Η βροχή πέφτει και η πόλη τρέχει, σαν να μην μπορεί ποτέ να περιμένει κανέναν
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Ήταν η βασίλισσα Ελισάβετ Β' η σπουδαιότερη influencer του 20ού αιώνα;
Στην υστερία των σόσιαλ μίντια, οι διάσημοι ζουν με το άγχος να δείξουν μια «καθημερινή εικόνα», ενώ στην πραγματικότητα αλλάζουν στιλιστικές ταυτότητες με την ίδια ευκολία που αλλάζουν PR managers. Η πιο διάσημη γυναίκα του 20ού αιώνα –και ενός μέρους του 21ου–, η βασίλισσα Ελισάβετ Β' υπήρξε το αντίθετο: σταθερή, ήρεμη, μεθοδική. Και σίγουρα όχι εν αγνοία της. Ακριβώς αυτή η αταλάντευτη προσήλωση σε μια αισθητική γραμμή την οποία πίστευε ακράδαντα –τα ασορτί παλτό και καπέλα σε φωσφοριζέ αποχρώσεις, τα μεταξωτά μαντίλια που φορούσε σαν να επρόκειτο για στρατιωτική στολή, τα τελετουργικά φορέματα που μπορούσαν να σταθούν απέναντι σε έναν καθεδρικό ναό– ήταν που την κατέστησαν τη σπουδαιότερη ινφλουένσερ του 20ού αιώνα.
Ένα παράδειγμα είναι το περίφημο νυφικό του 1947, δημιουργία του Νόρμαν Χάρτνελ, στολισμένο με 10.000 κρυστάλλους: ένα ένδυμα που όχι μόνο ήταν εντυπωσιακό, αλλά αποτελούσε κι ένα σιωπηλό σχόλιο αισιοδοξίας σε μια Βρετανία που ακόμα ζούσε με δελτίο τροφίμων και με τα τραύματα του πολέμου. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το φόρεμα της στέψης του 1953, με τα εθνικά σύμβολα της Κοινοπολιτείας κεντημένα στο μετάξι: μια στολή διπλωματίας που προηγήθηκε κατά δεκαετίες της έννοιας του «soft power dressing» – ενός στιλ ντυσίματος που εκφράζει διακριτική, ήπια δύναμη και αυτοπεποίθηση μέσω κομψών, μαλακών και καλά ραμμένων ρούχων, χωρίς την ανάγκη επιβολής ή έντονης εντύπωσης. Και βέβαια, εκείνη η ατελείωτη σειρά από μονόχρωμα ταγέρ σε ροζ, πράσινο-λεμονί ή κίτρινο-καναρινί, που την έκαναν πιο ευδιάκριτη μέσα στο πλήθος από οποιονδήποτε σύγχρονο ποπ σταρ και, κατά κάποιον τρόπο, μοιάζει να επηρέασαν και την άποψη της Άνγκελα Μέρκελ περί «στολής εργασίας». Το αστείο είναι ότι η Ελισάβετ, ακριβώς επειδή αρνήθηκε να κυνηγήσει τις τάσεις, κατέληξε να τις καθορίσει: τα «power coats» των σχεδιαστών των 90s και η λατρεία για το colour blocking στα 2010s χρωστούν πολλά σ’ εκείνη.
Η Ελισάβετ δεν επιδίωξε να γίνει fashion icon· έγινε γιατί κατάλαβε πριν απ’ όλους ότι τα ρούχα δεν είναι απλώς ύφασμα, αλλά γλώσσα – μια γλώσσα διακριτική αλλά παγκόσμια. Και τώρα, καθώς το Μπάκιγχαμ ετοιμάζεται ν’ ανοίξει το αρχείο της στο κοινό το 2026 σε μια έκθεση, είναι η καλύτερη ευκαιρία να χαρτογραφήσουμε αυτό το ασυνήθιστο ταξίδι της μόδας που διήρκεσε επτά δεκαετίες.
Η βασίλισσα Ελισάβετ μέσα στα χρόνια
Πριν ακόμη η Ελισάβετ αναδειχθεί στη μεγάλη αρχιτεκτόνισσα του «βασιλικού στιλ» του 20ού αιώνα, η εικόνα των μοναρχών και των πριγκιπισσών της Ευρώπης ήταν βαθιά δεμένη με την παράδοση και την εθιμοτυπία. Το royal look ήταν αυστηρό, σχεδόν τελετουργικό: στέμματα και κοσμήματα σε επίσημες τελετές, βαριά φορέματα με μακριά ουρά, βελούδα και μετάξια για τις Αυλές, και για την καθημερινότητα ρούχα που τόνιζαν τη διακριτική πολυτέλεια και την απόσταση από τους υπηκόους.
Στη Μεγάλη Βρετανία, οι βασίλισσες της βικτωριανής και της εδουαρδιανής εποχής –με κορυφαίο παράδειγμα τη βασίλισσα Μαρία (Mary of Teck), γιαγιά της Ελισάβετ— ενσάρκωναν μια εικόνα μεγαλείου και σοβαρότητας: σκούρα χρώματα, βαρύς στολισμός, κοσμήματα-σύμβολα ισχύος. Το στιλ τους δεν άφηνε περιθώριο για προσωπική έκφραση· λειτουργούσε ως προέκταση της αυθεντίας του Στέμματος. Ακόμη και η βασίλισσα Ματθίλδη του Βελγίου, που επιλέγει συχνά δημιουργίες Βέλγων σχεδιαστών, με καθαρές γραμμές, παστέλ χρώματα και διακριτική πολυτέλεια ή η βασίλισσα Άστριντ της Σουηδίας, ένα από τα πιο αγαπημένα και φωτογραφημένα πρόσωπα της μεσοπολεμικής Ευρώπης, που εξέπεμπε μια εικόνα νεανική, φωτεινή, με φυσική χάρη και αβίαστη κομψότητα και ντυνόταν με απλές αλλά καλοραμμένες γραμμές που της χάριζαν μια αύρα «πριγκίπισσας του λαού», κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο: το φόρεμα έπρεπε να υπηρετεί το πρωτόκολλο, όχι να τολμάει να το ανατρέψει.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γκαρνταρόμπες των ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων άρχισαν δειλά να ακολουθούν τη μόδα των παρισινών οίκων: πιο χαλαρές γραμμές, υφάσματα λιγότερο αυστηρά, αλλά πάντοτε μέσα σ’ ένα πλαίσιο «σεμνής πολυτέλειας». Η δούκισσα της Υόρκης (η μετέπειτα βασιλομήτωρ) επέλεγε ρούχα κομψά αλλά ήσυχα, αντανακλώντας τη σοβαρότητα της εποχής του Μεσοπολέμου.
Το βασιλικό στιλ, λοιπόν, πριν από την Ελισάβετ Β΄, ήταν ένα στιλ εθιμοτυπίας και καθήκοντος, όπου το άτομο υποχωρούσε πίσω από τον θεσμό. Ήταν μεγαλοπρεπές, αλλά και κάπως απρόσιτο, εντυπωσιακό, αλλά λιγότερο «ζωντανό». Και ακριβώς πάνω σ’ αυτή την παράδοση –την αυστηρή, μονολιθική εικόνα της μοναρχίας– ήρθε η νεαρή πριγκίπισσα που θα γινόταν βασίλισσα να εισαγάγει κάτι καινούργιο: μια πιο προσωπική, ευέλικτη και διακριτικά πολιτική χρήση του ενδύματος. Η χρήση των ρούχων ως «εργαλείων» για ορατότητα, δημόσιες δηλώσεις και διπλωματία αποτέλεσε χαρακτηριστικό της. Συνεργασίες με Βρετανούς σχεδιαστές και προτίμηση σε εγχώρια υφάσματα ενίσχυσαν την ταυτότητα και τον εθνικό χαρακτήρα του στιλ της. Το οπoίο καθόρισε όχι μόνο το πώς πρέπει να ντύνονται οι μοντέρνοι βασιλιάδες και βασίλισσες αλλά και ώθησε τη βρετανική βιομηχανία μόδας, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για σχεδιαστές και το κοινό παγκοσμίως.
1930s – Η μικρή παράνυμφος με το ασημένιο φόρεμα
Πριν ακόμη αποκτήσει στέμμα, η οκτάχρονη πριγκίπισσα Ελισάβετ έκανε το πρώτο της στιλιστικό «ντεμπούτο» για τον γάμο του θείου της: φόρεσε το ασημένιο λαμέ φόρεμα του Έντουαρντ Μόλινιου (Βρετανός σχεδιαστής μόδας με έδρα το Παρίσι, που καθόρισε το στιλ της μεσοπολεμικής αριστοκρατίας). Το φόρεμα είναι από τα ελάχιστα παιδικά couture φορέματα που σώζονται από εκείνη την περίοδο. Ήταν μια στιγμή παιδικής αθωότητας, αλλά και το προοίμιο ενός μέλλοντος όπου κάθε της ένδυμα θα αποκτούσε δημόσιο βάρος. Μικρή λεπτομέρεια: εκείνη τη μέρα δεν ήταν μόνο παράνυμφος αλλά και προμήνυμα του ρόλου της ως «επίσημη φορέας συμβόλων».
1940s – Ο πόλεμος, οι στολές και ο Χάρτνελ.
Στη δεκαετία του πολέμου, η νεαρή Ελισάβετ βίωσε την ίδια λιτότητα με τους υπηκόους της. Όταν παντρεύτηκε, το 1947, τον Φίλιππο, η Βρετανία βρισκόταν ακόμα σε καθεστώς λιτότητας και λιμού από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχε δελτίο υφάσματος (rationing), όπως και στο φαγητό. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να αγοράζει μόνο συγκεκριμένη ποσότητα υφάσματος με τα κουπόνια (ration coupons) που διέθετε το κράτος. Η Ελισάβετ, ως πριγκίπισσα τότε, έλαβε τα δικά της κουπόνια από το κράτος για να φτιάξει το νυφικό της (ακριβώς 200 δελτία). Η ιστορία λέει πως πολλοί απλοί πολίτες της Βρετανίας έστειλαν και τα δικά τους δελτία υφάσματος, θέλοντας να βοηθήσουν τη μέλλουσα βασίλισσα να αποκτήσει ένα νυφικό αντάξιο της περίστασης. Εκείνη, με τυπική προσήλωση στους κανόνες, τα επέστρεψε, αλλά η χειρονομία αυτή έμεινε στη μνήμη ως ένδειξη λαϊκής αγάπης. Το νυφικό της από τον Νόρμαν Χάρτνελ ήταν ντυμένο με κρυστάλλους, φτιαγμένο σε μια χώρα που αγόραζε ακόμη το βούτυρο με λιγοστά γραμμάρια. Ο Χάρτνελ κατανόησε: χρειαζόταν όχι υπερβολή, αλλά ελπίδα – σαν τελετουργική επίκληση.
1950s – Η νεαρή μονάρχης: Η στέψη και η haute couture του καθήκοντος
Το 1953, η στέψη της συνοδεύτηκε από ένα φόρεμα που έμεινε στην ιστορία: το περίφημο Coronation Dress, επίσης του Χάρτνελ, με κεντημένα όλα τα εθνικά σύμβολα της Κοινοπολιτείας, όπως ένα καγκουρό και μια ασημένια φτέρη — σύμβολα της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Η ίδια επέμεινε να συμπεριληφθούν, ώστε «καμία χώρα της Κοινοπολιτείας να μη νιώσει παραμελημένη». Ένα ρούχο που λειτουργούσε ως εικονογραφημένος χάρτης της αυτοκρατορίας.
Την ίδια δεκαετία, οι σιλουέτες της ήταν ακόμα επηρεασμένες από τον Ντιόρ και το New Look, αλλά με μια πιο βασιλική σεμνότητα. Στενές μέσες, φούστες σε γραμμή Α, μεταξωτά υφάσματα, παστέλ. Οι αγαπημένοι της καπελάδες ήταν ο Αυστραλός Φρέντερικ Φοξ, που της δημιούργησε εκατοντάδες καπέλα σε κλασικές αλλά και πιο τολμηρές γραμμές, όπως το διάσημο «ροζ καπέλο με λουλούδια» που φόρεσε στο ασημένιο ιωβηλαίο της (1977) και ο επίσης Αυστραλός Φίλιπ Σόμερβιλ, ο οποίος καταξιώθηκε με τα κομψά, διακριτικά καπέλα του, ιδιαίτερα αγαπητά όχι μόνο στη βασίλισσα αλλά και στην πριγκίπισσα Νταϊάνα. Την περίοδο εκείνη η Ελισάβετ φορούσε ήδη σταθερά λευκά γάντια, μαργαριτάρια και τα τρία διαμαντένια βραχιόλια του πατέρα της.
Τα γάντια της βασίλισσας
Ήταν σχεδόν πάντα λευκά, λεπτά γάντια (συνήθως από δέρμα ή βαμβάκι), και τα φορούσε ιδίως σε δημόσιες εκδηλώσεις. Ο λόγος ήταν πρακτικός αλλά και συμβολικός: προστάτευαν τα χέρια της κατά τις ατελείωτες χειραψίες, εξασφάλιζαν υγιεινή και προσέδιδαν μια αύρα κομψότητας και απόστασης.
Ο βασικός προμηθευτής της ήταν η Κορνίλια Τζέιμς, η οποία από τη δεκαετία του 1950 κατείχε τον τίτλο «Επίσημος Κατασκευαστής Γαντιών διορισμένος κατ’ εντολήν της Αυτής Μεγαλειότητος της Βασίλισσας». Υπολογίζεται ότι η βασίλισσα φορούσε πάνω από 150 ζευγάρια Κορνίλια Τζέιμς ετησίως, τα οποία καθαρίζονταν και επιδιορθώνονταν διαρκώς. Η ίδια αστειευόταν πως «τα γάντια μου σπάνε τον πάγο καλύτερα από μένα» – δείχνοντας ότι ακόμη και μια χειραψία με το δέρμα καλυμμένο από ύφασμα μπορούσε να είναι θερμή. Τα γάντια ήταν η λεπτομέρεια που σφράγιζε την εμφάνιση: μια μικρή λευκή πινελιά που έκανε τα χέρια της ορατά, καθαρά και φωτογενή. Έδιναν την αίσθηση της παράδοσης, αλλά ταυτόχρονα ήταν και εργαλείο πρακτικότητας.
Τα μαργαριτάρια
Η βασίλισσα σχεδόν ποτέ δεν εμφανιζόταν χωρίς το κλασικό της κολιέ με τριπλή σειρά μαργαριταριών και τα ταιριαστά σκουλαρίκια. Τα μαργαριτάρια ήταν οικογενειακή παράδοση· το πρώτο της κολιέ το είχε πάρει δώρο από τον πατέρα της, Γεώργιο ΣΤ΄.
Τα μαργαριτάρια έγιναν σύμβολο σταθερότητας και διακριτικής πολυτέλειας. Δεν φώναζαν όπως τα διαμάντια, αλλά είχαν τη λάμψη της παράδοσης και της διαχρονικότητας. Η επιλογή τους έδειχνε το γούστο της Ελισάβετ για κοσμήματα που είναι «κομψά χωρίς να προκαλούν». Η ίδια διέθετε πολλά κολιέ σε παρόμοιο στιλ, ώστε να φαίνεται ότι φορά πάντα το ίδιο. Αυτό ενίσχυσε τη συνέπεια της εικόνας της. Το τριπλό κολιέ μαργαριταριών ήταν τόσο συνδεδεμένο με την Ελισάβετ, που αποκαλείται «the Queen’s Pearls» στη συλλεκτική βιβλιογραφία· κάθε φορά που εμφανιζόταν χωρίς αυτό, ο Τύπος το σημείωνε σαν «σπάνια στιγμή».
1960s – Μοντέρνα βασίλισσα: Η διπλωματία και το χρώμα ως πολιτική
Στη δεκαετία του ’60, η Ελισάβετ συνειδητοποίησε ότι κάθε ταξίδι ήταν και μια αρένα συμβολισμών. Έτσι εμφανίστηκε στο Πακιστάν με φόρεμα που είχε πράσινες πιέτες εμπνευσμένες από τα εθνικά χρώματα. Εδώ η μόδα μετατράπηκε σε διπλωματική γλώσσα. Δεν ήταν μόνο η φινέτσα της εποχής· ήταν το μήνυμα ότι κατανοεί και σέβεται τον συνομιλητή. Ήταν η δεκαετία που η Ελισάβετ έκανε στροφή στα πιο έντονα χρώματα, όπως όλος ο πλανήτης, αλλά πιο ήπια, όπως μέντα, λεβάντα, απαλό ροζ – ενώ πάντα απέφευγε το γκρι, γιατί πίστευε ότι «θολώνει» τις φωτογραφίες και την έκανε να δείχνει «άχρωμη».
Τα καπέλα της, αν και είχαν φτερά και λουλούδια, ήταν πάντα περισσότερο κομψά παρά μεγαλοπρεπή. Τότε εμφανίζεται και με πιο κοντές φούστες, χωρίς όμως να ακολουθεί τη μόδα του μίνι. Αγαπημένος της σχεδιαστής εκείνη την περίοδο (και για πάνω από 40 χρόνια) γίνεται και ο Βρετανός Χάρντι Έιμις, ο οποίος συνδύαζε την υψηλή ραπτική με την παραδοσιακή βρετανική ραφή της Σάβιλ Ρόου. Εκτός από τις εμφανίσεις της βασίλισσας σε κρατικές εκδηλώσεις, σχεδίασε και στολές για το προσωπικό της Αυλής.
1970s – Πρακτικότητα και γκλαμ: Από την επισημότητα στην ευφορία
Αν η δεκαετία του ’70 ήταν η εποχή του «περίεργου glamour», η βασίλισσα το υιοθέτησε με τον δικό της τρόπο. Ο Ίαν Τόμας, πρώην βοηθός του Χάρτνελ, της χάρισε φούστες και φορέματα ημέρας με έντονα, ψυχεδελικά μοτίβα, φλασάτα χρώματα και αέρινα υφάσματα.
Η Ελισάβετ ήταν σαν να δεχόταν σιωπηλά την εποχή της ντίσκο, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό, αλλά ταυτόχρονα έδειχνε ξεκάθαρα την ιδέα της: να απορροφά τάσεις χωρίς να χάνει την ταυτότητά της. Η ίδια σχολίαζε, ανακατεύοντας το τσάι της, ότι μερικά σχέδια την έκαναν να μοιάζει σαν «κινούμενη κουρτίνα σαλονιού».
Παράλληλα ήταν και η περίοδος του country look της που έγινε εμβληματικό: Barbour μπουφάν (τα κλασικά, αδιάβροχα σακάκια της ιστορικής βρετανικής εταιρείας, κατασκευασμένα με βαμβάκι περασμένο με κερί για να είναι αδιάβροχα, πάντα σε σκούρο πράσινο ή καφέ χρώμα, συχνά με καρό επένδυση και βελούδο κοτλέ γιακά), μαζί με τουίντ φούστες και σακάκια, και τα περίφημα μεταξωτά φουλάρια Hermès δεμένα σφιχτά στο κεφάλι, που συνέθεταν μια εικόνα πρακτική, ανεπιτήδευτη και αμέσως αναγνωρίσιμη. Ταυτόχρονα καθιέρωσε την αγγλική εξοχική κομψότητα ως διεθνές στιλ: το κυνήγι, την ιππασία, τις υπαίθριες δραστηριότητες και πάντα ένα ποτήρι τζιν στις 5 το απόγευμα.
Για την άλλη πλευρά της Ελισάβετ, που υπήρξε αρχηγός της Κοινοπολιτείας για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, η τακτική σύνοδος κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας ήταν από τα πιο σημαντικά διεθνή ραντεβού. Εκεί, τα ρούχα της δεν ήταν απλώς κομψά, αλλά και γεωπολιτικά μελετημένα: τα αυστηρά ταγιέρ και τα μονοχρωματικά σύνολά της έπρεπε να αποπνέουν ουδετερότητα, αξιοπρέπεια και σεβασμό σε δεκάδες διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς.
Το μαντίλι-στέμμα
Τα μεταξωτά φουλάρια Hermès έγιναν το πιο ανεπίσημο –και ταυτόχρονα πιο αναγνωρίσιμο– κομμάτι της βασιλικής στολής «εκτός υπηρεσίας». Η Ελισάβετ τα φορούσε στο Μπαλμόραλ, στο Σάντριγχαμ, ακόμα και στις δημόσιες εμφανίσεις της σε ιππικούς αγώνες, δεμένα σφιχτά κάτω από το σαγόνι.
Το λουκ ήταν πρακτικό (προστασία από τον αέρα και τη βροχή), αλλά κατέληξε να γίνει δήλωση: μια εικόνα που απέπνεε προσγειωμένη κομψότητα και αγγλική εξοχική παράδοση. Τα φουλάρια, με τα περίτεχνα prints τους –αλόγα, χαλινάρια, γεωμετρικά μοτίβα– έδιναν μια αίσθηση διακριτικής πολυτέλειας που ερχόταν σε αντίστιξη με τα τουίντ και τα βαριά Barbour. Σε μια φωτογράφιση των 60s, οι υπεύθυνοι ήθελαν να της βγάλουν το μαντίλι για πιο «επίσημο» πορτρέτο, κι εκείνη απάντησε: «Όχι, έτσι με ξέρει ο κόσμος». Με άλλα λόγια, το μαντίλι Hermès έγινε το πιο δημοκρατικό της στέμμα.
Υπήρχε βέβαια και η τιάρα της Βιρμανίας
Η καταπληκτική τιάρα δημιουργήθηκε το 1973 από τον οίκο Garrard ειδικά για την Ελισάβετ, με 96 ρουμπίνια δώρο του λαού της Βιρμανίας για τον γάμο της το 1947. Σχεδιασμένη σαν στεφάνι λουλουδιών, με ρουμπίνια και διαμάντια, συμβόλιζε προστασία και υγεία σύμφωνα με τη βιρμανική παράδοση.
Η βασίλισσα τη φορούσε κυρίως σε πορτρέτα και επίσημα γεύματα από τα 70s έως τα 90s, συνήθως με ουδέτερα φορέματα, ώστε να αναδεικνύεται το κόκκινο. Λόγω του έντονου χρώματός της, δεν ήταν τόσο ευέλικτη όσο άλλες τιάρες. Η ίδια την αποκαλούσε σχεδόν «προσωπική» της τιάρα, αφού δεν ήταν κληρονομιά αλλά παραγγελία – κι έτσι έμεινε στη συλλογή της ως σύμβολο παράδοσης με νεωτερικό τόνο.
1980s – Ο θρίαμβος του colour blocking και τα δυναμικά παστέλ
Στη δεκαετία της υπερβολής, με τις βάτες, τα έντονα χρώματα και την αλαζονεία της μόδας, η βασίλισσα βρήκε το δικό της μονοπάτι. Σταθερά μονόχρωμα παλτό, καπέλα στο ίδιο ακριβώς χρώμα αλλά με μεγαλύτερο γείσο, ασορτί τσάντες. Λεμονί κίτρινο, φούξια, τιρκουάζ. Βραδινά φορέματα σε σατέν, μερικές φορές σε παστέλ μπλε ή ροζ. Το μήνυμα ήταν σαφές: μέσα σ’ ένα πλήθος χιλιάδων, θα την ξεχώριζαν σίγουρα.
Ένα πρακτικό, σχεδόν δημοκρατικό σκεπτικό –να είναι «ορατή» στους υπηκόους– που κατέληξε να διαμορφώσει μια ολόκληρη σχολή power dressing. Όσο για τα καπέλα, η βασίλισσα είχε πάνω από 5.000 κομμάτια στη συλλογή της. Αγαπημένα της αξεσουάρ ήταν τα μικρά, κομψά καπέλα ή fascinators γνωστά ως «birdcage» καπέλα με βέλο, που καλύπτουν μερικώς το πρόσωπο με ένα κοντό κομμάτι δίχτυ από τούλι και συχνά είναι διακοσμημένα με φτερά, κορδέλες ή λουλούδια.. Το όνομα «κλουβί πουλιού» είναι γιατί το δίχτυ σχηματίζει ένα μικρό «κλουβάκι» μπροστά απ’ το πρόσωπο.
Η περιβόητη τσάντα: Στα 80ς παγιώνεται και μια ιδιαίτερη σχέση. Η σχέση της βασίλισσας με τον βρετανικό οίκο Launer. Η μεγάλη αυτή αγάπη για τις τετράγωνες, κομψές τσάντες του οίκου (Traviata ή Royale) ξεκίνησε στη δεκαετία του ’60 και γρήγορα μετατράπηκε σε αξεπέραστο στιλιστικό δεσμό.
Η εικόνα της βασίλισσας με την τσάντα της έγινε το απόλυτο σήμα κατατεθέν της. Κρατούσε πάντα το ίδιο μοντέλο σε παραλλαγές –μαύρο, λευκό, μπεζ– απορρίπτοντας τις τάσεις και επιμένοντας σε ένα αξεσουάρ σχεδόν «στολή», που τελικά λειτούργησε ως προσωπική υπογραφή. Η Launer τσάντα δεν ήταν απλώς πρακτική· λειτουργούσε και ως μυστικός κώδικας: αν την έβαζε από τον έναν ώμο στον άλλο, ή αν την ακουμπούσε στο τραπέζι, το προσωπικό της Αυλής καταλάβαινε ότι ήθελε να λήξει η συζήτηση ή η δεξίωση. Fun trivia: υπολογίζεται ότι διέθετε πάνω από 200 Launer τσάντες, αλλά τις περισσότερες φορές ο κόσμος πίστευε πως κρατούσε «την ίδια» – κι αυτό ίσως είναι η πιο αληθινή έννοια του βασιλικού στιλ, η τέχνη τού να κάνεις το καθημερινό μυθικό.
1990s – Το «ντύσιμο-στολή» και η εποχή της σταθερότητας
Αν οι δεκαετίες αλλάζουν, η Ελισάβετ παρέμεινε σταθερή. Στα 90s, ενώ οι σχεδιαστές μιλούσαν για ελάχιστα υφάσματα και αποδόμηση, εκείνη συνέχισε με τα παλτό και τα καπέλα της. Ήταν η εποχή που η «στολή» έγινε πιο συνειδητή. Το στιλ της θύμιζε ότι μερικές φορές η σταθερότητα μπορεί να είναι η πιο ριζοσπαστική δήλωση. Το 1999 φόρεσε το ίδιο μπλε παλτό σε τρεις διαφορετικές επίσημες εμφανίσεις μέσα σε έναν μήνα.
Όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους, απάντησε: «Αν το ρούχο είναι καλό, γιατί να μην το ξαναφορέσω;». Ήταν μια βασιλική απάντηση ακριβώς την εποχή που εμφανιζόταν η λογική του fast fashion. Στην καθημερινότητά της στο Γουίνδσορ, η Ελισάβετ άφηνε πίσω της τις τιάρες και τα παλτό σε έντονα χρώματα και γινόταν «η γειτόνισσα από το διπλανό κάστρο»: ανεπιτήδευτη, ζεστή εικόνα, με τουίντ φούστες, ζακέτες κασμίρ ή μαλλί της εταιρείας Pringle, καλοπλεγμένα πουλόβερ, λευκές βαμβακερές μπλούζες αντί για T-shirt και μεταξωτά φουλάρια δεμένα απλά γύρω από τον λαιμό ή το κεφάλι. Στην ίδια δεκαετία εμφανίζονται στο στιλ της βασίλισσας και τα καπέλα της Ρέιτσελ Τρέβορ-Μόργκαν, που έφεραν μια ανάσα φρεσκάδας στο παραδοσιακό βασιλικό headwear. Η Τρέβορ-Μόργκαν, επίσημη πιλοποιός της από το 1999, ειδικευόταν σε καπέλα με καθαρές, μοντέρνες γραμμές και διακριτικές διακοσμήσεις – φτερά, λουλούδια ή φιόγκους τοποθετημένα με αρχιτεκτονική ακρίβεια. Ένα εμβληματικό κομμάτι είναι το καπέλο σε έντονο ροζ με διακριτικό φιόγκο, που φόρεσε η βασίλισσα στην επίσκεψή της στο Δουβλίνο το 2011 –την πρώτη επίσκεψη Βρετανού μονάρχη στην Ιρλανδία έπειτα από έναν αιώνα– και λειτούργησε ως συμβολική «απαλότητα» σε μια πολιτικά φορτισμένη στιγμή.
Η αγαπημένη τιάρα της βασίλισσας
Στα κρατικά δείπνα (state banquets), εκεί όπου το πρωτόκολλο απαιτούσε μεγαλοπρέπεια, η Ελισάβετ εμφανιζόταν πάντα με τιάρα – το απόλυτο σύμβολο της δυναστείας και της συνέχειας. Η πιο αγαπημένη της ήταν η θρυλική «Girls of Great Britain & Ireland Tiara», δώρο γάμου στη γιαγιά της, βασίλισσα Μαρία, το 1893, και αργότερα δώρο γάμου στην ίδια από τη γιαγιά της το 1947.
Η τιάρα είναι φτιαγμένη από διαμάντια σε σχήματα festoon και fleur-de-lys, ελαφριά και άνετη στη χρήση. Ήταν από τις πιο ευκολοφόρετες τιάρες της συλλογής της, γι’ αυτό και, για δεκαετίες, αποτέλεσε σχεδόν «το επίσημο light στέμμα» της βασίλισσας. Φορέθηκε σε δεκάδες πορτρέτα και αμέτρητες φωτογραφίες, τόσο που έγινε «η τιάρα της στερλίνας», καθώς εμφανίζεται στο πορτρέτο της Ελισάβετ που κοσμεί τα χαρτονομίσματα και τα νομίσματα της Κοινοπολιτείας. Η Ελισάβετ την αποκαλούσε με τρυφερότητα «η τιάρα της γιαγιάκας μου». Ήταν τόσο συνδεδεμένη με την εικόνα της, ώστε πολλοί Βρετανοί αστειεύονταν πως «η βασίλισσα δεν είναι ποτέ χωρίς αυτήν – ακόμα κι αν δεν τη φοράει, υπάρχει στο πορτοφόλι μας».
Η τιάρα Vladimir
Από τα πιο διάσημα και εντυπωσιακά κοσμήματα της συλλογής της Ελισάβετ, με μια ιστορία που ξεκινά από την τσαρική Ρωσία και φτάνει μέχρι τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Αποτελείται από 15 διαμαντένιους κρίκους σε σχήμα στεφανιού, μέσα στους οποίους κρέμονται εναλλάξ μαργαριτάρια ή σμαράγδια.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η ευελιξία: μπορεί να φορεθεί με τα μαργαριτάρια, με τα σμαράγδια ή ακόμη και χωρίς κανένα από τα δύο, προσαρμοζόμενη στη στιγμή. Δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για τη μεγάλη δούκισσα Μαρία Πάβλοβνα της Ρωσίας. Μετά την Επανάσταση του 1917, η τιάρα διασώθηκε βγαίνοντας λαθραία από την Αγία Πετρούπολη μέσα σε κουτιά που έβγαλε από τη χώρα ένας Βρετανός πράκτορας. Τελικά αγοράστηκε από τη βασίλισσα Μαρία, γιαγιά της Ελισάβετ, και πέρασε κληρονομιά στην εγγονή της.
Ήταν από τις πιο συχνά φορεμένες «μεγάλες τιάρες» της, ιδίως σε επίσημα δείπνα και επισκέψεις με υψηλό διπλωματικό βάρος. Προτιμούσε τα μαργαριτάρια για πιο κλασική, διακριτική εικόνα· τα σμαράγδια τα φορούσε σε περιπτώσεις που ήθελε να δώσει μια πιο εντυπωσιακή νότα. Είναι η τιάρα που συχνά συνδύαζε με το περίφημο «σετ σμαραγδιών του Κέμπριτζ», που επίσης είχε κληρονομήσει – τιάρα, κολιέ, σκουλαρίκια, βραχιόλια, καρφίτσες, όλα φτιαγμένα για να φοριούνται μαζί. Όταν φωτογραφιζόταν με την τιάρα Vladimir, ο φακός συχνά έπιανε τα σμαράγδια να λαμπυρίζουν με πράσινες ανταύγειες τόσο έντονες, που φαίνονταν σαν μικρά φώτα. Η Vladimir ήταν γνωστή ως «party tiara», γιατί είχε την πιο θεατρική παρουσία σε δεξιώσεις. Εξαιτίας της ρωσικής της καταγωγής και της δραματικής της διάσωσης, συχνά θεωρείται το πιο «μυθιστορηματικό» κόσμημα του βασιλικού αρχείου.
2000s – Τα μαντίλια, τα tweeds και η χαλαρότητα
Εκτός καθηκόντων, η Ελισάβετ έγινε το απόλυτο πρότυπο για «κομψότητα και σικ για μέσα στο σπίτι». Ή μάλλον εκτός, στα λασπωμένα χωράφια. Με το μαντίλι δεμένο στο κεφάλι, τις ταρτάν καρό φούστες, τις καλοραμμένες μπότες.
Μια εικόνα τόσο χαρακτηριστική που σήμερα αποτελεί mood board για σχεδιαστές από τον Αλεσάντρο Μικέλε (που έφερε στην Gucci έναν εκρηκτικό, ρομαντικό μαξιμαλισμό, γεμάτο βίντατζ αναφορές) μέχρι τον Demna (που καθιέρωσε στον οίκο Balenciaga μια προκλητική, σχεδόν δυστοπική streetwear couture με υπερμεγέθεις σιλουέτες). Η Ελισάβετ είχε γίνει πλέον η αγαπημένη γιαγιά όλων και το «granny chic» που αναβίωσε στη μόδα έχει εκείνη για πρωτότυπο. Εκείνες οι εμφανίσεις της στο Μπαλμόραλ με τη «χωριάτικη εικόνα» της έγιναν τόσο εμβληματικές, που οι τουρίστες άρχισαν να αγοράζουν «τα μαντίλια της βασίλισσας» στα τοπικά μαγαζιά σουβενίρ. Η ίδια αστειευόταν ότι ήταν πιο γνωστή «με τα λασπωμένα παπούτσια της εξοχής» παρά με τις τιάρες.
Άντζελα Κέλι: Η προσωπική της σύμβουλος
Η Άντζελα Κέλι, εκείνη την περίοδο, γίνεται μια από τις πιο καθοριστικές φιγούρες στο τελευταίο κεφάλαιο του στιλ της Ελισάβετ – η προσωπική της σύμβουλος, η επιμελήτρια του στιλ και η επικεφαλής ενδυματολόγος της, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 έως τον θάνατό της.
Κόρη λιμενεργάτη και με καταγωγή από το Λίβερπουλ, η Κέλι δεν ήταν μια τυπική couturier του παλατιού, αλλά μια γυναίκα που γνώριζε απόλυτα την πρακτικότητα, την ψυχολογία και τις ανάγκες της «πελάτισσάς» της. Η Κέλι δημιούργησε μια σειρά από μονόχρωμα παλτό-φορέματα, συνδυασμένα με καπέλα σε αντίστοιχη απόχρωση, που έγιναν η στολή της βασίλισσας στις δημόσιες εμφανίσεις της. Τα υλικά ήταν προσεκτικά επιλεγμένα ώστε να αντέχουν ταξίδια, αλλαγές θερμοκρασίας και φωτογραφικά φλας. Η σχέση των δύο γυναικών βασίστηκε στην αμοιβαία εμπιστοσύνη – τόσο που η Ελισάβετ της επέτρεψε να δημοσιεύσει βιβλία με τα παρασκήνια της γκαρνταρόμπας της (κάτι σχεδόν αδιανόητο για το Παλάτι). Σε συνέντευξή της, είχε πει με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Η βασίλισσα μου επιτρέπει να σπάω τους κανόνες, αλλά ποτέ να σπάω την παράδοση».
Τα υφάσματα
Η Ελισάβετ δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ούτε καν τις μικρότερες λεπτομέρειες της γκαρνταρόμπας της. Οι δοκιμές των ρούχων της ήταν κάτι σαν εργαστήριο εφαρμοσμένης φυσικής στην υψηλή ραπτική. Υπήρχε, για παράδειγμα, η περίφημη δοκιμή «τσαλακώματος»: κάθε ύφασμα που προτεινόταν για φορέματα και παλτά έπρεπε πρώτα να ζουπηχτεί με τα χέρια, να διπλωθεί και να στραπατσαριστεί, ώστε να διαπιστωθεί αν θα τσαλακωνόταν εύκολα κατά τη διάρκεια μιας πολύωρης τελετής. Ο βασικός κανόνας ήταν απλός: τίποτα δεν έπρεπε να φαίνεται ταλαιπωρημένο ούτε έπειτα από ώρες ορθοστασίας ή χαιρετισμών. Για τις εξωτερικές εμφανίσεις, ειδικά σε χώρες με δυνατό αέρα, τα στριφώματα των φορεμάτων και των παλτών βάραιναν με αλυσίδες ραμμένες εσωτερικά, ώστε το ύφασμα να μη σηκώνεται ανεξέλεγκτα· μια έξυπνη λεπτομέρεια που εξασφάλιζε ότι η εικόνα της θα έμενε πάντα άψογη, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Εξίσου χαρακτηριστική ήταν η πρακτική της χρήσης αποθεμάτων υφασμάτων: κάθε φορά που δημιουργούταν ένα καινούργιο ρούχο, παραγγελλόταν επιπλέον ποσότητα από το ίδιο ύφασμα, για να είναι διαθέσιμο σε περίπτωση διόρθωσης, προσαρμογής ή ακόμα και επανάληψης του ενδύματος. Αυτό όχι μόνο διασφάλιζε τη συνέπεια στην εικόνα της, αλλά αποτελούσε και μια πρόωρη μορφή «βιώσιμης μόδας», με την έννοια ότι τα ρούχα της σχεδιάζονταν για να διαρκούν δεκαετίες.
Μια χαρακτηριστική σκηνή από τα παρασκήνια της συνεργασίας Ελισάβετ-Άντζελα Κέλι περιγράφεται σαν μικρή τελετουργία χρωμάτων. Η Κέλι συνήθιζε να φέρνει στη βασίλισσα δέσμες από υφάσματα σε διαφορετικές αποχρώσεις του ίδιου χρώματος – τρία κίτρινα, τέσσερα γαλάζια, δύο ροζ. Ποτέ μαύρο (μόνο σε περιπτώσεις πένθους). Η Ελισάβετ καθόταν με το γνωστό της ήρεμο βλέμμα και κρατούσε τα δείγματα στο φως της ημέρας, μπροστά σ’ έναν μεγάλο καθρέφτη. «Αυτό το κίτρινο είναι πολύ ήσυχο, δεν θα με δουν στο πλήθος», έλεγε, απορρίπτοντας ένα παστέλ. Ή, κοιτώντας ένα πιο τολμηρό πράσινο λάιμ, χαμογελούσε: «Με αυτό θα με βρει εύκολα η κάμερα». Η Κέλι κατέγραφε προσεκτικά τις προτιμήσεις της, γνωρίζοντας ότι πίσω από κάθε απόχρωση υπήρχε μια στρατηγική απόφαση. Η διαδικασία δεν ήταν απλώς επιλογή ρούχου· ήταν σχεδόν σαν πρόβα για μια πολιτική εμφάνιση, όπου ο τόνος του υφάσματος έπρεπε να μιλήσει πιο δυνατά από τις λέξεις.
Η ομπρέλα της βασίλισσας
Η Fulton «birdcage» ομπρέλα ήταν η επίσημη και αγαπημένη ομπρέλα της βασίλισσας Ελισάβετ, σχεδιασμένη ειδικά για εκείνη. Μια διάφανη, στρογγυλή ομπρέλα τύπου «κλουβί» (σε σχήμα θόλου που καλύπτει πλήρως το κεφάλι και τους ώμους), κατασκευασμένη από τη βρετανική εταιρεία Fulton, προμηθευτή της βασιλικής Αυλής. Κάθε ομπρέλα είχε προσαρμοσμένο χρωματιστό περίγραμμα που ταίριαζε ακριβώς με το χρώμα του outfit της ημέρας – είτε ροζ, είτε πράσινο, είτε μπλε. Έτσι, η βασίλισσα παρέμενε πλήρως ορατή στο κοινό ακόμη και μέσα στη βροχή, ενώ συνέχιζε τη «μονοχρωματική υπογραφή» του στιλ της. Λέγεται ότι η ίδια είχε επιμείνει στο διάφανο υλικό, γιατί δεν ήθελε ποτέ να κρύβεται το πρόσωπό της από τον κόσμο ή τους φωτογράφους. Οι ομπρέλες αυτές έγιναν τόσο εμβληματικές, που συχνά θεωρούνταν προέκταση του ίδιου του βασιλικού ενδυματολογικού κώδικα.
2010s – Η ποπ κουλτούρα αγκαλιάζει τη βασίλισσα
Όταν η βασίλισσα, για τα 90ά της γενέθλια φόρεσε το περίφημο φωσφοριζέ neon πράσινο παλτό, το διαδίκτυο ξετρελάθηκε. Οι χρήστες τη βάφτισαν «green screen Queen» (από το κινηματογραφικό πράσινο φόντο μπροστά στο οποίο γυρίζουν σκηνές οι ηθοποιοί και το οποίο στη συνέχεια αντικαθίσταται ψηφιακά με οποιοδήποτε άλλο σκηνικό).
Το ίντερνετ γέμισε με επεξεργασμένες φωτογραφίες όπου το παλτό της είχε μετατραπεί στα πάντα: από γαλαξία μέχρι πίτσα, μέχρι το λογότυπο του Netflix. Η Ελισάβετ πλέον είχε μετατραπεί σε χιλιάδες pop art εκδοχές και σε fashion meme. Το απλό, μονοχρωματικό της στιλ αποδείχτηκε τέλειος καμβάς για την κουλτούρα του ίντερνετ. Τα χρώματα όπως το neon πράσινο και το φλασάτο ροζ έγιναν σύμβολα «υψηλής ορατότητας», ενώ τα καπέλα έγιναν πιο μοντέρνα, σε μίνιμαλ γραμμή.
Τα αγαπημένα της loafers
Η βασίλισσα, όταν δεν φορούσε τις αγαπημένες της γαλότσες στην εξοχή, οπουδήποτε αλλού φορούσε τα loafers της Anello & Davide, ίσως το πιο σταθερό κομμάτι της «στολής» της. Ένα ζευγάρι παπουτσιών που έγινε σχεδόν τόσο εμβληματικό όσο και οι Launer τσάντες της. Κάθε ζευγάρι φτιαχνόταν στο χέρι από τεχνίτες της Anello & Davide, του μικρού λονδρέζικου οίκου που ιδρύθηκε το 1922 και έγινε γνωστός όχι μόνο για τη βασίλισσα αλλά και για πελάτες όπως οι Beatles (ναι, τα περίφημα «Beatle boots» των 60s ήταν δικά τους).
Τα αγαπημένα loafers της βασίλισσας ήταν κλασικά μαύρα, δερμάτινα, με χαμηλό τακούνι (περίπου 2,5 εκ.), στρογγυλεμένη μύτη και διακριτική αγκράφα. Είχαν κατασκευαστεί κατόπιν παραγγελίας ώστε να είναι ελαφριά, ευκολοφόρετα και ανθεκτικά στις πολύωρες δημόσιες εμφανίσεις. Αυτά ήταν το καθημερινό της υπόδημα, τόσο σε επίσημα καθήκοντα με ταγέρ όσο και στις πιο χαλαρές στιγμές. Η Ελισάβετ είχε δεκάδες ζευγάρια, όλα ίδια σχεδόν, για να διατηρεί τη συνέπεια στο στιλ της. Μάλιστα, διέθετε μια ομάδα δύο βοηθών που είχαν ως καθήκον να «σπάνε» τα καινούρια loafers της φορώντας τα μέσα στο παλάτι, ώστε να μην ταλαιπωρηθεί ποτέ εκείνη με άβολες πρώτες χρήσεις. Η εταιρεία διατήρησε μέχρι τέλους το ειδικό πατρόν της βασίλισσας, φτιάχνοντας παπούτσια αποκλειστικά για εκείνη. Λέγεται ότι σε διάστημα δεκαετιών φόρεσε πάνω από 200 ζευγάρια Anello & Davide loafers, αλλά πάντοτε στο ίδιο ακριβώς σχέδιο – ένα απόλυτο μάθημα στο πώς η συνέπεια γίνεται στιλ.
Όχι στις γούνες
Η σχέση της Ελισάβετ με τη γούνα υπήρξε μακρά και χαρακτηριστική, καθώς από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας της τα γούνινα τριμαρίσματα στα παλτό και οι ερμίνες στις επίσημες ενδυμασίες ήταν σχεδόν συνώνυμες με την εικόνα της μοναρχίας.
Οι γούνινες επενδύσεις θεωρούνταν παραδοσιακό κομμάτι του βασιλικού ενδυματολογικού κώδικα, κυρίως για κρατικές τελετές και δημόσιες πομπές. Ωστόσο, το 2019 το Παλάτι ανακοίνωσε επίσημα ότι η βασίλισσα δεν θα φορούσε πλέον πραγματική γούνα για τις δημόσιες εμφανίσεις της, παρά μόνο ψεύτικη. Η απόφαση αυτή ήταν ιστορική – όχι μόνο γιατί συμβάδιζε με τις νέες ηθικές ευαισθησίες για τα δικαιώματα των ζώων, αλλά και γιατί έδειξε ότι ακόμη και ένας θεσμός βαθιά ριζωμένος στην παράδοση μπορούσε να προσαρμοστεί στην εποχή. Η είδηση ήρθε διακριτικά μέσα από το βιβλίο της Άντζελα Κέλι «Η άλλη πλευρά του νομίσματος», με μια μικρή φράση που έγινε διεθνής είδηση. Ένα από τα πρώτα παλτό που «μετατράπηκαν» ήταν ένα μπλε outfit για την Ημέρα Μνήμης: τον πραγματικό γούνινο γιακά αντικατέστησε ένας τεχνητός. Όσο για τα βίντατζ γούνινα κομμάτια της συλλογής της, δεν πετάχτηκαν· απλώς δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε νέες εμφανίσεις.
2020s – Το τελευταίο κεφάλαιο
Στα τελευταία χρόνια της, η σταθερότητα της εμφάνισής της –το παλτό, το καπέλο, το χαμόγελο– λειτούργησαν σαν μια ήρεμη σταθερά σ’ έναν κόσμο που φλεγόταν από κρίσεις. Το στιλ της έγινε σχεδόν υπερβατικό: η εικόνα της βασίλισσας σε ροζ ή γαλάζιο ήταν μια υπενθύμιση συνέχειας. Στην τελευταία της δημόσια εμφάνιση στο μπαλκόνι του Μπάκιγχαμ φορούσε μπλε του ουρανού. Το προσωπικό του παλατιού αποκάλυψε ότι το είχε διαλέξει η ίδια, λέγοντας απλά: «Θέλω να είναι χρώμα ελπίδας». Η συνεργασία της με την Άντζελα Κέλι αλλά και με τον σχεδιαστή Στιούαρτ Πάρβιν καθόρισε το τελευταίο, ώριμο κεφάλαιο του στιλ της. Ο Πάρβιν, πιο «couturier» στη γραμμή του, σχεδίαζε απλούστερες, κομψές σιλουέτες, πιο ίσια φορέματα, καθαρές γραμμές, λιγότερα διακοσμητικά στοιχεία, ιδανικά για επίσημες εκδηλώσεις. Ο ίδιος είχε αποκαλύψει ότι η βασίλισσα ήθελε οι φόρμες των ρούχων της να είναι «άνετες για να κινείται γρήγορα» και αστειευόταν λέγοντας πως «η Αυτής Μεγαλειότητα δεν θέλει ποτέ να νιώθει παγιδευμένη στο ύφασμα». Οι σχολιαστές μόδας μπορούσαν να ξεχωρίσουν με την πρώτη ματιά ποιος είχε σχεδιάσει κάθε outfit: τα ρούχα του Πάρβιν ήταν τα πιο «ήσυχα», της Κέλι τα πιο «φωτεινά και γιορτινά». Το τελευταίο outfit της βασίλισσας που φωτογραφήθηκε δημοσίως (στο Μπαλμόραλ, λίγο πριν από τον θάνατό της) ήταν ένα καρό σύνολο Κέλι σε μπλε και πράσινες αποχρώσεις· ένα συμβολικό κλείσιμο, καθώς το Μπαλμόραλ ήταν το πιο οικείο της μέρος.
Η έκθεση «Η βασίλισσα Ελισάβετ Β': Η ζωή της μέσα από το στιλ της»
Η νέα έκθεση «Queen Elizabeth II: Her Life in Style» στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ (άνοιξη - φθινόπωρο 2026) φέρνει στο φως την ιστορία της βασίλισσας μέσα από το τεράστιο αρχείο μόδας που άφησε πίσω της. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες συλλογές βρετανικής μόδας του 20ού αιώνα: φορέματα, κοσμήματα, καπέλα, παπούτσια και αξεσουάρ, μαζί με πρωτότυπα σχέδια, δείγματα υφασμάτων και χειρόγραφες σημειώσεις που αποκαλύπτουν πόσο στενά συμμετείχε η ίδια στη δημιουργία της γκαρνταρόμπας της.
Η διαδρομή ξεκινά με το ασημένιο φόρεμα που φόρεσε οκτώ χρονών ως παράνυμφος σε βασιλικό γάμο και κορυφώνεται με τα εμβληματικά σχέδια του Νόρμαν Χάρτνελ: το νυφικό του 1947 και το φόρεμα της στέψης του 1953. Στην πορεία παρουσιάζονται και οι αλλαγές των δεκαετιών – από τις εντυπωσιακές τουαλέτες των 50s και 60s, μέχρι τα πιο ανάλαφρα και χρωματιστά ρούχα των 70s, αλλά και το «καθημερινό» στιλ της βασίλισσας με τα τουίντ και τα μαντίλια στο κεφάλι.
Η επιμελήτρια Κάρολαϊν ντε Γκιτό τονίζει ότι το αρχείο δείχνει όχι μόνο την αισθητική, αλλά και τη στρατηγική πίσω από τα ρούχα: η Ελισάβετ Β΄ γνώριζε καλά τη δύναμη της μόδας ως εργαλείο διπλωματίας και δημόσιας εικόνας. Έτσι, κάθε ένδυμα είναι και μια μικρή σελίδα ιστορίας.
Info:
Queen Elizabeth II: Her Life in Style
King’s Gallery, Buckingham Palace
Άνοιξη - Φθινόπωρο 2026
Η διάθεση των εισιτηρίων ξεκινά τον Νοέμβριο.
Δειτε περισσοτερα
Χρώματα στους τοίχους και στα έπιπλα - Ο απόλυτος οδηγός ψυχολογίας
Μια συζήτηση για την πατρότητα, τον αποχωρισμό και την απουσία που μεταμορφώνεται σε φωτογραφία
Η διεθνούς φήμης ερμηνεύτρια έρχεται στην Ελλάδα
Ανέβα Θεσσαλονίκη, προλαβαίνεις!
Μιλήσαμε με τον γνωστό εικαστικό για την νέα του έκθεση στο Nyx Esperia Hotel