Αλλά ποια είναι η κυρία;
Ήταν Γαύρος. Άρρωστος. Τόσο άρρωστος που το χριστουγεννιάτικο δέντρο του είναι κόκκινο, οι μπάλες έχουν επάνω το σήμα του Ολυμπιακού και στη φάτνη ο νεογέννητος Χριστός φοράει ένα μικρούτσικο ερυθρόλευκο κασκολάκι. Τόσο δραματικά γαύρος, που στο ψυγείο του υπάρχει μόνο κέτσαπ, δεν τρώει ποτέ μουστάρδα γιατί είναι κίτρινη – και καλύτερα ας μην αναφερθώ στο ακτινίδιο και στο αβοκάντο. Τόσο διεστραμμένα Ολυμπιακός, που όποιον θέλει να βρίσει δεν τον λέει ποτέ «μαλάκα». Τον λέει «βάζελο». Ας πούμε, όταν τον κλείνει κάποιος καθώς οδηγεί: «Τι βάζελος που είσαι ρε!». Όταν παραγγέλνουμε πίτσα και αργούν να τη φέρουν: «Θα ’ρθει ποτέ αυτός ο βάζελος ο πιτσάς;». Όταν με ψάχνουν από τη δουλειά και τηλεφωνούν συνέχεια: «Σε πήραν πάλι αυτοί οι βάζελοι απ’ την εφημερίδα» κ.λπ. Η ίδια παραδοξότητα ισχύει και αντιστρόφως, όταν χωνεύει κάποιον.
Εμένα με έλεγε Ουαντού. «Ουαντού, άναψες το θερμοσίφωνα, έχει ζεστό νεράκι;» ή «μου λείπεις πάρα πολύ Ουαντού μου» ή «τι θα γίνει ρε Ουαντού μ’ αυτή τη μάσκαρα; Πόση ώρα θα βάφεσαι;». Την πρώτη φορά που το άκουσα μου φάνηκε φοβερά κολακευτικό, εξωτικό και σέξι, μέχρι που έμαθα ότι ο Ουαντού ήταν ο μαύρος κεντρικός αμυντικός του Ολυμπιακού, που ζήτησε να λύσει το συμβόλαιό του λόγω ψυχολογικών προβλημάτων.
Γνώρισα τον άρρωστο Γαύρο μου ένα καλοκαίρι και αμέσως ξετρελάθηκα με τις γυριστές, μακριές βλεφαρίδες του, το φλογερό ταμπεραμέντο του, το φωτεινό του πρόσωπο. Ένα όμορφο βράδυ του Αυγούστου με την πιο μεγάλη πανσέληνο που έχω δει ποτέ, μου ήρθε και το πρώτο του μήνυμα: «Μόνο εσένα εγώ, έχω στο μυαλό...». Απάντησα αμέσως «κι εγώ μωρό μου» και περίμενα με αγωνία το επόμενο μήνυμα. Το οποίο έφτασε σχεδόν αμέσως: «...όπου παίζεις εσύ θα ’μαι κι εγώ μαζί, να σου τραγουδώ πόσο σ’ αγαπώ, Θρύλε μου η ζωή δεν ξέρω τι θα πει».
«Καλά χριστιανέ μου», του είπα όταν επήλθε μια άλφα οικειότητα στη σχέση, «στέλνεις σε μια γυναίκα που σου αρέσει αυτό το μήνυμα; Eίσαι τελείως ανώμαλος;». Με κοίταξε με απογοήτευση. «Αντί να χαρείς που στη μεγάλη συγκίνηση για το γκολ της νίκης, 5-1 υπέρ του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ Σοσιεδά μέσα στο Καραϊσκάκη, εγώ σκεφτόμουν εσένα…»
Το πρώτο του μικρό δωράκι όταν ήρθε στο σπίτι, ήταν ένα κερί με τον Θρύλo – το οποίο πήρα με τρεμάμενα χέρια και το έκρυψα για πάντα στο πιο ανήλιαγο συρτάρι της κουζίνας. Αλλά η ομαδάρα δεν το έβαλε κάτω. Εκεί που καθόμουν κι έχασκα με την κορμοστασιά του ωραίου γαύρου μου, εκείνος έβγαλε την μπλούζα του και μου αποκάλυψε την κεφάλα του δαφνοστεφανωμένου φάτσα πάνω στην πλάτη του. Παραλίγο να τυφλωθώ. Τι τερατούργημα ήταν αυτό! «Πες μου πως είναι χένα...» είπα γεμάτη ελπίδα. «Τι χένα, τρελάθηκες; Το χτύπησα πριν από ένα μήνα» μου απάντησε όλο περηφάνια. Και δε φτάνει που το χτύπησε, έγραψε κι από κάτω με καλλιγραφικά γράμματα «Ολυμπιακός - ψύχωση». Αλλά την ψύχωση θα την πάθω εγώ.
Γιατί μέσα σε δύο μήνες το σπίτι μου έγινε η μπουτίκ του Ολυμπιακού. Κλειδιά, αρωματικά χώρου, σκουφάκια, κάλτσες, στιλό, βρακιά, φόρμες, μπουφάν, ανοιχτήρια, φλιτζάνια, dvd με τα γκολ του Ρίμπο, μπλούζες με την υπογραφή του Καστίγιο, οδοντόβουρτσες, περιοδικά Red Believers – όπου και να γύριζες, σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ξεπρόβαλλε ο κιτς ερυθρόλευκος, ο δολοφόνος της αισθητικής. Η οποία αισθητική διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη, όταν ερχόταν η ώρα του γηπέδου.
Όπως εμείς ντυνόμαστε για clubbing, για επίσημο φαγητό, για επαγγελματικό ραντεβού, έτσι κι αυτοί, ντύνονται για τον αγώνα. Τέτοιο πράγμα δεν το έχει δει ανθρώπου μάτι. Ντύνονται κατακόκκινοι. Απ’ την κορφή ως τα νύχια. Κόκκινη φόρμα, κόκκινο φούτερ, κόκκινο σκουφί, κόκκινο κασκόλ. Έτσι όπως τον έβλεπα, μερικές φορές νόμιζα ότι τα ’χα φτιάξει με την παλιά Σοβιετική Ένωση και ώρες ώρες μου ’ρχοταν να του κοτσάρω ψηλά στο κεφάλι ένα σφυροδρέπανο και να τον πάω στη μαμά μου να τον προσκυνήσει.
Επίσης, είναι και τρομερά προληπτικοί. Άμα βλέπαμε μπάλα και νικούσε ο Ολυμπιακός απαγορευόταν να κουνηθώ από τη θέση μου, μη γυρίσει το γούρι. «Μα κατουριέμαι!» «Δεν πειράζει, θα κάνεις υπομονή, σε είκοσι λεπτά λήγει». «Μα θα σκάσω!» «Δε σκας, κοίτα τι ωραία μπαλίτσα παίζουμε σήμερα». Και με τυραννούσε όπως η Βλαχοπούλου τυραννούσε τη Σαπφώ Νοταρά στη «Χαρτοπαίχτρα» και δεν την άφηνε να κουνηθεί απ’ τη θέση της γιατί ήταν γουρλού.
Μια φορά έκανα το λάθος να φάω τα νύχια μου στη διάρκεια ενός αγώνα και παραλίγο να χωρίσουμε γιατί γρουσούζεψα το σκορ. Μια άλλη φορά ήρθε με το αυτοκόλλητο του Ολυμπιακού και επέμενε να το κολλήσει πάνω στο Smeg ψυγείο μου γιατί είναι «στολίδι» και «γούρι». Τον απείλησα ότι, αν τολμήσει, θα σφουγγαρίσω όλο το σπίτι με την μπλούζα-αυτόγραφο του Ριβάλντο, εκείνος μου είπε ότι θα ρίξει καπνογόνο στο σκύλο μου – και αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος μας καυγάς. Ο δεύτερος ήταν με το αυτογκόλ του Κωστούλα. Που πήγε και κλώτσησε την μπάλα στα δίχτυα του Νικοπολίδη ίσα ίσα για να μου χαλάσει το σπίτι.
Ολυμπιακό Στάδιο. Νοέμβριος. Κυριακή. Μαύρη ημερομηνία. Τι δίδυμοι πύργοι, τι Αττίλας, τι Πολυτεχνείο – όλα μαζί σε ένα concept. Έπαιζε Παναθηναϊκός- Ολυμπιακός και το αγόρι μου τρωγόταν από το πρωί. Παρ’ όλα αυτά, μια επικίνδυνη ηρεμία πλανιόταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας όλη μέρα. Τον είχα παρακαλέσει να μετρήσει το παράθυρο του υπνοδωματίου, μήκος-πλάτος, γιατί είχε φέρει μια φίλη ένα τόπι καταπληκτικό ύφασμα από το Νεπάλ και θα πήγαινα στο σπίτι της να μου κόψει για κουρτίνες. Το έκανε φιλότιμα, πήρε το μέτρο, μέτρησε, μου είπε τόσο επί τόσο, με φίλησε σταυρωτά και φύγαμε για να πάμε ο ένας στο ύφασμα και ο άλλος στο γήπεδο.
Αλλά εγώ ξέχασα τα μέτρα. Και πάνω στην κρίσιμη στιγμή του ψαλιδιού δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ το πλάτος του παράθυρου. Τι να ’κανα, καιγόμουν, πήρα τηλέφωνο. Σιγά μην απαντούσε. Ξαναπήρα. Τίποτα. Την πέμπτη φορά το σήκωσε γαβγίζοντας «Έλα». «Αγάπη μου, είπα, μήπως θυμάσαι το παράθυρο πόσο είναι στο πλάτος;» «Τι;» «Το παράθυρο λέω, το παράαααθυρο». Οι φωνές μας χάθηκαν μέσα στα ουρλιαχτά και στις ιαχές, κι εκείνη ακριβώς τη μοιραία στιγμή ο κεντρικός αμυντικός ή αλλιώς στόπερ του Ολυμπιακού, Θανάσης Κωστούλας, έχωσε μια αυτογκολάρα που πάγωσε όλο το γήπεδο – και μαζί μ’ αυτό και το αίμα μου. Το παιχνίδι έληξε 1-0 υπέρ του Παναθηναϊκού και εμένα με έφαγε το μαύρο φίδι. Για να εξιλεωθώ, τον άφησα να κολλήσει το απαίσιο φωσφοριζέ αυτοκόλλητο στο ψυγείο, μετονομάσαμε το σκύλο μου τον Μπόμπο σε «γεια σου Ρίμπο παιχταρά», προγραμμάτισα στην τηλεόραση το φριχτό κανάλι TV Magic, που έβγαιναν κάτι νεάντερταλ και τσακώνονταν, και φυσικά δεν ξανατόλμησα να διακόψω κανέναν αγώνα, φιλικό ή μη.
Από τότε όλα πήγανε ρολόι. Ο αγαπημένος μου κι εγώ κοιμόμασταν αγκαλιά, ξυπνούσαμε μαζί, τρώγαμε πρωινό στο κρεβάτι και γενικά περνούσαμε μια χαρά. Μόνο αυτός ο δαφνοστεφανωμένος πάνω στην πλάτη του με άγχωνε κάπως κάθε πρωί που άνοιγα τα μάτια μου – δεν μπορούσα να τον συνηθίσω, λες κι είχαμε συνέχεια ξένο άνθρωπο στο κρεβάτι. Αλλά έλεγα πάλι καλά που δεν έκανε τατουάζ όλη την ομάδα. Να κοιμάμαι και να ξυπνάω με 11 άτομα, συν ένας ο δικός μου, 12. Να λέω «καληνύχτα» στον Καστίγιο, να σφιχταγκαλιάζομαι με τον Ριβάλντο και να ανοίγω τα μάτια μου με τον Ουαντού. Αλλά ξέχασα. Ο Ουαντού ήμουν εγώ.
[H εικονογράφηση είναι του Διαμαντή Αϊδίνη]