Μόδα: Ζούμε στην εποχή της αποθέωσης της κακογουστιάς;

Γιατί φοβόμαστε πια να πούμε ότι κάτι είναι απλώς… άσχημο

Γιατί η σύγχρονη μόδα μοιάζει να αποθεώνει την υπερβολή εις βάρος της καλαισθησίας

Ξεκινώντας με αυτό το ερώτημα, δεν μένει παρά να δώσουμε μια απάντηση: Και ναι και όχι. Δεν ξυπνήσαμε όλοι μια μέρα και είπαμε «σήμερα είναι μια καλή μέρα για να είμαι κακόγουστος» αλλά κάπως συλλογικά αποφασίσαμε να ντρεπόμαστε να πούμε  για κάποιο fashion trend ότι είναι κακόγουστο ή ότι έστω… πονάνε τα μάτια μας βλέποντάς το!

Αισθάνομαι ότι τα τελευταία χρόνια η λέξη «καλαισθησία» μοιάζει σχεδόν προσβλητική, η ομορφιά θεωρείται ύποπτη, και η έννοια της «πρωτοπορίας» έχει μετατραπεί σε άλλοθι για κάθε αισθητική υπερβολή. Κάποτε, το να δημιουργείς κάτι άσχημο δεν ήταν επίτευγμα, δεν σου έδινε κανείς συγχαρητήρια, ήταν απλώς ένα λάθος, και μάλιστα κρινόσουν αυστηρά γι’ αυτό. Σήμερα, όμως, η ασχήμια έχει βαφτιστεί «conceptual», «ανατρεπτική», «edgy», «avant-garde», «πολιτική». Και το αποτέλεσμα είναι ένας πολιτισμός που μοιάζει να έχει χάσει κάθε αισθητικό μέτρο.

Η πιο χαρακτηριστική ίσως απόδειξη αυτής της τάσης ήρθε τον προηγούμενο μήνα με την επίδειξη μόδας του Jean Paul Gaultier από τον Duran Lantink (η πρώτη του εμφάνιση με τον οίκο) για τη ready-to-wear συλλογή Άνοιξη 2026. Ένα συνονθύλευμα παραμορφωμένων σιλουετών, αποδομημένων ρούχων, υφασμάτων που θύμιζαν περισσότερο ανακύκλωση παρά έμπνευση, και styling που παρέπεμπε σε ένα μείγμα post-apocalyptic trash και επιδεικτικής αδιαφορίας. Το αποκορύφωμα σε όλο αυτό ήταν οι ολόσωμες naked φόρμες που μόνο σκοπό είχαν την πρόκληση. Ή, πιθανόν, ο οίκος να ήθελε να κάνει κάποιου είδους κοινωνικό πείραμα… Τα μοντέλα έμοιαζαν περισσότερο με performance art εγκατάσταση παρά με παρουσίαση ρούχων. Κι όμως, η συλλογή χαρακτηρίστηκε από μερίδα του Τύπου ως «ένα μανιφέστο ενάντια στην τυραννία της ομορφιάς». Δηλαδή, ας αρχίσουμε να ντυνόμαστε σκουπιδοσακούλες.

Κάποτε, όμως, ο Gaultier, ο Mugler, ο Galliano, ο McQueen, μπορούσαν να σοκάρουν χωρίς να γίνονται κακόγουστοι κι αυτό ήταν edgy, stylish και τα cool girls των 80s και των 90s τους λάτρευαν γιατί τις λάτρευαν κι εκείνοι. Ο Gaultier έπαιζε με την υπερβολή, τους κορσέδες (για παράδειγμα, η Madonna στο Blond Ambition) και ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για τη διαφορετικότητα του σώματος χωρίς να θυσιάζεται η αισθητική. Ο οίκος αυτού του σχεδιαστή παρουσίασε ένα τσίρκο στο οποίο προσπάθησε να ξαναζωντανέψει τη μαρινιέρα, την οποία είχε αποθεώσει στην κολεξιόν του 1983. Η πρόκληση είχε αισθητικό βάθος. Οι αναφορές ήταν θεατρικές, γλυπτικές, συχνά σκοτεινά ποιητικές, αλλά πάντοτε υπήρχε δομή, ισορροπία, μια μορφή που υπηρέτησε την υπέρβαση. Η «άσχημη ομορφιά» τότε ήταν επιλογή, όχι δικαιολογία.

Πλέον στη μόδα όλα πρέπει να είναι ρευστά και κυρίως τα φύλα. Η αντρική μόδα σπάνια πλέον απευθύνεται σε straight άντρες, σαν να πρέπει να τους «μισούμε». Οι γυναικείες σιλουέτες δεν αποθεώνονται πλέον όπως συνέβαινε επί Dior, Yves Saint Laurent, Gianni Versace, Halston, Azzedine Alaïa. Αντίθετα, διακωμωδούνται και μοιάζουν με τερατουργήματα.

Σήμερα, η κοινωνία της υπερευαισθησίας, του καταναγκαστικού woke και του φόβου απέναντι στην κριτική έχει κάνει την κακογουστιά σχεδόν αξία. Οποιοσδήποτε τολμήσει να πει πως κάτι είναι άσχημο κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ελιτιστής, snob, posh, «εκτός εποχής» ακόμα και φοβικός. Η αδυναμία να ξεχωρίσουμε το αισθητικά επιμελημένο από το απλώς κακόγουστο δεν είναι ουδετερότητα ούτε κάτι το τρομερά προχωρημένο που εγγυάται το ότι οι άλλοι θα μας παραδεχτούν για το openmindness μας και τη συμπεριληπτικότητά μας. Είναι σύμπτωμα πολιτισμικής κόπωσης.

Οι κοινωνικές αιτίες αυτής της μετατόπισης είναι πολυσύνθετες. Από τη μία, η εμπορευματοποίηση της «διαφορετικότητας»: καθετί παράξενο βαφτίζεται αυτόματα «τολμηρό» κι είναι απαραίτητο να το αποδεχτούμε αδιαπραγμάτευτα και, κυρίως, αδιαμαρτύρητα. Από την άλλη, η κουλτούρα που έχει καλλιεργηθεί στο Instagram και στο TikTok, η οποία επιβραβεύει ό,τι τραβάει την προσοχή έστω και για τρία δευτερόλεπτα είτε είναι ωραίο είτε όχι. Προσθέστε και την πολιτική ορθότητα, που έχει καταργήσει τη δυνατότητα αισθητικής κρίσης/γνώμης και το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος όπου όλα πρέπει να είναι «ενδιαφέροντα», κανένα όμως πραγματικά όμορφο.

Ακόμα και στη γλώσσα έχει αλλάξει ο τρόπος που μιλάμε για την ομορφιά. Λέξεις όπως «κομψό», «αρμονικό» ή «εκλεπτυσμένο» έχουν αντικατασταθεί από λέξεις όπως «τολμηρό», «ασυνήθιστο», «weird». Η ασχήμια έγινε lifestyle και η καλαισθησία ένα είδος ενοχής. Γιατί η ομορφιά, όσο κι αν προσπαθούμε να τη σχετικοποιήσουμε, δεν είναι υποκειμενική. Υπάρχουν αντικειμενικά μέτρα που εκφράζουν την αρμονία, την ισορροπία, τη συνθετική λογική. Το μάτι, όσο και να εκπαιδευτεί να «δέχεται τα πάντα», δεν παύει να αντιλαμβάνεται το ακαλαίσθητο. Η λέξη «κάλλος» υπάρχει από την αρχαιότητα για να αναδεικνύει το μοναδικό και να το αποθεώνει.

Ίσως, λοιπόν, η επιστροφή στην καλαισθησία να είναι η πραγματική επανάσταση του καιρού μας. Όχι μέσα από την ομοιομορφία, αλλά μέσα από την ευγένεια του βλέμματος. Να ξαναμάθουμε να ξεχωρίζουμε το όμορφο από το πρόχειρο, το πρωτότυπο από το κακόγουστο. Δεν μιλάμε για φίμωση της δημιουργίας αλλά για μια μορφή σεβασμού απέναντι στον θεατή, στον χώρο και στην έννοια του ωραίου!