Όταν το Μπάκιγχαμ τα βάφει μαύρα
Από τη βασίλισσα Βικτώρια στην πριγκίπισσα Σαρλότ, η βρετανική μοναρχία έχει το δικό της ενδυματολογικό στυλ ακόμη και στο πένθος
Το μαύρο χρώμα ως έκφραση πένθους της βρετανικής μοναρχίας είναι τόσο δημοφιλές και συνοδεύεται από αυστηρά πρωτόκολλα από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Μαύρα φορέματα σε κλασικές γραμμές, μαύρα καπέλα απέριττα και «σιωπηλά» σε σχήματα και μεγέθη συντηρητικά και ταπεινά, το βέλο ενίοτε να καλύπτει τις κενές εκφράσεις που φέρνει η απώλεια, διακριτικά κοσμήματα, διάφανες πολύτιμες πέτρες δεμένες σε μικρά σκουλαρίκια, λιτά κολιέ ή καρφίτσες. Η βρετανική μοναρχία έχει το δικό της στυλ ακόμη και στο πένθος.
Οι φωτογραφίες της πριγκίπισσας Νταϊάνα στην κηδεία της αξέχαστης Γκρέις Κέλι, πριγκίπισσας του Μονακό, το 1982, με το ψάθινο μαύρο καπέλο με το βέλο, το μαύρο μακρυμάνικο φόρεμα με τον «αυστηρό» γιακά και το διαμαντένιο κολιέ σε σχήμα καρδιάς, αποτυπώνει με εμβληματικό τρόπο το πένθιμο ενδυματολογικό πρωτόκολλο ως την επιτομή της κομψότητας.
Το μαύρο χρώμα ως έκφραση πένθους
Μπορεί σήμερα να θεωρείται δεδομένο το μαύρο χρώμα ως έκφραση πένθους, ωστόσο αυτό δεν συνέβαινε παρά από τον 19ο αιώνα και μετά. Κατά τον μεσαίωνα, το μαύρο ήταν «προνόμιο» της αριστοκρατίας και μόνο, των εύπορων και πλούσιων οικογενειών. Σύμφωνα με τη βρετανίδα ιστορικό μόδας Κέιτ Στράσντιν, ήταν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, από τον 19ο αιώνα και μετά, που αυτά τα ενδυματολογικά πρότυπα της αριστοκρατίας άρχισαν να υιοθετούνται και από τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα της Ευρώπης και της Αμερικής, και ιδιαίτερα τον γυναικείο πληθυσμό, φαινόμενο που ενισχύθηκε περισσότερο από την άνοδο των γυναικείων περιοδικών αλλά και την εμφάνιση μιας πιο μαζικής και προσιτής «μόδας».
Το 1868, το Harper's Bazaar για παράδειγμα, έδινε συμβουλές για το κατάλληλο ντύσιμο σε μια κηδεία, παροτρύνοντας τις αναγνώστριές του να προτιμήσουν τη «μοναστική απλότητα» - οι συμβουλές παρέπεμπαν στα μαύρα μακριά φορέματα και τις καλύπτρες που έκρυβαν τα μαλλιά των γυναικών στα μοναστήρια. Ακόμη και η έννοια των πολυκαταστημάτων, στην πρωταρχική τους μορφή, γεννήθηκε από την εκκολαπτόμενη βιομηχανία των κηδειών, μετατρέποντας το πένθος σε «εμπορικό» προϊόν και διαμορφώνοντας τάσεις στη μόδα των καιρών. Γύρω στη δεκαετία του 1840, αναφέρει η Στράσντιν, τα «τεράστια» - για την εποχή - εμπορικά καταστήματα που άνοιγαν τις πόρτες τους στο Λονδίνο και το Παρίσι εξυπηρετούσαν επαρκώς και αυτές τις ανάγκες: «κάτω από την ίδια στέγη, χαρτικά είδη και καθημερινά αξεσουάρ, αλλά και πολύτιμα κοσμήματα-σύμβολα και μαύρα καπέλα και ένδυση που αρμόζει σε μια κηδεία».
Η «μόδα» του πένθους εκτός από οπτική ένδειξη θλίψης καταδείκνυε ταυτόχρονα και την οικονομική κατάσταση, το στάτους, το γούστο, το επίπεδο εκείνου που τη φορούσε.
Ο αμερικανός ποιητής και συγγραφέας Ντάνιελ Κλέμεντ Κολσουόρθι προσέγγιζε την τάση με πιο τολμηρό και θρασύ τρόπο. Το 1867, έγραφε: «Βλέποντας κυρίες να επιμένουν να φορούν τα μαύρα, μας έρχεται στο μυαλό η απάντηση μιας νεαρής χήρας στη μητέρα της: ‘δεν το βλέπεις’, της είχε πει, ‘αυτό με γλιτώνει από τα έξοδα να διαφημίσω τον εαυτό μου προς αναζήτηση συζύγου». Το μαύρο άρχισε να χάνει τη «αίγλη» του για μια μικρή περίοδο περί τα 1938. Ήταν στην κηδεία της γιαγιάς της βασίλισσας Ελισάβετ Β’, της Σεσίλια Μπόουζ Λάιον, κόμισσας του Στράθμορ, που η βασιλομήτωρ επέλεξε να φορέσει ένα λευκό φόρεμα, δημιουργία του σχεδιαστή Νόρμαν Χάρτνελ, για να τιμήσει τον θάνατο της μητέρας της. Την έννοια του «λευκού πένθους» είχε υποστηρίξει ήδη παλαιότερα και η Μαρία Α’, βασίλισσα της Σκωτίας, η οποία πόζαρε σε πορτραίτο της του 16ο αιώνα με ένα λευκό φόρεμα, έχοντας ακόμη «φρέσκο» τον θάνατο μελών της οικογένειάς της…
Βασίλισσα Βικτώρια: η αιώνια χήρα
Αν υπήρχε όμως κάποια στην ιστορία της βρετανικής μοναρχίας, η οποία, θα μπορούσε κανείς σήμερα να πει, μετέτρεψε τον πόνο της απώλειας σε ενδυματολογική «τάση», αυτή ήταν η βασίλισσα Βικτώρια. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο του συζύγου της πρίγκιπα Αλβέρτου το 1861, η Βικτώρια θέλησε να εκφράσει τη θλίψη της φορώντας τα μαύρα για τις υπόλοιπες τέσσερις δεκαετίες της ζωής της, μέχρι και τον δικό της θάνατο. Και ήταν η Βικτώρια που έδωσε στο πένθος διαφορετικές «αποχρώσεις», επίσης.
«Ακόμη και οι πολύ μικρές λεπτομέρειες στο ντύσιμο, θα φανέρωναν σε ποιο στάδιο πένθους βρισκόσουν και αυτές οι πολύ μικρές λεπτομέρειες ήταν, τελικά, πολύ σημαντικές», εξηγεί η Στράσντιν, και επιπλέον, αυτές οι λεπτομέρειες γίνονταν σύμβολο πλούτου και στάτους, αφού έδειχναν την ευχέρεια κάποιου να αντέξει οικονομικά το «βάρος» της δημιουργίας και διατήρησης μιας ολόκληρης πένθιμης γκαρνταρόμπας, αλλά και το γεγονός πως ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις επιταγές του κοινωνικού του στάτους.
Για ένα χρόνο και μια μέρα, οι χήρες αναμενόταν να δείχνουν το πένθος τους μέσα από τις ενδυματολογικές τους επιλογές, φορέματα από μαύρα κρεπ υφάσματα χωρίς στολίδια, χωρίς κορδέλες, χωρίς κοσμήματα. Και όσο η θλίψη ξεθώριαζε με το χρόνο, έτσι «ξεθώριαζε» και το μαύρο χρώμα και γλύκαινε σε πιο ήπιους τόνους. Τέλος, για τους τελευταίους έξι μήνες του πένθους, στην τελευταία φάση του, την περίοδο του «μισού» πένθους, επανέρχονταν σταδιακά τα χρώματα του λευκού, του γκρι, του απαλού κίτρινου ή αποχρώσεις του μωβ, του λιλά και της λεβάντας, αλλά και το τουίλ, το μετάξι και το βελούδο και διακριτικές λεπτομέρειες από χρυσό ή λευκό.
Παρότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην πρότερη εντυπωσιακή γκαρνταρόμπα της μετά τη μακρόχρονη περίοδο πένθους, η βασίλισσα Βικτώρια έμεινε πιστή στο «μαύρο» μέχρι το τέλος της ζωής της, μια ατελείωτη επίδειξη θλίψης που όμως δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη στους αριστοκρατικούς κύκλους καθώς επέβαλε έμμεσα έναν πιο άκαμπτο ενδυματολογικό κώδικα. Την αλλαγή έφερε η νύφη της Βικτώριας, η βασίλισσα Αλεξάνδρα, μετά τον θάνατο της Βικτώριας και ενώ έχασε και εκείνη τον μεγαλύτερο γιο της. Η Αλεξάνδρα προτίμησε τα «μισο»-πένθιμα φορέματα από μοβ μεταξωτό σιφόν στολισμένα με πούλιες, αλλά και ανοικτά κίτρινα και γκρι υφάσματα. Αντιλαμβανόταν πως ο κόσμος είχε πράγματι κουραστεί από το συνεχές πένθος και τη σκοτεινή φιγούρα της Βικτώριας, έτσι υιοθέτησε την γκαρνταρόμπα της «τελευταίας φάσης» του πένθους. Και καθώς οι αιώνες περνούσαν, μίκραιναν και οι περίοδοι του πένθους και έβγαιναν τα μαύρα που έντυναν τις «χαροκαμένες» για μακρές περιόδους.
Το μαύρο όμως, παραμένει μαύρο, όσοι αιώνες κι αν περάσουν, πιο κομψό ίσως. Και αν και φαντάζει μακρινός και ξεχασμένος για εμάς τους υπόλοιπους ο 19ος αιώνας, για τους βασιλιάδες και τις πριγκίπισσες είναι πιο κοντά από ποτέ, μέσα από το γνωστό, αυστηρό πρωτόκολλο που είναι όλοι υποχρεωμένοι να το ακολουθήσουν την «κούφια» εκείνη ώρα…