Εmilio Pucci: O μαρκήσιος της μόδας
Ο σχεδιαστής που κατάργησε τη φόδρα στα ρούχα και έντυσε τα όνειρα των γυναικών με τα πιο ζαλιστικά σχέδια και χρώματα
H ανανεωμένη έκδοση της Taschen με το πολύχρωμο έργο του Emilio Pucci αποτελεί ένα καλειδοσκοπικό ταξίδι στον πλανήτη της μόδας.
Κάθε σελίδα του και μια βουτιά στη μνήμη, στην τέχνη, στην ιστορία όχι μόνο της κοντινής Ιταλίας αλλά του πλανήτη που αγαπά τη μόδα. Τα ψυχεδελικά του σχέδια έντυσαν τα όνειρα των γυναικών, τα χρώματα που μαζί με τους τεχνίτες του ανακάλυψε, ήταν μικρές επαναστάσεις ενώ καθιέρωσε το Made in Italy ως ορόσημο στυλ και αυθεντίας. Κοσμοπολίτης και bon vivant ο ίδιος, γεννημένος το 1914, ήταν δεινός κολυμβητής, σκιέρ, τενίστας και ραλίστας. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 σχεδίασε μια στολή σκι, την οποία είδε ο φωτογράφος Toni Frissel, μετέφερε το νέο στην Diane Vreeland και εκείνη του ζήτησε να φτιάξει στολές για ένα editorial μόδας στο Harper’s Bazaar. Ήταν ο πρώτος που σχεδίασε ολόσωμη στολή για το σκι και η καριέρα του από τότε πεδιλοδρόμησε στα ύψη της αισθητικής και της σύγχρονης ιστορίας.
Τα πρώτα βήματα των prints του
Δημιούργησε στο Κάπρι ένα κατάστημα που σήμερα θα λέγαμε resortwear και το στίγμα του άρχισε να γίνεται όχι μόνο γνωστό, αλλά πολύτιμο και περιζήτητο. Ο κόσμος είχε βγει από έναν καταστροφικό πόλεμο και η ανάγκη για τα πολύχρωμα σχέδια του πολλαπλασιαζόταν. Με τις δημιουργίες του απελευθέρωνε τις γυναίκες, με τα σχέδια του έφερνε στο σήμερα πολιτισμούς, όπως αφρικανικούς και αμερικανικούς, ρεύματα τέχνης αλλά και δικές του αφηρημένες σκέψεις επί χάρτου ή μάλλον επί μεταξωτού και βαμβακερού ζέρσεϊ, υφασμάτων ελαφριών που ακολουθούσαν τη γυναικεία σιλουέτα, δεν την εγκλώβιζαν, δε χρειάζονταν φόδρα ή άλλα περιττά. Ο Pucci λατρεύτηκε σύντομα σε όλον τον κόσμο. Κοπιαρίστηκε, δε, ανεπαίσχυντα, σε όλον τον κόσμο. Τα prints του παραμένουν αξεπέραστα.
Από το Κάπρι σε όλον τον κόσμο
Το Κάπρι έγινε σύντομα προορισμός για τους jetsetters και ο Pucci άρχισε να χτίζει την αυτοκρατορία του με πρέσβειρες την Τζάκι Ωνάση, τη Σοφία Λόρεν και τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία λέγεται ότι φόρεσε Pucci και στο τελευταίο, βιαστικό της ταξίδι από τον κόσμο αυτό. Η συνεργασία με το νεοϋρκέζικο πολυκατάστημα Neiman Marcus τον καθιέρωσε στις ΗΠΑ, η φήμη του έγινε παγκόσμια, οι alta moda δημιουργίες του αλλά και τα pret a porter θαύματα του θα έντυναν τα όνειρα των κοριτσιών στις δεκαετίες που θα έρχονταν. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με άλλα projects, όπως για παράδειγμα τις στολές της αεροπορικής εταιρείας Braniff. Μπορεί την εταιρεία να μην τη γνωρίζετε όμως τα κράνη- φυσσαλίδες που φόρεσε στις αεροσυνοδούς θα τα έχετε δει σίγουρα. Όπως τον σχεδιασμό του λογοτύπου Apollo 15 ή μια σειρά από tableware για τον Rosenthal, έπιπλα για τη Cappellini and Kartell αλλά και μια συνεργασία με την Illy.
Η ιστορία μετά τον Pucci
Ο σχεδιαστής έφυγε το 1992 και μερικά χρόνια αργότερα η κόρη του Laudomia αποφάσισε να συνεχίσει το πολύχρωμο όνειρό του να ντύνει τις γυναίκες. Το 2000 ο οίκος εξαγοράστηκε από τον, (μαντέψτε ποιον) LVMH, οποίος διόρισε τον Julio Espada ως καλλιτεχνικό διευθυντή, μέχρι να αντικατασταθεί από τον Christian Lacroix, ο οποίος έφερε τα σχέδια του Emilio στην αυγή της νέας χιλιετίας με επιτυχία. Όταν όμως πουλήθηκε ο οίκος του από την ομπρέλα LVMH, ο Lacroix έφυγε και από τον Pucci. Τη θέση κατέλαβε ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Matthew Williamson, ο οποίος και θα παραμείνει για τρία χρόνια. Από τότε, ο Peter Dundas, o Massimo Giorgetti θα αναλάβουν τον οίκο όμως φαίνεται ότι το πνεύμα του Emilio είναι πάντα πιο δυνατό: οι τελευταίες συλλογές υπογράφονται από in house σχεδιαστές.
Η πολυτελής έκδοση της Taschen
Η έκδοση της Taschen περιλαμβάνει φωτογραφίες, σκίτσα, σχέδια και ενσταντανέ από την καθημερινότητα του μαρκησίου Emilio Pucci di Barsento, η σκούφια του οποίου κρατούσε από τον 15ο αιώνα και χάρη στο ανήσυχο πνεύμα του πάτησε γερά και στον 21ο αιώνα. H ανανεωμένη πολυτελής και τετράγωνη έκδοση που υπογράφει η fashion editor των Financial Times, Vanessa Friedman, κυκλοφορεί από τις 17 Φεβρουαρίου και είναι ντυμένη με αυθεντικά υφάσματα από τη συλλογή του Pucci.
© Pucci [A. Chitolina (Ed.), V. Friedman & A. Arezzi Boza] /εκδ. Taschen