Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Το μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον σπουδαίο σχεδιαστή Γιάννη Τσεκλένη που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών
Τα χρόνια της μόδας
Το Φουγάρο, σε συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, παρουσιάζει στη Fougaro the Gallery Nafplion μια μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στον έλληνα δημιουργό Γιάννη Τσεκλένη. Η έκθεση, που θα διαρκέσει από τις 7 Οκτωβρίου έως τις 25 Νοεμβρίου 2018, εστιάζει στο έργο του σχεδιαστή μέσα από συλλογές ρούχων και υφασμάτων του, ξεκινώντας από το 1965 -όταν λανσάρει την πρώτη του συλλογή- και καταλήγοντας στο 1991 με την οριστική του αποχώρηση από τον κόσμο της μόδας.
Επιπλέον, περιλαμβάνει μία επιλογή από δημιουργίες του Γιάννη Τσεκλένη, πολλές μακέτες υφασμάτων, φωτογραφίες, ντοκουμέντα της εποχής, ταινίες και σπάνιο εποπτικό υλικό από το αρχείο του σχεδιαστή. Τα εκθέματα προέρχονται από δύο μεγάλες δωρεές του δημιουργού προς το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα το 1997 και το 2009, οι οποίες εμπλούτισαν τις συλλογές του Ιδρύματος με 685 ενδύματα και 978 σχέδια και μακέτες.
«Αν με έπαιρνε ένας ψυχίατρος και με ξετίναζε θα έβλεπε ότι όλα θα ήταν διαφορετικά αν δεν υπήρχε η Έφη στη ζωή μου». Ο σχεδιαστής υφασμάτων Αρμίνιο Λότσι ζωγράφισε τον ίδιο ως ένα τρεχαντήρι στη θάλασσα με την Έφη ως άγκυρά του»
Ο Γιάννης Τσεκλένης θα θέλαμε να ήταν ο Υπουργός Μόδας της Ελλάδας
Όχι μόνο επειδή υπήρξε ο πιο ουσιαστικός, με επιχειρηματική άποψη και non-camp στιλ designer που είχαμε ποτέ, αλλά και γιατί αγαπούσε την περιπέτεια της ζωής του όσο και τη λάμψη της.
Στο μεγάλο αφιέρωμα στον Γιάννη Τσεκλένη που είχε κάνει το γυναικείο περιοδικό της Athens Voice, LOOK, η Βάλυ Βαϊμάκη έγραφε:
Aθήνα 1952. Είναι 7 το πρωί όταν η πόρτα του σπιτιού στο Ψυχικό ανοίγει. Ένα 15χρονο ψηλό αγόρι βγαίνει και κατευθύνεται προς τη στάση του λεωφορείου που θα τον κατεβάσει στο κέντρο. Στο αρτ ντεκό κτίριο της Ερμού 12 η ταμπέλα γράφει «Τσεκλένης-Καρκαδούρης» – μια φίρμα που υπάρχει από το ’23. Μπαίνει στο γωνιακό κατάστημα με την ξύλινη μπουαζερί και τα υφάσματα, χαιρετάει τον ηλικιωμένο υπάλληλο και μαζί, όπως κάθε πρωί, ρίχνουν βρεγμένο πριονίδι για να καθαρίσουν το πάτωμα από λινόλαιο. Σε λίγο θα έρθει και ο πατέρας του, με το αυτοκίνητο. Ο νεαρός τον σέβεται και του μιλάει πάντα στον πληθυντικό. Μένει μαζί του από τότε που χώρισαν οι γονείς του και του χρωστάει πολλά: τον στηρίζει, φροντίζει για τις σπουδές του στο Κολέγιο, όπου αποκτάει μόρφωση και σημαντικές γνωριμίες, διακρίνεται στη ζωγραφική και την ιστιοπλοΐα. Τον πατέρα τον αγαπάει, ακόμα και όταν εκείνος τον συμβουλεύει να μη μεγαλοπιάνεται και να περιορίσει τις τρέλες του. Δεν είναι και λίγες: ξενύχτια στα καμπαρέ και στο νάιτ κλαμπ «Αρζεντίνα» –όπου πάει με δανεικό μακρύ παντελόνι για να σκιτσάρει με κάρβουνο τις χορεύτριες και τους θαμώνες–, «αλητείες» και αργότερα φλερτ.
Μαζί με φίλους του έκλεβαν τα βράδια αυτοκίνητα για πλάκα. Τα έπαιρναν, τα... ξελίγωναν και το πρωί τα γύριζαν πίσω στη θέση τους. Το πρώτο του αυτοκίνητο το οδήγησε 12 χρονών, στα 16 του πήρε μέρος στον πρώτο αγώνα δεξιοτεχνίας με βελγική άδεια – τι να πεις σ' αυτό το παιδί; Στο κατάστημα της οδού Ερμού οι μέρες κυλάνε όπως συνήθως και οι γυναίκες μπαινοβγαίνουν φλυαρώντας. O νεαρός θα είναι πάντα εκεί και πάντα διαβασμένος. Στα 18 του θα κλέβει ιδέες από τις Vogue και τα Officiel και θα τις χρησιμοποιεί ως συμβουλές για υφάσματα και ρούχα: «Δείτε τι έχει κάνει η Chanel, κοιτάξτε το κόψιμο σ’ αυτό το ρούχο του Balenciaga». Έχει μάτι για τη μόδα και ο πατέρας του το επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία καθώς τον βλέπει να παραγγέλνει υφάσματα της couture που, έξι μήνες μετά, θα επιλέξουν οι σχεδιαστές στο Παρίσι για την υψηλή ραπτική. Έτσι, μοδίστρες και μη συνωστίζονται γύρω του. Μάλιστα, από τη χαρά τους φεύγοντας τον... χαρτζιλικώνουν κάνοντάς τον να κοκκινίζει. «Με συγχωρείτε, δεν παίρνω φιλοδώρημα».
Ραντεβού στα ανάκτορα
Πέντε χρόνια αργότερα ο Γιάννης Τσεκλένης φτιάχνει τη δική του εταιρεία και σχεδιάζει καμπάνιες για μεγάλους διαφημιζόμενους, όπως Μεταξάς, Αιγαίον, Opel. Παράλληλα ασχολείται με τη διακόσμηση. Οι εκκλησίες στους γάμους του Χουάν Κάρλος με τη Σοφία, στου Κωνσταντίνου ή στα βαφτίσια του Παύλου έχουν διακοσμηθεί από τον ίδιο. Μια από τις σημαντικές του γνωριμίες στο Κολέγιο είναι ο τέως βασιλιάς, με τον οποίο κάνει ιστιοπλοΐα και τον καλεί συχνά στα πάρτι του.
Έτσι συμβαίνει κι εκείνο το βράδυ του 1960. Σαν σε ελληνική ταινία, ο νεαρός Τσεκλένης μπαίνει, βλέπει την Άσπα Πεσμαζόγλου, κόρη του διάσημου οδηγού αγώνων και ιδιοκτήτη της Opel Τζόνι Πεσμαζόγλου, και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. «Φορούσε ένα ταφτά με ζακάρ. Τη βρήκα πολύ καλή, θηλυκή, ζωντανή. Τότε τα φορέματα ήταν μεσάτα και λίγο “πομπέ” κάτω, σαν φούσκα, και είχα την αγωνία να δω τι υπάρχει από κάτω». Όπως θα διαπιστώσουν, μοιάζουν σε πολλά. Έχουν γεννηθεί την ίδια χρονιά, τον ίδιο μήνα και την ίδια εβδομάδα στην ίδια κλινική – Μαγιάκου. Ακόμα κι έτσι όμως, η οικογένειά της αρνείται να δει αυτή τη συμβολική σύμπτωση σαν θέλημα της μοίρας, οπότε οι ερωτευμένοι κλέβονται!
Μετά από τρεις μήνες συμβίωσης ανακοινώνουν το γάμο τους μέσω των εφημερίδων και μετά από δύο χρόνια γεννιέται ο γιος τους Κωνσταντίνος. Η πλούσια κληρονόμος και ο πολλά υποσχόμενος νέος επιχειρηματίας ζουν σε ένα διαμέρισμα που τους χάρισε ο παππούς της, στην Αριστοτέλους. Απλά και μετρημένα, αλλά με έναν κύκλο κορυφαίων επαφών και γνωστών οικογενειών της εποχής γύρω τους, όπως ο Σπύρος Μεταξάς και η οικογένεια Καρέλα, με τους οποίους ο Γιάννης μπορεί να κάνει business. Η δουλειά του πάει καλά, όχι όμως και ο γάμος τους, που αρχίζει να έχει τα πρώτα προβλήματα. Ο Γιάννης έχει ήδη τάσεις φυγής…
Όταν ο Γιάννης έκλεψε την Έφη
Είναι καλοκαίρι του 1965 και το συγκρότημα Λαμπράκη προκηρύσσει ένα φεστιβάλ ελληνικής μόδας στο οποίο παίρνουν μέρος διάφοροι Έλληνες σχεδιαστές. «Εκείνη την εποχή δεν είχα καμία σχέση με αυτά, έκανα επιμέλεια υφασμάτων για το κατάστημά μου, δε σχεδίαζα. Έπαιρνα ωραία γαλλικά υφάσματα, τα αντέγραφα κι έκανα προσθήκες με χρωματικούς συνδυασμούς. Το textile development μου άρεσε πολύ και είχα ταχύτητα. Σκέφτηκα λοιπόν για το φεστιβάλ να κάνω δικά μου σχέδια υφασμάτων. Τα έφτιαξα και τα έδωσα στον Ντίμη Κρίτσα, φιλαράκι και σχεδιαστή, πολύ socialite, να τα σχεδιάσει». Τα ρούχα του δίδυμου έχει προγραμματιστεί να κλείσουν το φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη κι έτσι επιβιβάζονται στο αεροπλάνο μαζί με τα μοντέλα που θα τα φορούσαν.
Στο ταξίδι (ξανα)συναντάει την Έφη Μελά: Μις Ελλάς, «Ελληνίδα... Μπριζίτ Μπαρντό», σούπερ μοντέλο και άπιαστο όνειρο του κάθε Έλληνα της εποχής. «Την ήξερα και παλιά, είχε ψωνίσει στο μαγαζί μου, ή την έβλεπα στη θάλασσα με τον άντρα της Χάρη Λυμπερόπουλο. Όμως ήταν απλησίαστη». Μετά την παρουσίαση η παρέα ετοιμάζεται για τη νυχτερινή ντόλτσε βίτα της Θεσσαλονίκης: φαγητό, ποτό, πλάκα, ξενύχτι στα μαγαζιά και το τραγούδι του John Foster «Amore scusa mi» – πολύ θέλει να ξεμυαλιστείς;
Το πρωί συνειδητοποιούν ότι είναι ανεπανόρθωτα και αμετάκλητα ερωτευμένοι. Γυρίζουν Αθήνα και μετά Βηρυτό για την επόμενη παρουσίαση. Κανείς απ’ τους δύο όμως δεν θα ξαναγυρίσει σπίτι του μετά απ’ αυτό το ταξίδι. Αποφασίζουν να κλεφτούν. «Μέναμε σε δύο διαφορετικά διαμερίσματα και ζούσαμε στην παρανομία. Εκείνη την εποχή αν σε έπιαναν για μοιχεία, σε πήγαιναν στο τμήμα κατευθείαν. Έγινε μεγάλο σούσουρο. Ο Τύπος με είχε ξεσκίσει και ο Λυμπερόπουλος έκανε μεγάλο πόλεμο στην Έφη γιατί ήθελε να βγει εις βάρος της το διαζύγιο. Μας την είχαν στημένη». Το δικό του διαζύγιο βγήκε 11 χρόνια μετά, αφού η Άσπα δε του το συγχώρεσε ποτέ. Η Έφη χώρισε μετά από 6-8 μήνες, συναινετικά.
Από τότε, εδώ και 53 χρόνια, είναι μαζί. «Παρά τις δυσκολίες ήταν ωραία. Ζήσαμε για ένα χρόνο σε χωριστά σπίτια και μετά μαζί σε ένα σπίτι στη Σκουφά. Δεν μας ενδιέφερε να παντρευτούμε, ο γάμος έγινε το ’76 με προτροπή του Λαλαούνη, μετά την πρώτη μου εγχείρηση – δε μου έδιναν παρά ένα χρόνο ζωής. Ήταν σαν να τακτοποιούμε τα λογιστικά της ζωής μας… Ο γάμος ήταν πολύ συγκινητικός, 10 άτομα όλοι κι όλοι σε ένα ξωκλήσι στον Κουβαρά, με τον Ηλία Λαλαούνη για κουμπάρο. Είχε και concept: έραψα σε όλους κοστούμια σαφάρι!».
Απογείωση
Στη ζωή συνήθως όλα έρχονται μαζί. Θύελλα στα προσωπικά, εκτίναξη στα επαγγελματικά. Το 1965 το δίδυμο Τσεκλένης-Κρίτσας φεύγει για Αμερική για να κάνει ένα μεγάλο οpening με τη συλλογή «Κύματα». Τα δυνατά τους σχέδια, που δεν υπάρχουν στην αγορά ούτε σαν τάση, κάνουν αίσθηση. Την επομένη γίνονται ολοσέλιδο στην Journal America. Δε θα πάνε σαν φτωχοί συγγενείς. Ο Τσεκλένης έχει πουλήσει ένα διαμέρισμα και με τις 80.000 δραχμές νοικιάζει για 15 μέρες μια τεράστια σουίτα σε ακριβό ξενοδοχείο και κάνει το σόου. Άρχοντας. Η Elizabeth Graham της Elizabeth Arden θα στείλει γράμμα για να αγοράσει τη συλλογή και οι Αμερικανοί της Puritan Fashion Corporation θα επενδύσουν για να δημιουργήσουν μαζί το Greek Fashion Odyssey, μια έντυπη καμπάνια 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Οι αμοιβές τους είναι ανάλογες των ροκ σταρ της εποχής, 20.000 δολάρια για τον καθένα!
Tο 1967 ο Τσεκλένης ξεκινάει μόνος του πια να σχεδιάζει ολοκληρωμένες συλλογές μόδας και φτιάχνει αλυσίδα μπουτίκ με εκκίνηση την Ερμού και τη Θεσσαλονίκη. Παίρνει την ταυτότητα του εικαστικού designer, πιάνει τον παλμό της εποχής, παίζει με την επικαιρότητα και τις τάσεις και χρησιμοποιεί τη θεματολογία των συλλογών του σαν όπλο για την προβολή τους. Τα θέματά τους είναι όλο και πιο εντυπωσιακά και οι εμπνεύσεις έρχονται από κάθε δυνατή πηγή: μινωικά χταπόδια, κορινθιακά αγγεία, σκυριανά κεντήματα, φοινικικά πουλιά, έντομα, βουντού, ισπανική τέχνη, ηλιαχτίδες. Ο Τσεκλένης γίνεται Tseklenis. Το όνομα του ακούγεται στο χώρο της μόδας, όπου κυριαρχεί ο Κεν Σκοτ και ο Εμίλιο Πούτσι, και «εξάγεται» δίπλα σε εκείνα των Γιώργου Σταυρόπουλου, Ζαν Ντεσέ και Τζέιμς Γαλανού.
Κορυφαίοι κριτικοί μόδας όπως η Γιουτζίνια Σέπαρντ γοητεύονται από τη δουλειά του και η Σάλι Κέρκλαντ την παρουσιάζει στο Life, στο τεύχος με την προσελήνωση του Άρμστρονγκ που πουλάει εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Yannis, ο «Έλληνας με το χρυσό άγγιγμα» που «βάζει την Ελλάδα στο χάρτη», θα συλλέξει τα αποκόμματα από εκείνη την εποχή και μαζί με όσα ακολουθήσουν (πάνω από 80.000) θα φτιάξει ένα τεράστιο scrap book 216 σελίδων και θα το παρουσιάσει το ’99, αφιερωμένο στην Έφη Μελά.
Στο μεταξύ εκχωρεί τη μία μετά την άλλη άδειες σε μεγάλες εταιρείες της Αμερικής, της Αγγλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, που προωθούν τις συλλογές του μέσα από τα καταστήματά τους. Θρίαμβος, ο Tseklenis είναι παντού, αλλά η Αμερική συνεχίζει να είναι το δυνατό χαρτί του: η Vogue, το Vanity Fair, το Elle κάνουν εξώφυλλο τα φορέματά του. Ο ίδιος ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, κλείνει συμφωνίες και ταυτόχρονα προσπαθεί να προβάλει την Ελλάδα και τους υπόλοιπους σχεδιαστές μέσα από την οργάνωση ελληνικών συλλογών μόδας – είναι η ευκαιρία της χώρας να μπει στο χάρτη της μόδας, όπως πιστεύει.
Σε όλο αυτό το διάστημα η Έφη Μελά, το μοντέλο του, η μούσα του, μια κούκλα 35 χρονών, κυριαρχεί στις φωτογραφίσεις. Το ’70 η συλλογή του Vase Look, παρμένη από τα ελληνικά αγγεία, γίνεται μεγάλη επιτυχία και οι καταχωρίσεις στους Times από το Harrod’s μπαίνουν ολοσέλιδες.
Το ’72 σχεδιάζει στολές για τις αεροσυνοδούς της Ολυμπιακής και αυτό γίνεται αφορμή να συναντηθεί με τον Ωνάση: «Ήταν ευτυχής συγκυρία! Τον έλεγαν κακοντυμένο, αλλά γιατί; Είχε κοστούμια στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στον Σκορπιό, και ταξίδευε συνέχεια. Ό,τι έβρισκε στην ντουλάπα του σπιτιού του σε κάθε πόλη το φορούσε, δεν τα ανανέωνε. Είχε άλλα στο μυαλό του…
Όμως είχε φοβερό αισθητήριο για το ντύσιμο, όλες τις σωστές παρατηρήσεις για τις στολές τις είχε κάνει ο ίδιος. Στα ντε πιες παντελόνια κομμένα από χοντρό μπλε ζέρσεϊ που είχα κάνει για την Oλυμπιακή, τα σακάκια ήταν λίγο πιο κοντά. Μου λέει: “Ρε συ, δεν τα κατεβάζεις λίγο, γιατί έχουμε και κώλους στην Ελλάδα;”. Έτσι! Τον απασχολούσε να κάνει πιο κομψές τις γυναίκες».
Στο μεταξύ, η επιχείρηση Tseklenis στην Ελλάδα μεγαλώνει, αποκτάει προσωπικό 40 ατόμων. Το ’74 παίρνει το ρίσκο να φτιάξει μια μεγάλη μονάδα παραγωγής έτοιμων ενδυμάτων στο Μαρκόπουλο, γιατί έχει αποφασίσει να παράγει και να πουλάει πια απευθείας. Θα το κάνει για τρία χρόνια, αλλά μετά «θα μπλέξω με το μπουρδέλο που λέγεται Ελλάδα» παρατηρεί. Λένε ότι συνήθως ο εχθρός κρύβεται μέσα μας. Και στην περίπτωση του Τσεκλένη αυτό βγήκε αληθινό.
Η εγχείρηση και το ξεκίνημα της «δεύτερης ζωής»
«Πάνω στην εκτίναξη, το’75, παθαίνω ένα μελάνωμα το οποίο δε σκέφτηκα να κρύψω… Οι τράπεζες τα έκαναν επάνω τους, λένε πάει αυτός. Οπότε με άφησαν επί ξύλου κρεμάμενο. Έμεινα χωρίς κεφάλαια κινήσεως».Η αρρώστια που μοίρασε τη ζωή του σε «πρώτη και δεύτερη ζωή», όπως λέει, αποδείχθηκε δύσκολος αντίπαλος. Η πρώτη εγχείρηση από το διάσημο γιατρό Joseph Fortner δε θα λύσει το πρόβλημα, η πειραματική αντικαρκινική θεραπεία στη Νέα Υόρκη δε θα πιάσει και η μετάσταση του μελανώματος σε ένα χρόνο θα τον αναγκάσει να ξαναπάει επειγόντως στην Αμερική, με τον ακρωτηριασμό και το θάνατο να τον απειλούν: «Όταν έμαθα ότι πρέπει να μου κόψουν το χέρι έφυγα από το ξενοδοχείο και έπεσα σε μια κραιπάλη τρομερή. Μια βδομάδα γυρνούσα σαν τρελός στη Νέα Υόρκη. Η Έφη από την Ελλάδα προσπαθούσε να με πείσει, “έχεις εμένα” μου έλεγε, δεν ήθελα κανέναν. Ήταν ένας φίλος που με κάλεσε για σκοποβολή το Σάββατο πριν το χειρουργείο. Και εκεί, πυροβολώντας με το ένα χέρι, ξύπνησε μέσα μου η ανταγωνιστικότητα. Είπα θα προσπαθήσω να κάνω καλύτερα αυτά που οι άλλοι κάνουν με τα δύο χέρια. Θα κάνω υπέρβαση των δυνατοτήτων μου… Όμως ακόμη και στο νοσοκομείο, όταν έμεινα μόνος και κοίταξα το σώμα μου στον καθρέφτη, ξυρισμένος καθώς ήμουν από τη νοσοκόμα, παραλίγο να φύγω. Είπα “δεν είναι δυνατόν, τι τους αφήνω να μου κάνουν; …». Η εγχείρηση κράτησε 8 ώρες. «Δε δέχτηκα να πάρω κανένα παυσίπονο – ούτε ασπιρίνη. Για να ελέγξω τον πόνο».
Με ένα χέρι λιγότερο, που συχνά ακόμη και τώρα ξεχνάει ότι του λείπει, γυρίζει στην Ελλάδα μετά από 20 μέρες. Την επόμενη μέρα οδηγεί την Alpha Romeo του –«το μυστικό είναι να αλλάζεις πολύ γρήγορα ταχύτητες»– και σε λίγες μέρες ξανακάνει σκι στη θάλασσα! «Μπήκα στην επιθετικότητα» λέει. Σε άλλες 12 μέρες κάνει σόου με τη συλλογή Omar Kayyam στο King George. Όλος ο ελληνικός Τύπος είναι εκεί, εκείνος τους «αποπαίρνει»: «Έπρεπε να ακρωτηριαστώ για να είσαστε εδώ όλοι; Από περιέργεια; Ζωντανός είμαι από ό,τι βλέπετε!», αλλά δεν συγκρατεί τη συγκίνησή του όταν βλέπει στο βιβλίο παρουσιών τα σχόλιά τους, μαζί με του γιου του Κωνσταντίνου: «Είσαι ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζω, ευτυχώς είσαι ο πατέρας μου, που δεν ξέρει τι θα πει η λέξη παρακμή…».
Για μήνες θα ζει με τον κίνδυνο της πιθανής μετάστασης. Ένα χρόνο αργότερα, όταν φαίνεται ότι την έχει γλιτώσει, θα το γιορτάσει τρώγοντας με το γιατρό του στο Metropolitan club της Νέας Υόρκης. Ανοίγοντας ένα μπουκάλι σαμπάνια τον ρωτάει: «Γιατί έζησα, ρε Τζο;». «Yannis, because I can not lose them all!» γελάει ο Fortner. Από τότε η τελετή της σαμπάνιας επαναλαμβάνεται κάθε δύο χρόνια που συναντιούνται. Ο καλός γιατρός δε θα του κόψει τις κακές συνήθειες: Ο Tσεκλένης θα συνεχίσει να πίνει μισό μπουκάλι ουίσκι την ημέρα – «στη ζωή μου πρέπει να έχω πιει 10.000 μπουκάλια, 7,5 τόνους» παραδέχεται... ανερυθρίαστα. Όπως παραδέχεται και το ρόλο της γυναίκας του σε όλη αυτή την περιπέτεια. «Η Έφη ήταν θεόσταλτο πλάσμα. Εγώ, ο οποίος πιο πολύ ερωτικά είχα φοβηθεί αυτό που θα πάθαινα, από εκείνη πήρα αυτοπεποίθηση».
…Άυπνος στη Νέα Υόρκη
Αυτό το διάστημα εκτός από την αρρώστια κινδυνεύει και από τα χρέη. Πηγαίνει στην Αμερική, κάνει ένα μεγάλο συμβόλαιο- αποκούμπι με το International Management Group, που θα τον εκπροσωπούσε για licensing παγκόσμια. Στις 9 Αυγούστου μπαίνει σε ένα αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη. «Σκέτος. Μόνο με 3.000 δολάρια καταθέσεις εκεί – ίσα που μου έφταναν για τρεις μήνες». Νοικιάζει μια μικρή σουίτα στο ξενοδοχείο Ντρέικ και μόνος του προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα. Οι Αμερικανοί τον βοηθάνε, πιστεύουν ακόμη σ’ αυτόν. Θα μείνει ενάμιση χρόνο, θα νοικιάσει ένα ωραίο διαμέρισμα στην 71η οδό και θα δουλεύει στο γραφείο του, ενώ στο σπίτι θα σχεδιάζει συλλογές για το Μινιόν, με το οποίο είχε ήδη αρχίσει συνεργασία.
«Αυτή η εταιρεία εκτός από εμένα εκπροσωπούσε τον Bjorn Borg και το Βατικανό! Με έβαλε σε σχέσεις πολύ ενδιαφέρουσες με μεγάλες εταιρείες της Άπω Ανατολής για τις οποίες σχεδίαζα t-shirts, έκανα τη συλλογή El Greco και την Empire Shield, που μου έδωσε πολλά χρήματα. Σε ένα χρόνο κέρδιζα πιο πολλά από ό,τι εδώ, που τα έχανα…» Τι τον τρώει λοιπόν και αποφασίζει να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα σε δύο χρόνια; «Η Ελλάδα είναι η ερωμένη που με κεράτωσε. Ήθελα να γυρίσω να την ξαναπιάσω από το σβέρκο. Από πείσμα και ηλιθιότητα. Όμως έξω από την Ελλάδα ήμουν σαν ψάρι έξω από το νερό». Eπιστρέφει, ρυθμίζει όλα τα χρέη και συνεχίζει τη συνεργασία με το Μινιόν. Το 1980 ιδρύει καινούργια εκθετήρια σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο και ξεκινάει εξαγωγές. Οι ατυχίες όμως συνεχίζονται…
Κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή
Η πυρκαγιά στο Μινιόν το 1980 και η απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει τις σχολικές ποδιές σε μια περίοδο που ο Τσεκλένης είχε ήδη αγοράσει 350.000 μέτρα υφασμάτων, οδηγεί την εταιρεία Tseklenis σε κάθετη πτώση. Το 1987 θα γίνει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Πειραϊκής Πατραϊκής και θα βάλει στόχο τη διάδοση των επώνυμων ελληνικών προϊόντων, αλλά ενάμιση χρόνο αργότερα θα φύγει. Το 1988 αναλαμβάνει να σχεδιάσει το εσωτερικό των αεροπλάνων της Ολυμπιακής και ασχολείται με το σχεδιασμό αντικειμένων εσωτερικής διακόσμησης. Το 1991 κλείνει επίσημα το κεφάλαιο μόδα και ανοίγει ένα καινούργιο, του designer: η υπογραφή του μπαίνει πλέον σε τρόλεϊ, οικολογικά λεωφορεία και στο στόλο του ΟΣΕ. Παράλληλα κάνει art direction στις σουίτες του Lagonisi Resort και στα ξενοδοχεία Vedema, Casteli και Zannos Melathron στη Σαντορίνη. Δεκάδες άλλα project θα γεμίσουν την καθημερινότητά του –πρόσφατα ένα οικιστικό συγκρότημα στην Τήνο και ένα καινούργιο «οικογενειακό σπίτι» στον Διόνυσο που τώρα σχεδιάζει και κατασκευάζει–, όλα by Tseklenis. Δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό και το natural high του: τον θέλει ξύπνιο στις 5 το πρωί, στις 7 παρά πέντε να έχει φύγει από το σπίτι (αφού πρώτα πάει το πρωινό της Έφης στο κρεβάτι) και μετά να δουλεύει μέχρι το απόγευμα που θα γυρίσει για να φάνε μαζί στο «καλύτερο εστιατόριο του κόσμου» που είναι το σπίτι τους, αφού η Έφη είναι εξαιρετική μαγείρισσα, κατά… διεθνή ομολογία.
Για τον ίδιο, πάντως, το «ίχνος» που από μικρός καιγόταν να αφήσει στη ζωή με όλα αυτά που κάνει τα τελευταία χρόνια είναι πιο ισχυρό. Και διαχρονικό. «Έβλεπα τότε ότι στον παγκόσμιο χώρο παιζόταν ένα παιχνίδι που ήθελε πολύ δυνατά κεφάλαιο, back up από χώρες. Στην Ελλάδα δεν κατάλαβε ποτέ κανείς ότι έπρεπε να γίνουμε χώρα εξαγωγής μόδας και να έχουμε 20 δις ευρώ από αυτήν. Αισθάνομαι πάρα πολύ μόνος σ’ αυτή την προσπάθεια που έκανα επί τρεις δεκαετίες».
Παρ’ όλα αυτά παρακολουθεί κάποιους νέους σχεδιαστές και τους πιστεύει: τους Χάρη και Άγγελο, τους Deux Hommes, την Ορσαλία Παρθένη, τον Φρέντζο, τον Ελευθεριάδη. «Για να βγουν κάποιοι από αυτούς στο εξωτερικό πρέπει η κυβέρνηση να δώσει λεφτά, να φροντίσει να γίνουν μεγάλα ονόματα. Χρειαζόμαστε κι άλλους σαν την Κοκοσαλάκη, που μπήκε από κάποια καμινάδα και έκατσε σε ένα σαλόνι. Καταπληκτικό κορίτσι, με μεγάλο ταλέντο και πολύ μεγάλη τύχη» λέει καθισμένος στο γραφείο του στο βιομηχανικό κτίριο της Κολωνού. Ανάμεσα σε όλα όσα κάνει, μπορεί κάποια στιγμή να ετοιμάσει ένα λεύκωμα με τη δουλειά του – αλλά όχι αυτοβιογραφία. Αυτή παραλίγο να τη γράψουν κάποτε στην Αμερική, μαζί με τη φίλη του Τζέιν Φλέμινγκ, shadow writer των σεναρίων του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Είχε μάλιστα βρει και τον τίτλο,εμπνευσμένο από μια ατάκα της Αθηνάς Ναντίν Τσαλδάρη, που πολύ του ταιριάζει στην ιστορία της ζωής του: «Συνεχίζουμε»...
(Το φωτογραφικό υλικό είναι από το προσωπικό αρχείο του Γιάννη Τσεκλένη που ευγενικά μας παραχώρησε.)
Ο Γιάννης Τσεκλένης στο εξώφυλλο του LOOKmag
Το 2006 ο Γιάννης Τσεκλένης έγινε guest editor στο γυναικείο περιοδικό της ATHENS VOICE παραχωρώντας όλο το πολύτιμο αρχείο του. Ένα σχέδιο από τη συλλογή «Vase Look» του 1970 έγινε το εξώφυλλο εκείνου του μήνα.
Δειτε περισσοτερα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας
Πείνα και εκπόρνευση; Μητέρα - προαγωγός; Άγνωστοι σύζυγοι και εραστές; Ναρκωτικά και παιχνίδια εξουσίας;