Σήμερα τα αδελφάκια μου γίνονται 15 χρονών!
Η Μυρτώ Κοντοβά αποφασίζει να φτιάξει «ρεβίθια χονδρά» αφού πρώτα ρωτήσει τη μαμά της για τις λεπτομέρειες. Τα όσπρια ήταν πάντα υπόθεση για δυνατούς λύτες!
Aν οι μαμάδες έβλεπαν με τι τα βγάζουμε πέρα όλες εμείς οι «άμυαλες» κόρες τους κάθε μέρα, πάω στοίχημα ότι θα κρέμαγαν τις κουτάλες για πάντα.
Η αφορμή ήταν τα ρεβίθια. Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι για να φτιάξει κανείς ρεβίθια, πρέπει να έχει πολλά πτυχία στην τσέπη. Το ίδιο ίσχυε και για τις φακές. Kαι για τα φασόλια. Γενικά, σε ό,τι είχε να κάνει με βαθμό δυσκολίας μαγειρέματος, τα όσπρια ήταν υπόθεση για δυνατούς λύτες. Θυμάμαι τη μαμά μου να τα βάζει αποβραδίς στο νερό για να φουσκώσουν, κι εμένα να την παρακολουθώ χάσκοντας από θαυμασμό που μαγείρευε τόσο περίπλοκα φαγητά.
Μια μέρα της είπα «θέλω να μάθω κι εγώ να φτιάχνω», εκείνη κούνησε το κεφάλι με ύφος λες και πήγαινε στην αργοναυτική εκστρατεία και είπε «ξεκίνα από κάτι εύκολο, αυτό δε θα το καταφέρεις, θέλει ολόκληρη διαδικασία». Και ξεκίνησα από κάτι εύκολο. Το ντιλιβεράδικο της περιοχής. Όταν έδωσε ο Θεός και μετακόμισα, άρχισα και τις πρώτες σοβαρές απόπειρες μαγειρικής. Και με περισσή συγκίνηση ξαναθυμήθηκα τα παλιά, καλά ρεβίθια, το μεγάλο ταμπού μου.
Αλλά ήταν η δεύτερη φορά που έφαγα πόρτα. Διότι τηλεφώνησα στη μαμά με μια μικρή, δειλή ελπίδα στην καρδιά, κι εκεί που μιλούσαμε για τον καιρό της πέταξα στο ξεκάρφωτο ένα «πώς φτιάχνονται τα ρεβίθια;», αλλά καλύτερα να τη ρωτούσα πώς φτιάχνεται η πυρίτιδα. «ΠOIA PEBIΘIA;» φώναξε απ’ την άλλη άκρη του σύρματος. Eεεε, αυτά τα γνωστά, τα παραδοσιακά, τα ρεβίθια σούπα. «Eίσαι καλά; Θα κάνεις μια κουζίνα χάλια, άσε που θέλουν προσοχή στο βράσιμο–θα σου γίνουν σκληρά και θα τα πετάξεις! Ξεκίνα από κάτι πιο εύκολο». Άντε πάλι.
Τι να ’κανα κι εγώ, ευνουχισμένη μαγείρισσα γαρ, έφτιαξα μια ομελετίτσα και την έφαγα. Και από τότε, τσιμουδιά. Kιχ. Και πέρναγαν τα χρόνια. Και πήγαινα ταξίδια. Και έκανα δουλειές. Και χτύπαγα κασέ. Και αναλάμβανα θέσεις. Και βίδωνα χαλασμένες πρίζες. Και το ντουί του φωτιστικού. Και περνούσα υπόγειες διαβάσεις 2 η ώρα το πρωί. Και γνώριζα άντρες. Και μαγείρευα χοιρινά με δαμάσκηνα, κατσικάκια στη γάστρα, σκαλοπίνια με μανιτάρια και κρέμα. Αλλά το ταμπού, ταμπού.
Aν οι μαμάδες έβλεπαν με τι τα βγάζουμε πέρα όλες εμείς οι «άμυαλες» κόρες τους κάθε μέρα, πάω στοίχημα ότι θα κρέμαγαν τις κουτάλες για πάντα. Και θα μας δήλωναν σεβασμό και ευλάβεια. Και πολύ καλά θα έκαναν. Συγκρουόμαστε με διευθυντές, διεκδικούμε αυξήσεις, αναλαμβάνουμε ευθύνες που θα έκαναν τους άντρες των προηγούμενων γενεών να τρέμουν, επιβιώνουμε λυσσαλέα σε ένα βαθιά ανδροκρατούμενο επαγγελματικό σύστημα, γυρίζουμε σπίτι πτώματα στην κούραση, πάμε γυμναστική, πάμε ψυχανάλυση, ζούμε μόνες, συντηρούμε τα «νοικοκυριά» μας, συντηρούμε την εικόνα μας, επιζούμε από τοξικά, απερίγραπτα γκομενικά, αλωνίζουμε στις αρένες σαν πυγμάχοι.
Και κατά τα άλλα είμαστε οι ανώριμες κόρες των ώριμων γονιών μας, που παρακολουθούν τη ζωή μας ξύνοντας επιτιμητικά το μούσι τους. Και μας κάνουν κριτική από τους καναπέδες. Η μαμά κι ο μπαμπάς. Που τηλεφωνούν όποτε τους καπνίσει γιατί ανησυχούν για το πότε επιτέλους θα συμμαζευτούμε και θα βάλουμε μυαλό. Aς γελάσω.
Το φαινόμενο είναι άξιο απορίας –μια εντελώς γκροτέσκα κατάσταση. Απ’ τη μια, η εικόνα που έχουν οι γονείς μας για μας και ο ρόλος που φυσικά συνεχίζουμε να παίζουμε μαζί τους. Απ’ την άλλη, αυτό που είμαστε στην καθημερινότητά μας. Σαν την Aλίκη στη Xώρα των Θαυμάτων, μικραίνουμε και μεγαλώνουμε κατά το δοκούν. Πτυσσόμενες.
Από οικογενειακές ιστορίες φίλων και γνωστών, αλλά και από προσωπική εμπειρία ασφαλώς, ξέρω ότι ελάχιστοι είναι οι γονείς που μπορούν να διακρίνουν την πραγματικότητα και να την ξεχωρίσουν απ’ τη φαντασία σε σχέση με τα παιδιά τους. Επίσης πολύ σπάνια μπορούν να δουν την πορεία και την πραγματική ηλικία μας σε κάθε χρονική στιγμή.
Όχι ότι το κάνουν επίτηδες, έτσι κι αλλιώς οι σχέσεις είναι οικοδομήματα, χτίζονται πέτρα πέτρα και σε κανέναν δεν αρέσει να βλέπει αλλαγές που σημαίνουν ότι το οικοδόμημά του κινδυνεύει να καταρρεύσει. Διότι δεν ξέρουν ότι κάτι που αλλάζει, δεν καταρρέει απαραίτητα. Κοινώς ζουν σε παγωμένο χρόνο. Πλανήτης Kρύπτον. Απ’ τον οποίο μου τηλεφώνησε η μαμά μου πριν από λίγες μέρες σε απευθείας σύνδεση. Πέτυχε διάνα.
Την προηγούμενη μέρα είχα πάει σούπερ μάρκετ και ανάμεσα στα άλλα, είχα αγοράσει κρυφά το μαγικό σακουλάκι που έγραφε απ’ έξω «ρεβίθια χονδρά», κοιτάζοντας αριστερά-δεξιά μη με πάρει κάνα μάτι. Μετά πήγα σπίτι και τα έβαλα στο νερό όπως έγραφαν οι οδηγίες από πίσω. Και την άλλη μέρα τα μαγείρεψα βάζοντας παράλληλα πλυντήριο και γράφοντας τη στήλη μου για την Athens Voice.
Και έγιναν σούπερ, ω, ναι, έγιναν σούπερ τα γαμορεβίθια, με λάδι, λεμόνι, αλάτι και μία κουταλιά της σούπας σόδα, και τα έβαλα και τα έφαγα ευδαιμονώντας. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή πήρε η μαμά. Oκ, είπα μέσα μου, την πάτησες αγρίως, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, ετοιμάσου να μετανιώσεις πικρά για την ευνουχισμένη μαγείρισσα που καταδίκασες να ζει τόσα χρόνια με εφιάλτες οσπρίων.
«Tι κάνεις;» με ρώτησε τρυφερά. «Kαλά». «Tι έφαγες;» Πήρα το χαλαρό. «Δεν ήξερα τι να φτιάξω και τελικά έκανα ρεβίθια...» Εδώ σε θέλω. Άρπα τη. Pουά. Και τότε η μαμά μου έκανε Mατ. «A, μπράβο, άμα σου περισσέψουν φέρε μου, πολύ τα πεθύμησα...» απάντησε χαρούμενη. Όπου και να ταξιδέψω, τα ρεβίθια με πληγώνουν.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2012