Η Ρίτα Μορένο θολώνει το γόητρο του βασιλιά
Στις 5 Μαρτίου του 1966 έσβησε η αποκαλούμενη «ποιήτρια πασών των Ρωσιών». Έζησε απελπισμένους έρωτες, αλλά δεν έβαλε το κεφάλι της στο φούρνο, όπως η Σίλβια Πλαθ. Έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, περπάτησε ανάμεσα σε πτώματα, στάχτες και αίματα, γράφοντας για όλα αυτά με λέξεις ηρωικές, χωρίς όμως να της αποδοθεί κάποιος τίτλος ανάλογος με της Πασιονάρια. Η Άννα Αχμάτοβα, παρ’ όλα αυτά, ευτύχησε εν ζωή να δει να της αποδίδεται ο τίτλος «Άννα πασών των Ρωσιών», όχι μόνο γιατί πρόλαβε τη Ρωσία των τσάρων και τους ολάνθιστους βασιλικούς κήπους, που μετά ποδοπατήθηκαν από την οργή των μπολσεβίκων. Όχι μόνο γιατί η φιλία της με τον Μαγιακόφσκι και οι σχέσεις της με τους ιθύνοντες του ’17 την κατέστησαν ιστορικό ενεργό υποκείμενο των πρώτων ημερών της Επανάστασης. Όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για κάτι άλλο, που το πλήρωσε με απομόνωση και πίκρα: η Άννα Αχμάτοβα και πριν αλλά και μετά την Επανάσταση δε φοβήθηκε να γράψει για τη μελαγχολία της αγάπης, κι όχι για το προλεταριάτο. Για την αποξένωση, το ζόφο, την απελπισία, ζευγαρωμένα με τον ερωτισμό, κι όχι να εξυμνήσει τους συντρόφους των εργοστασίων ατσαλιού.
Η Αχμάτοβα «σχεδιασμένη» από τον Μοντιλιάνι.
Ήταν διχασμένη, διφορούμενη, ανένταχτη κατά βάθος. Στη βιογραφία της, «Άννα Αχμάτοβα: Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας», ο Βόλφανγκ Χέσνερ ρίχνει φως στα σκοτάδια της ύπαρξής της. Θαμώνας στο περιώνυμο λογοτεχνικό στέκι-καφέ της Μόσχας «Ο αδέσποτος σκύλος», ταξιδιώτης στο Παρίσι και την Ιταλία, ερωμένη του Μοντιλιάνι, που την απαθανάτισε σε ελλειπτικά σχέδια, σύζυγος τριών αντρών, που κανένας δεν μπόρεσε να την κρατήσει ή να κρατηθεί πάνω του, κυνηγημένη από τον Στάλιν και λατρεμένη ταυτόχρονα, αφού ο «Πατερούλης» προσπάθησε να τη χειριστεί ανάλογα με τις ανάγκες των εποχών, κορίτσι που περπάτησε στα δάση από οξιά και σημύδα εντεύθεν κακείθεν του Βόλγα, έζησε τη μισή της ζωή υπό το φως κεριών. Άλλοτε φώτιζαν τη χαρά της, άλλοτε τη λύπη της.
Όλη της η ζωή, σχεδόν μια απώλεια. Όλη της η ζωή, μελάνι και λέξεις. Ανακαλύψτε την και διαβάστε την σχεδόν σαν χρονικό ενός αιώνα που ποτέ δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει τα θαμπά όρια ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό.
Το φεγγάρι στο ζενίθ
Όταν κείται το φεγγάρι σαν μια φέτα πεπόνι
Στο περβάζι του παραθύρου και σου είναι δύσκολο ν’ αναπνεύσεις,
Όταν η πόρτα είναι κλειστή και το σπίτι μαγεμένο
Από ένα αερικό κλαδί μιας γαλάζιας γλυτσίνας,
Και υπάρχει δροσερό νερό σ’ ένα πήλινο ποτήρι,
Και μια χιονάτη πετσέτα, και μια λαμπάδα
Καίγεται, όπως στα χρόνια μου τα παιδικά, τις σκνίπες έλκοντας,
Τότε η σιωπή βρυχάται, όχι τις λέξεις μου ακούγοντας –
Τότε από σκοτεινές γωνιές του Ρέμπραντ
Κάτι εμφανίζεται και κρύβεται ξανά,
Όμως δεν θα ξυπνήσω, μήτε θα φοβηθώ…
Εδώ η μοναξιά μ’ έχει συλλάβει στα δίχτυα της.
Η μαύρη γάτα της σπιτονοικοκυράς μ’ ατενίζει με το βλέμμα των αιώνων,
Και η αντανάκλαση στον καθρέφτη δεν θέλει να με βοηθήσει.
Γλυκά θα κοιμηθώ. Καληνύχτα, νύχτα.
(28 Μαρτίου 1944, Τασκένδη)
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο «Άννα Αχμάτοβα: Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας», Βόλφανγκ Χέσνερ, εκδόσεις Μελάνι (Βιογραφίες)