Πέθανε ο διάσημος σχεδιαστής Paco Rabanne
O Πάκο Ραμπάν βάσκικης καταγωγής σχεδιαστής, συνδέθηκε με μια φουτουριστική αισθητική ήδη από τη δεκατετία του 60 σχεδιάζοντας φορέματα και αξεσουάρ από πρώτογνωρα υλικά όπως οι μεταλλικοί κρίκοι. Τα αρώματα του Οίκου του όποτε κυκλοφόρησαν πέτυχαν τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Πέθανε σήμερα σε ηλικία 88 ετών στο Πόρτσαλ της Γαλλίας.
Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από τον ισπανικό όμιλο Puig, ο οποίος ελέγχει τον οίκο μόδας Paco Rabanne και την επιχείρηση αρωμάτων.
«Ο Paco Rabanne έκανε την υπέρβαση μαγνητική. Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει τις μοντέρνες Παριζιάνες να εκλιπαρούν για φορέματα από πλαστικό και μέταλλο; Ποιος άλλος θα μπορούσε να φανταστεί ένα άρωμα με το όνομα Calandre - η λέξη σημαίνει "σχάρα αυτοκινήτου"- και να το μετατρέψει σε σύμβολο της σύγχρονης θηλυκότητας;» δήλωσε ο José Manuel Albesa, πρόεδρος του τμήματος μόδας και ομορφιάς της Puig.
Πάκο Ραμπάν: Η ζωή του πρωτοπόρου Βάσκου σχεδιαστή
Ο Ραμπάν γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1934 στο Σαν Σεμπαστιάν της Βασκωνίας στην Ισπανία. Με την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου αυτός και η μητέρα του, η οποία εργαζόταν ως επικεφαλής μοδίστρα στον πρώτο Οίκου του Cristobal Balenciaga, διέφυγαν Γαλλία όταν ο Balenciaga άνοιξε το πρώτο του μαγαζί στο Παρίσι. Εκεί, μεγαλώνοντας σπούδασε αρχιτεκτονική στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισίου, από την οποία αποφοίτησε το 1964, γρήγορα όμως προτίμησε να ασχοληθεί με το χώρο της μόδας.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του και έβγαλε τα πρώτα του χρήματα σχεδιάζοντας κοσμήματα για διάσημους Γαλλικούς Οίκους όπως οι Givenchy, Dior και Balenciaga αλλά και σχέδια παπουτσιών για τον Charles Jourdan. Από το 1966 ξεκίνησε να παρουσιάζει τις δικές του δημιουργίες παρουσιάζοντας τη πρώτη του συλλογή με τίτλο "12 φορέματα που δεν φοριούνται με σύγχρονα υλικά". Σύντομα οι δημιουργίες του ξεχώρισαν τόσο στον τομέα του ρούχου όσο και του κοσμήματος. Την ίδια δεκαετία, ο Ραμπάν από κοινού με τους Αντρέ Κουρέζ και Ρούντι Γκερνράιχ συνέβαλαν στη μεταστροφή της γυναικείας μόδας από το σοφιστικέ στιλ σε πιο λιτές και «κοριτσίστικες» γραμμές, ενώ η τέχνη και η αρχιτεκτονική χρησίμευσαν ως πηγές έμπνευσής του.
Το 1968, δημιούργησε το φόρεμα της Τζέιν Φόντα για την ταινία Μπαρμπαρέλα ενώ κατά τη δεκαετία του 1970, ο Ραμπάν ήταν ο πρώτος σχεδιαστής μόδας που χρησιμοποίησε στις επιδείξεις του μαύρα μοντέλα, ενέργεια πρωτόγνωρη για την εποχή.
Κατά τη δεκαετία του ’70 ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Haute Couture του Παρισιού, εισάγοντας καινοτόμα ενδύματα, ενώ ταυτόχρονα λάνσαρε το πρώτο του ανδρικό άρωμα και αργότερα, τη γραμμή του prêt-à-porter για άνδρες. Δεν υπήρξε σταρ του σινεμά και του τραγουδιού τις δεκαετίες 60 και 70 που να μην φόρεσαν τις φουτουριστικές δημιουργίες του. Από το ζεύγος Γκένσμπουργκ-Μπίρκιν και την Φρανσουάζ Αρντί (υπήρξε μούσα του) μέχρι την Ωντρευ Χέμπορν, την Βερούσκα, την Μπριζίτ Μπαρντό, την Μόνικα Βίτι και τόσες άλλες.
Το 1986, η μάρκα Paco Rabanne έγινε μέλος της ισπανικής πολυεθνικής εταιρίας Puig, αλλά ο σχεδιαστής συνέχισε να είναι επικεφαλής της εταιρείας με το χαρακτηριστικό καινοτόμο πνεύμα του στην καινοτομία και τις περιβαλλοντικές του ανησυχίες.
Ξεκίνησε τις γραμμές της γυναικείας σειράς έτοιμων ενδυμάτων και της Haute Coture συλλογής του, που χαρακτηρίζεται από τα εφέ φωτισμού, τους γλυπτικούς όγκους και τα πρωτοποριακά υλικά όπως οι καθρέφτες και οι οπτικές ίνες.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η επιχείρηση αφιερώθηκε αποκλειστικά στην παραγωγή αρωμάτων, αλλά επανεργοποίησε τη γραμμή prêt-à-porter το 2011, διορίζοντας τον Ινδό Manish Arora ως καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου που αργότερα αντικαταστάθηκε από την Lydia Maurer.
Το μουσείο Secq des Tournelles ετοιμάζεται να του κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα, μελετώντας ειδικά τις μεταλλικές δημιουργίες του, του οποίου το υλικό αντηχεί στις συλλογές του μουσείου.
Με βάση αρχεία, βίντεο, περιοδικά και, φυσικά, πρωτότυπα κομμάτια, αυτή η έκθεση θα τονίσει την καινοτόμο δουλειά αυτού του επιδραστικού σχεδιαστή μόδας που ανανέωσε με επιτυχία το λεξιλόγιο της μόδας.