Η ζωή της υπέροχης Tatjana Patitz
Το διάσημο μοντέλο των 90s έζησε μία ζωή γεμάτη ενσυναίσθηση και φινέτσα
Tatjana Patitz: Αναδρομή στη ζωή και την καριέρα ενός από τα διασημότερα μοντέλα των τελευταίων 40 χρόνων, μίας από τις περίφημες «big five»
Ένα όμορφο κορίτσι, μία γυναίκα αυθεντικής, πηγαίας γοητείας, ένα πρόσωπο της παγκόσμιας μόδας που θεωρείται από τα σούπερ-μοντέλα της χρυσής εποχής του μόντελινγκ και της φωτογραφίας. Η Tatjana Patitz έφυγε από τη ζωή στις 11 Ιανουαρίου, σε ηλικία 56 ετών, χτυπημένη από καρκίνο του μαστού, στο σπίτι της στην Καλιφόρνια, ανάμεσα στους δικούς της ανθρώπους.
Η ατζέντισά της δήλωσε: «Άφησε πίσω της τον γιο της, την αδερφή της και τους γονείς της. Είμαστε όλοι συντετριμμένοι από το θάνατό της. Ήταν συμπονετική ψυχή, ευγενική και γενναιόδωρη καρδιά και ένθερμη υποστηρίκτρια των δικαιωμάτων των ζώων. Ένας από τους σημαντικότερους σκοπούς που υποστήριξε ήταν η διατήρηση των άγριων αλόγων».
Η Tatjana Patitz συμβολίζει την ομορφιά που λάτρεψε ο φακός πριν την εμφάνιση της παραποιημένης, καρτούν «ομορφιάς» που δημιούργησαν σαν τερατογέννεση τα φίλτρα και οι φακοί της εποχής των social media. Μία γυναίκα που, μέσα στην υστερία της εικόνας, εκείνη έλαμψε με την κομψότητά και τη φινέτσα της και έζησε ήσυχα – χωρίς ποτέ να συνδέσει το όνομά της με οργιώδη πάρτι, έρωτες με διασημότητες, προκλητικές δηλώσεις και έξαλλη ζωή.
Η Tatjana Patitz, Γερμανίδα μοντέλο και ηθοποιός, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1966 και έγινε παγκόσμια γνωστή στα 1980s και στα 1990s παρουσιάζοντας ρούχα των μεγαλύτερων ονομάτων και σχεδιαστών μόδας σε διεθνή περιοδικά όπως Elle, Harper's Bazaar, και Vogue ενώ φωτογραφήθηκε πραγματικά σαν έργο τέχνης από τον Herb Ritts και τον Peter Lindbergh. «Επίσημα» χαρακτηρίστηκε ως σούπερ μοντέλο όταν ήταν μία από τις «big five», τα διάσημα μοντέλα που εμφανίστηκαν το 1990 στο μουσικό βίντεο «Freedom! '90» του George Michael.
Στο βιβλίο Models of Influence: 50 Γυναίκες που Επαναπροσδιορίζουν την Πορεία της Μόδας, ο συγγραφέας Nigel Barker έκανε μια ανασκόπηση της καριέρας της Patitz, γράφοντας ότι διέθετε έναν εξωτισμό και ένα ευρύ συναισθηματικό βάθος που την ξεχώριζε από τις συνομήλικες της, τα σούπερ μοντέλα των 80ς και 90ς. Κάτι με το οποίο συμφωνούσαν από τότε ακόμα, οι πιο επιδραστικοί άνθρωποι της μόδας, των περιοδικών και της βιομηχανίας της μόδας. Το Harper's Bazaar είχε γράψει: «Πράγματι, τα χαρακτηριστικά της Patitz σχεδόν μπερδεύουν. Όπως η Garbo ή η Mona Lisa, τα ανεξήγητα χαρίσματα της γραμμής του προσώπου της και της λάμψης της ξεπερνούν κάθε ορισμό». Η Patitz υπήρξε ένα πρόσωπο που γεφύρωσε την εποχή της υπερ-έκθεσης του 1980 με τη μινιμαλιστική δεκαετία του 1990 με έναν τρόπο που είχε διάρκεια. Όπως λέει ο Barker, «Οι πιο διαρκείς εικόνες της είναι όταν έμοιαζε πραγματικά με τον εαυτό της». Η συγγραφέας Linda Sivertsen σημείωνε ότι η Patitz είναι εξαιρετικά υπεύθυνη για την καθιέρωση της αποδοχής της αγαλματένιας και καμπυλωτής ομορφιάς σε μια βιομηχανία που θέλει τα πάντα και τους πάντες υπερβολικά αδύνατους.
Η Patitz ήταν μια μανιώδης ιππέας που συνέχισε το δια βίου πάθος της για τα ζώα και το περιβάλλον κάνοντας εκστρατείες για οικολογικούς σκοπούς και τα δικαιώματα των ζώων. Όμως διέθετε και ένα, αναγνωρισμένο διεθνώς, σπουδαίο ταλέντο για το ντιζάιν το οποίο η ίδια αποκαλούσε εκλεκτική και μποέμ σχεδιαστική αισθητική για την αρχιτεκτονική κατοικιών και το ντιζάιν κατοικιών στην πολιτεία της Καλιφόρνια που υιοθετήσει ως δεύτερη πατρίδα της.
Η Patitz γεννήθηκε στο Αμβούργο της Γερμανίας και μεγάλωσε στο Skanör της Σουηδίας. Ο πατέρας της ήταν Γερμανός και η δουλειά του ως ταξιδιωτικός δημοσιογράφος επέτρεπε στην οικογένειά του να ταξιδεύουν και να ζουν σε διάφορες χώρες. Η μητέρα της Patitz ήταν μια Εσθονή χορεύτρια που χόρευε στο διάσημο Le Lido στο Παρίσι. Οι γονείς της γνωρίστηκαν συναντήθηκαν σε μια οινογευσία σε μία κάβα στην Ισπανία, όπου η μητέρα της ήταν φοιτήτρια και ταξίδευε με μια ομάδα μοντέρνου χορού. Ήταν ένα ειδύλλιο δύο ανθρώπων που ερωτεύτηκαν και πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί. Η μικρή Tatjana έμαθε να ιππεύει άλογα σε ηλικία επτά ετών. Τα καλοκαίρια της τα περνούσε στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας στη Μαγιόρκα, όπου συμμετείχε σε κατασκηνώσεις με άλογα. Σχετικά με την αγάπη της για τα άλογα, η Patitz είχε πει: «Κάνω ιππασία από μικρό παιδί. Για μένα, σημαίνει ελευθερία, σύνδεση και αφοσίωση. Τα άλογα μεταμορφώνουν το άγχος και την ανησυχία για μένα. Είναι γνήσια και πνευματικά. Με κάνουν χαρούμενη και χαλαρή, ειδικά αν νιώθω πίεση ή ένταση».
Τα 80s
Το 1983, σε ηλικία 17 ετών, η Patitz μπήκε και έγινε φιναλίστ στο Elite Model Look (ένας διαγωνισμός που ήταν παλαιότερα γνωστός ως «Look of the Year» της Elite Models) και με βάση μία απλή πολαρόιντ, κατετάγη τρίτη απευθείας από τον ιδρυτή της Elite Model Management, Τζον Καζαμπλάνκας. Η Patitz κέρδισε ένα συμβόλαιο και μετακόμισε στο Παρίσι για να αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο. Αν και δεν γνώρισε άμεση επιτυχία, μέχρι το 1985, η Patitz εργαζόταν κανονικά, αλλά στο τέλος εκείνης της χρονιάς ήρθε το πρώτο της σημαντικό εξώφυλλο, εκείνο της βρετανικής Vogue.
Επίσης εκείνη τη χρονιά άρχισε να συνεργάζεται και με τον φωτογράφο Peter Lindbergh με τον οποίο διατήρησε μία εξαιρετική συνεργασία 30 χρόνων που συνέβαλε και στην αρχή της εποχής των supermodel. Στο βιβλίο του, 10 Women, ο Lindbergh έγραψε: «Θαυμάζω την Tatjana γιατί μένει πάντα ο εαυτός της. Είναι πολύ απαλή, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ δυνατή και ξέρει πώς να υπερασπίζεται αυτό που σκέφτεται, και είναι πάντα μία εμπλουτιστική εμπειρία να είσαι μαζί της. Είναι αδύνατο να μην τη θαυμάζεις και με τα χρόνια να μην είσαι λίγο ερωτευμένος μαζί της».
Η επιτυχία της Patitz στην Ευρώπη, που περιελάμβανε και ένα editorial για το (πιο σημαντικός της χρονιάς) τεύχος Σεπτεμβρίου 1985 της γαλλικής Vogue από τον σπουδαίο φωτογράφο Horst P. Horst, την οδήγησε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε για την αμερικανική Vogue και φωτογράφους όπως ο Irving Penn, ο Helmut Newton, ο Steven Meisel, ο Denis Piel, η Sheila Metzner και ο Wayne Maser. Εργάστηκε επίσης με τον Gilles Bensimon στο Elle και τον Francesco Scavullo στο Cosmopolitan.
Στο τεύχος Δεκεμβρίου 1985 της Vogue δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του Irving Penn, «Colored Contact Lenses», που έδειχνε την Patitz να φορά φακούς επαφής πάνω από τα κλειστά της βλέφαρα. Η σουρεαλιστική αυτή εικόνα αργότερα θα παρουσιαστεί στο βιβλίο του 1992, On The Edge: Εικόνες από τα 100 χρόνια της Vogue, ως μία από τις εμβληματικές φωτογραφίες της εποχής.
Το 1986, εμφανίστηκε σε δύο εξώφυλλα της ιταλικής έκδοσης της Vogue και συνέχισε να εμφανίζεται σε editorial στις αμερικανικές και βρετανικές εκδόσεις της Vogue. Η Patitz εμφανίστηκε σε καμπάνιες για τον Calvin Klein που φωτογραφήθηκε από τον Bruce Weber, και το 1987 για την καμπάνια της Revlon «Οι πιο αξέχαστες γυναίκες του κόσμου» που φωτογραφήθηκε από τον Richard Avedon. Ο Avedon φωτογράφισε επίσης την Patitz για το πρώτο της εξώφυλλο στην αμερικανική Vogue (Μάιος 1987), το οποίο θεωρείται ως ένα από τα καθοριστικά εξώφυλλα της δεκαετίας του 1980. Η Vogue άρχισε να συμπεριλαμβάνει τακτικά το όνομα της Patitz στις σελίδες των editorial μόδας ήδη από το 1987, εξοικειώνοντας τους αναγνώστες όχι μόνο με το πρόσωπό της, αλλά και με την προσωπικότητά της. «Αυτό που με εντυπωσιάζει αμέσως σε αυτήν είναι η εξαιρετική ευγένειά της και η σταρ ποιότητά της», δήλωσε ο φωτογράφος Antoine Verglas.
Όταν το κοσμηματοπωλείο Tiffany's γιόρτασε την 150η επέτειό του το 1987, η Patitz εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του ειδικού τεύχους του περιοδικού τους μαζί με τον χορευτή μπαλέτου Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και ονομάστηκε μοντέλο-αποκάλυψη της χρονιάς για την αστραφτερή και λαμπερή εμφάνισή της.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Patitz γνώρισε τον φωτογράφο Herb Ritts στο Λος Άντζελες, με τον οποίο μοιράστηκε μια ακόμα σημαντική συνεργασία διαρκείας στη μόδα, τις καλές τέχνες και τα εμπορικά έργα σαν μούσα που έπαιζε όποιον ρόλο της πρότεινε - γοργόνα, ξωτικό, κορίτσι surfer, κορίτσι της διπλανής πόρτας, σταρ του κινηματογράφου… Ο Ritts είπε για την Patitz, «Τα χαρακτηριστικά της είναι λίγο ‘εκτός’ · δεν είναι μια τυπική, εμπορική ομορφιά, αλλά όταν την φωτογραφίζω, δεν βαριέμαι ποτέ. Η εμφάνισή της έχει δύναμη, ορμή, ένταση». Κάτι που φαίνεται με αριστουργηματικό τρόπο σε ένα από τα πιο διάσημα έργα του Ritts, ένα κοντινό στο πρόσωπο της Tatjana που φοράει με βέλο με τίτλο «Tatjana Veiled Head (Tight View)», Joshua Tree, 1988.
Η καριέρα της Patitz σε μία κορυφαία στιγμή και έχοντας αναγνωριστεί ως μία πραγματική εκπρόσωπος της ιδανικής γυναικείας ομορφιάς, την έθεσε σε μια «επιλεγμένη» ομάδα μοντέλων της μόδας που χαρακτηρίζονταν από ατομική εμφάνιση, επιχειρηματικό πνεύμα, και είχαν ένα υψηλό προφίλ στον χώρο – η ομάδα που έγινε γνωστή ως «τα αυθεντικά σούπερ μόντελς». Ήταν η Patitz με τα άλλα μοντέλα να γελούν στην παραλία, φωτογραφημένες από τον Peter Lindbergh για τη Vogue με τίτλο «Λευκά βαμβακερά πουκάμισα», μία φωτογραφία που θεωρείται ακόμα και σήμερα ως εμβληματική φωτογραφία μόδας και συνοδευόταν από ένα άρθρο που ξεχώριζε την Patitz για την «εκπληκτική παρουσία» της και επαινούσε την «χωρίς καλλυντικά θηλυκότητά της, μια νέα και σημαντική εικόνα για τα ‘80s».
Με ύψος σχεδόν 1.82, τευτονικά χαρακτηριστικά, μάτια που έμοιαζαν με λύγκα και τονίζονταν στα άκρα σαν της γάτας, η Tatjana κυριαρχούσε σε όποιον χώρο κινούνταν και έμοιαζε με το πιο όμορφο, άγριο και αδάμαστο «θηρίο» της ζούγκλας της μόδας. Η αισθαντικότητά της περνούσε στον φακό, μία αίσθηση νωχελικής πολυτέλειας και έντασης που την έκαναν να δείχνει διαφορετική σε κάθε αλλαγή του φωτισμού – κάτι που λατρεύουν οι φωτογράφοι.
Η ευελιξία της αποδεικνύεται από το συνεχώς μεταβαλλόμενο χρώμα και το στυλ των μαλλιών της κάθε χρόνο – από κοντό μελαχρινό μέχρι καστανόξανθη χαίτη μέχρι μακριά και ξανθά. Για ένα editorial τον Απρίλιο του 1989 με τίτλο «Γήινες Δυνάμεις» στη βρετανική Vogue, ο κομμωτής Didier Malige έκοψε και έδωσε ένα νέο λουκ στα μακριά ξανθά μαλλιά της Patitz. Πολλοί το θεώρησαν εξαιρετικά μεγάλο λάθος αλλά το ρίσκο απέδωσε. «Όταν έκοψα τα μαλλιά μου – έκλαιγα για δύο μήνες», είπε η Patitz στο Esquire. «Ο κόσμος έλεγε, "Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι έκοψε τα μαλλιά της"». Αλλά η κίνηση αυτή έφερε την Patitz στα εξώφυλλα των βρετανικών και γαλλικών εκδόσεων της Vogue με τη νέα της εμφάνιση. Ήταν «η εποχή της Πάτιτζ» όπως την αποκαλούσαν, όχι μόνο για τα εξώφυλλα αλλά γιατί η επιτυχία της οδήγησε το πρακτορείο της Elite να ανοίξει γραφείο και στη Γερμανία.
Σε αυτό το σημείο, η ζήτηση που είχε, απαιτούσε συνεχή ταξίδια. Η Patitz, μέσα σε ένα μόνο μήνα πέταξε σε 40 πτήσεις και αυτό την οδήγησε σε μια προσπάθεια να ζήσει έναν πιο υγιεινό και πιο ισορροπημένο τρόπο ζωής. Άρχισε να χαλαρώνει τους ρυθμούς στην καριέρα της ως μοντέλο για να επικεντρωθεί σε άλλες δημιουργικές αναζητήσεις όπως το γράψιμο, η υποκριτική και ο διαλογισμός. Μετακόμισε στην Καλιφόρνια και έκανε το Λος Άντζελες έδρα της. Η μετακόμιση έδωσε στην Patitz, η οποία πάντα αναζητούσε δημιουργική και πνευματική ανάπτυξη, τον χρόνο και τον χώρο για να αναπτύξει άλλες πτυχές της ζωής της. Τον Δεκέμβριο του 1989 έλεγε στο Model Magazine: «Δεν θέλω να κάνω τίποτα για τη φήμη, τα χρήματα ή τη γοητεία ή κάτι παρόμοιο… Νομίζω ότι οι άνθρωποι έρχονται με μια υψηλότερη επίγνωση στον κόσμο. Όλα είναι μολυσμένα – οι ωκεανοί, τα δάση... και οι άνθρωποι σκοτώνουν ο ένας τον άλλο παντού χωρίς να καταλαβαίνουν ότι ανήκουμε όλοι μαζί και πρέπει να μοιραζόμαστε αυτό το μέρος. Ίσως ονειρεύομαι, αλλά ελπίζω».
Τα ‘90s
Ο διεθνής Τύπος πλέον άρχιζε να αναγνωρίζει τα σούπερ μόντελ ως τα ινδάλματα της εποχής, σημειώνοντας ότι τα γυναικεία ιδανικά δεν υπαγορεύονταν πλέον μόνο από συντάκτες μόδας ή αντανακλούσαν τις αντρικές φαντασιώσεις – αλλά αντιπροσώπευαν το πού βρίσκονται τώρα οι γυναίκες και τι φιλοδοξούν.
Το 1990 ξεκίνησε με την Patitz να κοσμεί τα εξώφυλλα του Ιανουαρίου τόσο της αμερικανικής όσο και της βρετανικής Vogue. Το εξώφυλλο της βρετανικής Vogue το μοιραζόταν με τη Naomi Campbell, τη Cindy Crawford, τη Linda Evangelista και την Christy Turlington. Το πορτρέτο εκείνο των πέντε γυναικών θεωρείται ως το εξώφυλλο που πυροδότησε το φαινόμενο του σούπερ μόντελ της δεκαετίας του 1990, βοηθώντας κάθε μία από αυτές τις γυναίκες να αποκτήσουν παγκόσμια απήχηση αλλά και να γίνουν νεαρές εκατομμυριούχοι παίζοντας πια δυναμικά στον χώρο των μπίζνες της μόδας.
Εκείνο το εξώφυλλο της βρετανικής Vogue του Ιανουαρίου ενέπνευσε τον τραγουδιστή George Michael να καλέσει τις Naomi Campbell, Cindy Crawford, Linda Evangelista, Christy Turlington και την Tatjana να εμφανιστούν στο μουσικό του βίντεο για το τραγούδι «Freedom! '90» που σκηνοθέτησε ο Ντέιβιντ Φίντσερ. Ο Michael δεν εμφανίζεται στο βίντεο. Αντίθετα, κάθε γυναίκα θα τραγουδούσε ένα σημείο του τραγουδιού ενώ ακούγεται η φωνή του Michael. Ήταν το breakthrough βίντεο που έκανε αυτά τα κορίτσια, την «Μεγάλη Πεντάδα», αστέρια και της ποπ κουλτούρας. Το βίντεο έπαιζε συνέχεια στο MTV, ενώνοντας σε ένα καινούργιο, χρυσοφόρο «πάρτι» τη μόδα, τη μουσική και την ποπ ενώ παρέμεινε επιδραστικό και εμβληματικό και στις επόμενες δεκαετίες.
Η δεκαετία κυλούσε με την Tatjana να πρωταγωνιστεί σε καμπάνιες, σε editorials, σε πασαρέλες και να συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της μόδας και εταιρείες προϊόντων γυναικείας ομορφιάς.
Τα ‘00s
Το 2004, η Patitz γέννησε τον γιο της, Jonah, ο οποίος θα εμφανιζόταν με τη μητέρα του σε πολλά εντιτόριαλ, όπως το «The Great Escape» για το τεύχος Αυγούστου 2012 της αμερικάνικης Vogue και το «Family Matters» τον Δεκέμβριο του 2019. Η Tatjana είχε χωρίσει από τον πατέρα του Jonah, ο οποίος είναι στέλεχος μάρκετινγκ. Στο παρελθόν είχε μακροχρόνια σχέση με τον τραγουδιστή Seal, κάτι που το διατήρησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως και όλες τις πτυχές της προσωπικής της ζωής. Η μικρότερη αδερφή της Patitz, η Sophie, έχει επίσης εργαστεί ως μοντέλο μόδας για τη Victoria's Secret και τη L'Oréal.
Η Tatjana ήταν χορτοφάγος και συνέχισε να είναι υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων κινηματογραφώντας κοινωνικά μηνύματα το 2007 για το Orangutan Outreach, κάνοντας έκκληση για την προστασία των ουρακοτάγκων στα τροπικά δάση του Βόρνεο της Ινδονησίας.
Εκπροσωπώντας ακόμα επωνυμίες καλλυντικών και σχεδιαστές όπως η L'Oréal και η Uniqlo, η Patitz επέστρεψε στην πασαρέλα του Helmut Lang για την παρουσίαση της συλλογής Φθινόπωρο/Χειμώνας 2000, που θεωρείται ακόμα από τη Vogue ως ένα από τα πιο αξέχαστα σόου μόδας στην ιστορία
Τον Ιούλιο του 2008, το ταλέντο στο στυλ εσωτερικού σχεδιασμού της Tatjana τιμήθηκε με μία δημοσίευση στο Livingetc, για τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών που έκανε, όπως ανακυκλωμένη ξυλεία και πέτρα, τα οποία βρήκε σε μάντρες υλικών – από ασβεστολιθικά πατώματα κουζίνας μέχρι ξύλινα δοκάρια οροφής και σκάλες. Στο αφιέρωμα εκείνο έλεγε ότι ζούσε στο ράντσο της με τον πεντάχρονο γιο της Jonah, τέσσερα άλογα, τέσσερα σκυλιά και δύο γάτες. «Χρειαζόμουν τη φύση γύρω μου», είπε.
Τα ‘10s
Αυτά τα χρόνια το εύρος της δουλειάς της Patitz επικεντρώθηκε σε ζητήματα που σχετίζονται με τη συμπερίληψη, την ευαισθητοποίηση για τον HIV, τα δικαιώματα LGBTQ, τον ηλικιακό ρατσισμό και την ισότητα των φύλων ενώ παρέμεινε στις σελίδες και στο εξώφυλλα των Vogue, Marie Claire και Elle. Συγκεκριμένα, το έργο και η καριέρα της Patitz εξετάστηκαν σε άρθρα από μια νέα γενιά διακεκριμένων συγγραφέων όπως η Chloe Malle και η Janelle Okwodu, οι οποίες αναγνώρισαν την Patitz για τη διαρκή της κληρονομιά στην προβολή διαφορετικών τύπων γυναικών.
Όταν ο Karl Lagerfeld ανέβασε τη συλλογή κρουαζιέρας του «Coco on the Lido» το 2010 στον πεζόδρομο κατά μήκος της παραλίας του Λίντο στη Βενετία, έντυσε την Patitz ως «Εδουαρδιανή μητέρα» σαν αναφορά στον ρόλο της Σιλβάνα Μάνγκανο στον «Θάνατο στη Βενετία», για να εφεύρει εκ νέου, με ποιητικό τρόπο το μυστήριο των αγαπημένων τοποθεσιών της Coco Chanel. Στο τέλος του σόου, ο Lagerfeld συνόδευσε την Patitz για το φινάλε.
Η Patitz εμφανίστηκε στην πασαρέλα για τελευταία φορά το 2019, αφού διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Ήταν για την επίδειξη Φθινοπώρου/Χειμώνα 2019 της Etro κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας του Μιλάνου. Για τη συλλογή της Etro για το Φθινόπωρο 2019/2020 με τίτλο «Aristoindies», η Patitz εμφανίστηκε στο Conservatorio Giuseppe Verdi στο Μιλάνο σε μια συλλογή που έγινε πρωτοσέλιδο για τη συγκέντρωση πρωτοκλασάτων σούπερ μοντέλων, συμπεριλαμβανομένων των Farida Khelfa και Alek Wek.
Το 1987, η Tatjana είχε εμφανιστεί στο βίντεο των Duran Duran για το τραγούδι «Skin Trade». Την ίδια εποχή ήταν που είχε μετακομίσει στην Καλιφόρνια προσβλέποντας σε μία καριέρα στον κινηματογράφο που, πάντως, δεν ήταν τόσο επιτυχημένη όσο στο χώρο της μόδας. Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στον ρόλο του θύματος δολοφονίας στο φιλμ Rising Sun (1993). Ακολούθησαν πολλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές, μουσικά βίντεο και ταινίες με πιο σημαντικό ρόλο στο θρίλερ του 1999, Restraining Order. Το 2000, εμφανίστηκε και στο βίντεο των Korn για το τραγούδι «Make Me Bad».
* Με στοιχεία από την Wikipedia