, τι έκπληξη! Ούτε το άσπρο τσαντάκι πάει με τα ρούχα που έβαλες! Πηγαίνεις εκεί που έχεις τα βρωμο-τσαντάκια σου και τα κοιτάζεις με μάτι γλαρό. Μετά από μάχες με τα τσαντάκια (ποιο πάει - ποιο δεν πάει) διαλέγεις ένα καταραμένο, και φτου κι από την αρχή: κλειδιά, λεφτά, κραγιόν κλπ. πάνε στο τσαντάκι τελικής επιλογής. Στο μεταξύ ο φίλος/άντρας/υποψήφιος γκόμενός σου που περιμένει μια ώρα χτυπάει το κεφάλι του με νόημα στο λαβαμπό.
Oι φίλες-χωρίς-τσάντες: είναι οι κολλητές που όταν βγαίνετε παρέα δεν κρατάνε ποτέ τσάντα επειδή τους χαλάει τις γραμμές. Επειδή εσένα πάλι τίποτα δεν σου χαλάει τις γραμμές, χώνουν ό,τι έχουν απαραίτητο στη δική σου τσάντα. Εκτός του ότι κουβαλάς την Άρτα με τα Γιάννενα, στο τέλος της βραδιάς πρέπει να αδειάσεις την τσάντα σου για να βρει η άλλη η έξυπνη τη μάσκαρά της που χώθηκε μέσα στη φόδρα.
Το ιερό δισκοπότηρο: υπάρχει κάπου στο Σύμπαν ένα τσαντάκι που χωράει πολλά πράγματα, έχει γερό λουρί, οικονομική τιμή, ωραίο σχέδιο/χρώμα και ταιριάζει με όλα; Αν υπάρχει, να πάς να το τσακώσεις οπωσδήποτε γιατί θα έχεις καλύτερη διάθεση. ΚΑΙ καλύτερη τσάντα...