Brad Pitt: Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος
Μόνο αγάπη για το πιο cool αρσενικό του Χόλιγουντ
«Ακούμπησε τα δάκτυλα πάνω στο πρόσωπό του. Άγγιξε ευλαβικά τα μισάνοιχτα χείλη, χάιδεψε απαλά τα κοντά ατημέλητα μαλλιά, περιεργάστηκε την ουλή στο δεξί φρύδι. Δάγκωσε με συστολή την άκρη του αντίχειρά της και έκλεισε τα μάτια ευτυχισμένη. Εκείνος ήταν πια δικός της». Σοβαρομιλάτε όταν λέτε ότι δεν αναγνωρίζετε τους πρωταγωνιστές της φαντασίωσης; Εκείνη είναι εσύ, κυρία μου. Εκείνος ο ένας και μοναδικός, ο Μπραντ Πιτ ο θεός, που πάντα ήταν ωραίος και πλέον είναι και ελεύθερος.
Το αντικείμενο του πόθου μας, φίλες μου, γεννήθηκε σ’ ένα χωριό του αμερικανικού Νότου –την Οκλαχόμα για την ακρίβεια –Τετάρτη μεσημέρι (δεν κάνω πλάκα) και στις 18 Δεκέμβρη τουτουνού του έτους θα καβατζάρει τα πενήντα τρία. Τσακαλάκι από μικρός, αποδεικνύει ήδη από τα σχολικά χρόνια την πολυδιάστατη προσωπικότητά του. Μέσα σε όλα είναι ο δικός μας: καλός μαθητής, αρχηγός κινητοποιήσεων, οργανωτής θεατρικών παραστάσεων, δεινός ρήτορας, πρώτος αθλητής, εκπληκτικός τραγουδιστής, πρόεδρος δεκαπενταμελούς ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Οι γονείς, αν και καθήμενοι ορθώς σκεπτόμενοι, πιέζουν το παιδί να γραφτεί στο πανεπιστήμιο, ώστε, όταν μεγαλώσει, να γίνει φτωχός πλην τίμιος και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε ο Τοξότης μας, μήπως Πανελλαδικές θα δώσω; Γράφτηκε λοιπόν για να παρακολουθήσει μαθήματα δημοσιογραφίας και διαφήμισης στο Πανεπιστήμιο του Μιζουρίου. Καλό το «τίμιος και χρήσιμος», αλλά το «φτωχός» δεν ταιριάζει με το χαρακτήρα και κυρίως τη φάτσα που ’χω, διαπίστωσε σύντομα ο ψυχουλίνος μας, οπότε εγκαταλείπει και τη δημοσιογραφία και τη διαφήμιση και κάτι ξετσίπωτες συμφοιτήτριες που τον πολιορκούσαν απροκάλυπτα εκείνο τον καιρό. Αποχωρεί λαθραία και διακριτικά για Λος Άντζελες μεριά, όπου το μωρούλι μας εργάζεται νυχθημερόν για μερικά ψωροδολάρια.
Οι αξίες αργά ή γρήγορα αναγνωρίζονται. Να `σου ο καλός μας στο «Ντάλας» και σε άλλες ηθικοπλαστικές οικογενειακές τηλεοπτικές σειρές, ενώ κολλητά και σε μηδέν προωθείται και σε μαθητοκολεγιακές ταινίες. Ο τζουτζούκος μας βέβαια δεν έχει μπει ακόμα στα κυκλώματα και παίζει τρίτους, τέταρτους, νιοστούς ρόλους.
Το καλοσχηματισμένο κορμί του και ειδικά το τμήμα από τη μέση και κάτω δεν περνά απαρατήρητο. Διαφήμιση για τη Levi’s, και η πρώτη ευρεία αναγνώριση των υποκριτικών προσόντων για το λουκουμάκι μας.
Καπάκι ο δεκατετράλεπτος ρόλος ληστή στο «Θέλμα και Λουίζ», απανωτά το πρώτο γκλαμουράτο ειδύλλιο με κείνο το ερπετό, την Τζίνα Ντέιβις. «Παλιοχαρακτήρας ήταν και της φέρθηκε σκληρά» το πιρπιρίνι μας, που λέει και το τραγούδι, αλλά της έμαθε και κάνα δυο κόλπα, ξέρετε από αυτά τα αισχρά και άσεμνα, ήρθε και χαμογέλασε το χειλάκι της κατάπτυστης (δεν ντρέπεται, παντρεμένη γυναίκα) λίγο πριν φουντάρει στο γκρεμό.
Το `92 ήταν δίσεκτο μόνο για μας τους κοινούς θνητούς, γιατί η καρδούλα μας γύρισε όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις ταινίες: «Johnny Suede» (μια αξιόλογη ταινία που αντιδιαστέλλει παραστατικά τον ονειρικό κόσμο «των φώτων της ράμπας» με τη σκληρή καθημερινότητα), «Cool World» (ένα καρτουνιστικό, σε στιλ Ρότζερ Ράμπιτ, εγχείρημα του Ραλφ Μπάγκσι), «Το Ποτάμι Κυλά Ανάμεσά μας» (από τις πρώτες σκηνοθετικές προτάσεις του Ρόμπερτ Ρέντφορντ με κάποια τμήματα επικινδύνως νανουριστικά). Το τζιέρι μας υποδύεται με αριστοτεχνικό τρόπο, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, αντίστοιχα έναν τραγουδιστή της ποπ, έναν αστυνομικό κι έναν προβληματικό μικρό αδελφό.
Από το `93 και μετά κόβει οριστικά τα γούτσου γούτσου. Στο «Καλιφόρνια» το ζουζούνι μας είναι ένας αδίστακτος ψυχοπαθής δολοφόνος. Εμείς τον ανακηρύξαμε παμψηφεί αθώο, γιατί ξέραμε ποιος πραγματικά έφταιγε. Η σιχαμένη η Τζουλιέτ Λούις τον παρέσυρε. Αχτένιστο αναγκαζόταν να στήνεται μπροστά στην κάμερα το σπουργιτάκι μας στο σεναριακά ταραντινικό «True Romance», ώσπου άλλαξαν τα πράγματα. Πλύθηκε, χτενίστηκε, στολίστηκε, φόρεσε το τακουνάκι του και βγήκε να δώσει «Συνέντευξη». Παραήταν πειστικός ως βρικόλακας με ομοφυλοφιλικές τάσεις εκείνος, στα καρφιά εμείς, αφού το σαλάχι ο συμπρωταγωνιστής του (ο Τομ Κρουζ ντε) υπήρξε δύσκολος αντίπαλος.
Ξεπερνάμε αλώβητες και αυτή την κρίση και βουρ για «Legends of the Fall». Η ταινία, μια συρραφή δραματικών επεισοδίων με έναν πάντα πρωταγωνιστή, είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ροδινιού μας. Στα πολύ θετικά στοιχεία της ταινίας συγκαταλέγονται η ξανθιά σαντρέ μακριά κόμη της λατρείας μας, η στιγμιαία προβολή των γλουτών του (Θεέ μου, σχώραμε) και η αυτοκτονία της λυσσάρας Όρμοντ. (Αρσενικό για αρσενικό δεν άφησε στην οικογένεια. Ο Χόπκινς στο παρά τσακ τη γλίτωσε, γιατί το εγκεφαλικό του άφησε κουσούρι. Αλλιώς…). Το 1995 το μανουλομάνουλό μας ανακηρύσσεται «πιο σέξι εν ζωή άνδρας» από το αμερικάνικο περιοδικό «People». Για να το λένε κάτι θα ξέρουνε, έγκυροι άνθρωποι. Εμείς πάντως προσωπική γνώμη δεν μπορούμε να εκφέρουμε (σνιφ).
Το «Seven» θα είναι σταθμός στην καλλιτεχνική πορεία του. Περισσότερος γοητευτικός και πειστικός από ποτέ, δίπλα στο Μόργκαν Φρίμαν, είναι ο υπεροπτικός και ενθουσιώδης αστυνομικός που κυνηγά έναν ευφυέστατο και υπερασπιστή της ηθικής δολοφόνο. Στο πλευρό του τόσο στο σελιλόιντ όσο και στη ζωή η άνοστη Γκουίνεθ Πάλτροου. Στην ταινία ευτυχώς βρέθηκε ένας στην κυριολεξία καλός χριστιανός και την ξεπάστρεψε. Στη ζωή όμως δυο χρόνια το παίδευε το γιαβρί μας. Προτάσεις γάμου αυτός, αρνήσεις αυτή. «Θα παντρευτούμε, βρε Μπραντούλη μου. Όπου να `ναι τελειώνω το τελευταίο σεμεδάκι. Έτσι θα παντρευτώ, χωρίς προικιά;» Φαίνεται ότι η ξενέρω ως σύγχρονη Πηνελόπη το ξήλωνε τη νύχτα το σεμεδάκι, γιατί γάμος δεν συνήφθη ποτέ.
Στα διλήμματα μπήκαμε με τους «Δώδεκα Πιθήκους» και μην το αρνείστε. Λίγο που ο Μπρους Γουίλις σουφρώνει το χειλάκι κι εμείς πέφτουμε τ’ ανάσκελο, λίγο που το μανάρι μας ενσάρκωνε έναν φιλόζωο που χρωστούσε της Μιχαλούς, προβληματιστήκαμε οι γυναίκες. Ποιον να διαλέξω; ακουγόταν από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης το βασανιστικό ερώτημα. Τον «Τρομοκράτη», τον «Τρομοκράτη», αντήχησε η απάντηση το 1996. Όχι, δεν θα πάρουμε, ανταπαντήσαμε χορωδιακά. Ενώ στο «Sleepers», το οποίο προηγήθηκε, ο άγγελός μας ήταν κάτι παραπάνω από συμπαθητικός, ως Τρομοκράτης μας «χάλασε» με την κόμμωση δεκαετίας `70 (χαιτέος) και το υπερβολικά ιρλανδικό αξάν.
Φιλότιμη η περδικούλα μας, αποσύρεται «Επτά ολόκληρα Χρόνια στο Θιβέτ» για να μας ζητήσει συγχώρεση ενώπιον Δαλάι Λάμα και ανθρώπων. Τότε χωρίζει με τη στρίγκλα. Σκεφτόμαστε ταυτόχρονα: πρέπει να σταθώ στο πλάι του, να τον παρηγορήσω, να απαλύνω τον πόνο του. Ετοιμάζουμε βαλίτσες, κόβουμε εισιτήρια, αλλά δεν προλαβαίνουμε να αποσοβήσουμε το μοιραίο. Σιγά μην έμενε για χρόνια στην ξέρα και στην άπνοια το πιτσουνάκι μας. Καμακώνει εκείνη τη γουστερίτσα, την Άνιστον (και καλά «Φιλαράκια» δήλωναν στα μίντια. Σε ποιον τα πουλάτε αυτά, καλέ; Φίλοι φίλοι καρυοφύλλι, λέει ο σοφός λαός), και ταυτόχρονα αρχίζει τις τεμπελιές. Για μια διετία δε λέει να στρώσει την πυγή του (=γλουτοί) στη δουλειά.
Τελικά συνέρχεται και προκύπτει το «Συνάντησε τον Τζο Μπλακ». Καλό ήταν το φιστικοβουτυράκι μας και περνούσε άνετα για καθυστερημένος Χάρος. Μόνο που το overdose κοντινών πλάνων, σε μια τρίωρη ταινία που παραπέει ανάμεσα στη σοβαροφάνεια και τη γελοιότητα, κούρασε ακόμα κι εμάς τις ερωτευμένες. Δεν θα μιλήσω για την ψόφια τη συμπρωταγωνίστρια, γιατί κάποιοι κακοί άνθρωποι θα ισχυριστούν ότι ζηλεύω. Στο καπάκι έρχεται στην άχαρη ζωή μας το «Fight Club», όπου το μπεκατσίνι μας τρώει πολύ ξύλο. Κι επειδή εμείς οι γυναίκες είμαστε σαν τα Όσκαρ, δινόμαστε δηλαδή εκεί όπου υπάρχει διαταραγμένος ή πληγωμένος ήρωας, παθαίνουμε μαζί του τον απόλυτο ζαβλαμά. Την ώρα που τον τουλουμιάζουν, θέλουμε να ορμήσουμε στην οθόνη, να τον περιθάλψουμε, να τον χαϊδέψουμε, να τον κανακέψουμε, να του πούμε τρυφερά «πού πονάει το αγόρι μου, στη μάπα την έφαγε την μπουνίτσα το πουλάκι μου, να του κάνω εγώ μάκια, να περάσει».
Η καραμελίτσα μας συνεχίζει απτόητη τη σκληρή δουλειά και τις συνεργασίες με τους καλύτερους σκηνοθέτες. Γκάι Ρίτσι, Τόνι Σκοτ, Τζορτζ Κλούνεϊ, μερικές από τις κολεγιές του, ενώ το 2004, ίσως επηρεασμένος από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, ίσως λέω, μποοο, ντύνεται Αχιλλέας, γεγονός που μας κάνει και εθνικά υπερήφανες.
Το 2005 στέκεται μοιραίο. Στη ζωή του μπαίνει η Αντζελίνα στη δική μας… σκοτάδι πισσοσκόταδο, μαύρο σκοτάδι πίσσα. Αν η Τζένιφερ ήταν κάπως παλέψιμη αντίπαλος (λέμε τώρα…), η Άντζι είναι εκτός συναγωνισμού. Είναι τότε που σταματούμε να παρακολουθούμε την πορεία, τις ταινίες, το βίο και την πολιτεία του. Χεστήκαμε!
Κατά καιρούς κάτι πιάνει το αφτί μας, βέβαια. Να ένα δράμα με τον Ινιαρίτου, να πάλι μπροστά από την κάμερα του Φίντσερ, να που και ο Ταραντίνο τον βάζει πρωταγωνιστή του, μέχρι και ο ακριβοθώρητος Μάλικ του δίνει ρολάκλα. Με το «12 χρόνια σκλάβος» του Στιβ ΜακΚουίν φτάνει στα Όσκαρ και κερδίζει τρία ολάκερα. Η προσωπική του ζωή έχει αποκτήσει ασυγχώρητη σταθερότητα, για την κλάση του: κουτσούβελα, γουτσουνιές και οικογενεικές φωτογραφήσεις με την ακατονόμαστη, αηδία δηλαδή.
Να μην τα πολυλογούμε, μας απόδιωξε με τα καμώματά του, οπότε μέχρι χθες ήμασταν αλλού: στον Κλούνεϊ πριν την Αλαμουντίνα, τον Τζόνι Ντεπ, τον Μακόναχιου, τον Γούντι Χάρλεσον, τον Ματ Ντέιμον, τον Τζακ Μπλακ, τον Γαλιφιανάκη, τον Τζόνα Χιλ. Το θέσφατο «της γυναίκας η ψυχή είναι μια άβυσσος» μπάζει από παντού. Για τις φαντασιώσεις της πάλι πάω πάσο. Αυτές δεν είναι ακριβώς άβυσσος, είναι σούπα. Μέσα τους χωράνε όλα τα υλικά: κοιλιακές γραμμώσεις και μπιροκοίλια, μαλλούρες και φαλάκρες, σκληράδες και πληγωμένες καρδιές. Κυρίως όμως πληγωμένες καρδιές. Γι’ αυτό από σήμερα επιστρέφουμε με πάθος στον αιώνιο αγαπημένο Μπραντ. Καλός ο γαλάζιος πρίγκιπας, άμα όμως είναι και πληγωμένος (έστω και μεταχειρισμένος), τόσο το καλύτερο. Να έχεις κάτι να νταντεύεις, βρε αδελφέ.