Η αξία ενός ημερολογίου. Οι σκέψεις μας, οι εμπειρίες και τα συναισθήματά μας αποτυπωμένα στο χαρτί

Τα συναισθηματικά οφέλη της συγγραφής ημερολογίου έχουν καθιερωθεί εδώ και καιρό, πώς μπορούμε όμως να ωφεληθούμε διαβάζοντας τα ημερολόγια άλλων ανθρώπων;

Γιατί έχει γίνει δημοφιλής η ανάγνωση ημερολογίων καθημερινών ανθρώπων, τόσο πολιτιστικά όσο και ιστορικά και κοινωνικά.

Ξεκίνησα να γράφω ημερολόγια όταν ήμουν, νομίζω, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, και συνέχισα για πολλά χρόνια ακόμα. Η πλειοψηφία αυτών βρίσκονται σε κάτι ξεχασμένες κούτες σε μια οικογενειακή αποθήκη. Κάποια είναι δίπλα μου, στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Τα κοιτάω τώρα.

Πριν λίγα χρόνια, ψάχνοντας κάτι παλιά βιβλία και προσπαθώντας να κάνω μια εκκαθάριση σε κάποιες από αυτές, έπεσα πάνω τους. Ήμουν μόνη στην αποθήκη και έτσι, χωρίς πίεση χρόνου, έκατσα στο πλακάκι και με σκονισμένα χέρια άνοιξα ένα να το διαβάσω. Ήταν ένα ημερολόγιο από τα φοιτητικά μου χρόνια· ένα τετράδιο ουσιαστικά, σπιράλ, με χρωματιστές σελίδες και αραιές γραμμές. Δεν είχε λουκέτο.

Ήταν περίεργη η αίσθηση. Αντίκρισα τον 20χρονο εαυτό μου και τα προβλήματά του. Ήταν ένας εαυτός που ενώ θυμάμαι καλά, τον διάβαζα τώρα με μια αντικειμενικότητα και μια αποστασιοποίηση η οποία τον καθιστούσε σχεδόν ξένο. Έπεσα σε μια σελίδα όπου μιλούσα για έναν συμφοιτητή μου από το μάθημα ισπανικών που μου άρεσε πολύ. Ανέφερα και το όνομά του. Μιλάγαμε, λέει, κάθε φορά στο μάθημα, αλλά δεν είχε προχωρήσει και είχα στεναχωρηθεί. Έχω τρομακτικά καλή μνήμη, κι όμως, όλη αυτή η σκηνή που περιέγραφα μου ήταν εντελώς άγνωστη. Πάλευα να θυμηθώ το πρόσωπό του ή έστω κάποιες από αυτές τις σκηνές ή συνομιλίες. Τίποτα.

Πήγα στην επόμενη σελίδα. Δεν τον ανέφερα εκεί. Δεν ήταν καλή μέρα και ανέλυα το γιατί. Αισθάνθηκα περίεργα και έκλεισα το ημερολόγιο. Προς στιγμήν σκέφτηκα να το κάψω, να το πετάξω, να το εξαφανίσω τέλος πάντων. Ένιωθα σαν να είχα εισβάλλει στις πιο προσωπικές σκέψεις κάποιου ανθρώπου χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Κάπου στο τέλος του προπτυχιακού μου σταμάτησα να γράφω ημερολόγια. Ξεκίνησα ξανά πριν λίγα χρόνια, αλλά η μορφή ήταν διαφορετική. Νομίζω δεν το έβλεπα ως ένα ημερολόγιο, αλλά ένα πολύ όμορφο τετράδιο στο οποίο όποτε είχα ανάγκη έγραφα τις σκέψεις μου. Το ένα τετράδιο έγιναν τέσσερα, αλλά χρονικά δεν υπήρχε συνέπεια. Υπήρχαν περίοδοι που έγραφα συνέχεια, σχεδόν καθημερινά, και άλλες που έκανα σχεδόν ένα χρόνο να γράψω. Με αυτόν τον εαυτό νιώθω πιο οικεία. Τα ξαναδιάβασα και αυτά πριν λίγους μήνες. Και πάλι όμως, η αίσθηση ήταν ιδιαίτερη.

Το παράξενο είναι ότι μου αρέσει πολύ η ανάγνωση ημερολογίων συγγραφέων. Αγαπημένα είναι τα ημερολόγια της Anaïs Nin και της Susan Sontag, τα οποία έχω διαβάσει αχόρταγα πάνω από μία φορά, σημειώνοντας στο περιθώριο της σελίδας σκέψεις, ερωτήσεις, και αντιδράσεις. Μου αρέσει ακόμα και να τα ανοίγω μια στο τόσο, να τα ξεφυλλίζω, και να διαβάζω τα αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει (με μολύβι πάντα). Κοιτώντας τα δικά μου, ομολογώ ότι έχω αναρωτηθεί τι θα σκεφτόταν κάποιος αν τα διάβαζε. Κάποιος βέβαια που δεν με γνωρίζει. Το να τα διαβάσει κάποιος που με ξέρει με καθιστά έντρομη.

Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι ακριβώς αυτή η δραστηριότητα, η ανάγνωση δηλαδή ημερολογίων καθημερινών ανθρώπων, έχει γίνει δημοφιλής. Όχι όμως με τον τρόπο που ενδεχομένως σκέφτεστε. Έχει αποκτήσει αξία, τόσο πολιτιστική όσο και ιστορική και κοινωνική, καθότι συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, βρίσκεται ατόφιο και αφιλτράριστο, σε ημερολόγια.

H Laura Silverman, συγγραφέας του άρθρου «The Transcendent Power of Reading Diaries» πάντα πίστευε ότι, επειδή ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, τα ημερολόγιά της θα πήγαιναν στα σκουπίδια όταν θα πέθαινε. Αλλά για κάποιους ανθρώπους, όλα τα ημερολόγια είναι θησαυροί, ειδικά αυτά των καθημερινών ανθρώπων - όχι μόνο επειδή είναι φυσικά κομμάτια της ιστορίας, αλλά για τους ίδιους άυλους λόγους που η ίδια η Silverman έχει κρατήσει τα ημερολόγια του πατέρα της.

Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η αξία των ημερολογίων των απλών ανθρώπων συχνά παραβλέπονταν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. «Τα έβλεπαν ως συναισθηματικά, κοριτσίστικα και περιορισμένης τοπικής αντίληψης», της είπε η Polly North, μια μελετητής ημερολογίων. Αν και η συγγραφή και η ανάγνωση ημερολογίων για ευχαρίστηση ήταν κοινά καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι ακαδημαϊκοί είχαν παραδοσιακά επικεντρωθεί στη μελέτη υλικού από ισχυρούς ή διάσημους ανθρώπους.

Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960, οι ιστορικοί ξεκίνησαν να προσπαθούν να κατανοήσουν την ιστορία «από κάτω» (από τα κατώτερα στρώματα κοινωνικής τάξης). Οι επιστολές, οι προφορικές ιστορίες και τα ημερολόγια έγιναν πιο κοινές και ελκυστικές πηγές. Καθώς οι «αντι-ιστορίες» έχουν γίνει της μόδας, είπε ο North, τα χαρακτηριστικά που παλαιότερα θεωρούνταν ελαττώματα της συγγραφής ημερολογίων θεωρούνται πλέον ως οι αρετές του.

Για τους μελετητές, τα ημερολόγια είναι αφηγήσεις της ιστορίας από πρώτο χέρι. Σίγουρα, μπορούμε να κατανοήσουμε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω ενός σχολικού βιβλίου, αλλά τέτοιες περιγραφές θα είναι πάντα αφηρημένες σε σύγκριση με την άμεση γραφή, για παράδειγμα, της Mary Rowlands, μιας Βρετανίδας έφηβης που κατέγραψε την παραμονή της μέσα σε ένα καταφύγιο (bomb shelter). Η North έχει ένα αντίγραφο των αδημοσίευτων ημερολογίων και των επιστολών της, στα οποία η Rowlands περιγράφει πως οι γονείς της τής έδιναν τσιγάρα για να παραμείνει ήρεμη.

H Silverman και ο πατέρας της έχουν περισσότερα από 50 ημερολόγια. Τα ημερολόγια του πατέρα της, που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1960, είναι ένας συνδυασμός μισοτελειωμένων υδατογραφιών, λιστών από υποχρεώσεις και προβληματισμών για τον εθισμό. Όσο ντροπιαστικά ή ασυνάρτητα κι αν είναι τα περισσότερα από αυτά, η Silverman δεν μπορεί να τα αποχωριστεί. Κι έτσι κάθονται εκεί, στοιβαγμένα σε κούτες στη σοφίτα της παιδικής της ηλικίας, και μαζεύουν σκόνη.

Τα περισσότερα ημερολόγια προς πώληση στο διαδίκτυο ή σε οίκους δημοπρασιών στην Αμερική γράφτηκαν από ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας. Εξάλλου, η συγγραφή και η διατήρηση ενός ημερολογίου απαιτεί εκπαίδευση, χρόνο και χρήματα. Όταν η Angela Hooks άρχισε να μελετά το ημερολόγιο ως λογοτεχνία πριν από μια δεκαετία, δεν μπορούσε να «βρει» πουθενά τον εαυτό της, σε καμία δημόσια τέτοια συλλογή. «Σχεδόν κάθε ημερολόγιο που υπήρχε ήταν γραμμένο από λευκούς και βρετανούς», είπε η Hooks, η οποία είναι Αφρο-αμερικανή. Ιστορικά, είπε, τα ημερολόγια των Μαύρων έχουν αγνοηθεί, παραμεληθεί και περιστασιακά καταστραφεί από μίσος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα ημερολόγια μαύρων γυναικών, από τα οποία μόνο μια ντουζίνα γράφτηκαν πριν από το 1900, όπως αναφέρεται στα δημόσια αρχεία. (Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στο The Atlantic το 1864.)

Ωστόσο, η Hooks έχει βρει αδημοσίευτα ημερολόγια μαύρων συγγραφέων που χρονολογούνται αιώνες πριν, καθώς και ένα που έγραψε η γιαγιά της τη δεκαετία του 1880. «Ήταν καταπληκτικό να βλέπω το χειρόγραφο της γιαγιάς μου», είπε ο Hooks. Αν και η ίδια δεν μπόρεσε να συντηρήσει αυτό το ημερολόγιο, έχει αποθηκεύσει και κατηγοριοποιήσει όλα τα δικά της - περισσότερα από 80 συνολικά. Είπε ότι η γραφή της «αφηγείται τον πόνο και τη λύπη, τις χαρές και τις νίκες, τις ελπίδες και τα όνειρα της ζωής μιας μαύρης γυναίκας». Η Hooks, όπως πολλοί άνθρωποι που κρατάνε ημερολόγιο, χρησιμοποιεί τη γραφή για να εκτονωθεί, να κατανοήσει τον εαυτό της και να αναπτυχθεί. Και έρευνες υποστηρίζουν το ημερολόγιο ως εργαλείο για την ανακούφιση του άγχους και τη διαχείριση του στρες.

Ενώ τα συναισθηματικά οφέλη της συγγραφής ημερολογίου έχουν καθιερωθεί εδώ και καιρό, το πώς μπορούμε να ωφεληθούμε διαβάζοντας τα ημερολόγια άλλων ανθρώπων τώρα ξεκινά να έρχεται στην επιφάνεια. Το 2019, ο πολιτιστικός ψυχολόγος Joshua Conrad Jackson διεξήγαγε ένα πείραμα στο οποίο μοιράστηκε αποσπάσματα από ημερολόγια μεταξύ Πακιστανών και Αμερικανών. Μετά από μόνο μια εβδομάδα ανταλλαγής, οι Αμερικανοί που διάβαζαν πακιστανικά αποσπάσματα και οι Πακιστανοί που διάβαζαν αμερικανικά, ένιωσαν πιο κοντά ο ένας με τον άλλον και είχαν λιγότερα αρνητικά στερεότυπα για την άλλη ομάδα.

O Τζάκσον είπε στην Silverman πως η δύναμη αυτή προέρχεται από το πόσο καθημερινά είναι τα ημερολόγια. Σε αντίθεση με τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις οποίες οι άνθρωποι γράφουν σχεδόν πάντα για να τραβήξουν την προσοχή, η γραφή σε ένα ημερολόγιο είναι συνήθως κάτι πολύ προσωπικό. Δεν γράφονται για να προκαλέσουν οργή ή να προκαλέσουν απάντηση. «Είναι ένα τόσο ανεκτίμητο ερευνητικό εργαλείο γιατί μας δίνουν πρόσβαση στις νατουραλιστικές σκέψεις τόσων πολλών ανθρώπων», είπε ο Jackson.

Αυτή η ισχύς της άμεσης σύνδεσης είναι ακριβώς αυτό που ελκύει τους συλλέκτες ημερολογίων. Υπάρχει μια οικειότητα που έρχεται με τη μελέτη της ξεχωριστής γραφής ενός άλλου ατόμου, την ακριβή ημερομηνία ή την ώρα που κατέγραψαν τα λόγια τους και την ανακάλυψη του τί περνούσε από το μυαλό τους εκείνη τη στιγμή. Όταν η Silverman διαβάζει τα ημερολόγια του πατέρα της, η ωμότητα την κάνει να ανατριχιάζει, να κλαίει και να γελάει. Ξεφλουδίζει τα στρώματα για να αποκαλύψει πόσο μοιάζουν πραγματικά.

Η Ευρώπη έχει αρκετά τέτοια μοντέλα αρχείων ημερολογίων. Το μεγαλύτερο, The Great Diary Project, στο Λονδίνο, διευθύνεται από την Polly North. Η North συνίδρυσε το αρχείο το 2007 και από τότε έχει λάβει περισσότερα από 17.000 ημερολόγια. Αν και οι άνθρωποι που τα δωρίζουν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν τα ημερολόγιά τους να παραμείνουν ιδιωτικά μέχρι πολύ καιρό μετά το θάνατό τους, οι περισσότεροι δεν το κάνουν. «Τα ημερολόγιά τους καλύπτουν θέματα όπως η υιοθεσία, οι αμβλώσεις, οι οικογενειακοί καβγάδες, και παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών μας δίνει την άδεια να τα εκθέσουμε», είπε η North.

Ένα αρχείο που είναι ειδικά αφιερωμένο στα ημερολόγια των καθημερινών ανθρώπων είναι μια σύγχρονη ιδέα και έχει βρει υποστήριξη σε χώρες όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Γερμανία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το «diarizing» είναι μια αποκλειστικά ευρωπαϊκή παράδοση. Στην πραγματικότητα, ο τύπος αυτός της ενδοσκοπικής γραφής ημερολογίων που γνωρίζουμε σήμερα μπορεί να εντοπιστεί πριν από περισσότερα από 1.000 χρόνια στην Ανατολική Ασία. Ένα από τα πιο γνωστά ημερολόγια εκείνης της εποχής γράφτηκε από μια Γιαπωνέζα εταίρα του 10ου αιώνα ονόματι Sei Shonagon. Μέσα στο ημερολόγιό της (The Pillow-Book of Sei Shonagon), στοχάζεται τη ζωή μέσα στο παλάτι του αυτοκράτορα, μοιράζεται κουτσομπολιά και καταγράφει λίστες: κάτω από τον τίτλο «Adorable Things» (Αξιαγάπητα Πράγματα): «Το πρόσωπο ενός παιδιού ζωγραφισμένο σε ένα πεπόνι»· κάτω από τον τίτλο «Depressing Things» (Καταθλιπτικά Πράγματα): «Ένας σκύλος που ουρλιάζει τη μέρα».

Η Silverman πρόσφατα ρώτησε τον πατέρα της αν θα σκεφτόταν να δωρίσει τα ημερολόγιά του σε ένα τέτοιο αρχείο μετά τον θάνατό του. Όντας πραγματιστής, απάντησε: «Ναι βέβαια, θα ήταν καλό να ήταν χρήσιμα». Η πιθανότητα βέβαια, λέει η Silverman, οποιουδήποτε μελετητή να αναφερθεί σε αποσπάσματα του πατέρα της σχετικά με την ανάρρωσή του από χειρουργική επέμβαση στο γόνατο ή το πώς έμαθε να φτιάχνει ψωμί, είναι χαμηλές. Υπάρχουν όμως ένα εκατομμύριο πιο ταπεινοί τρόποι με τους οποίους μπορεί τόσο οι δικές του όσο και οι δικές της μπανάλ σκέψεις να είναι χρήσιμες. Όσο ντροπιαστικές κι αν είναι οι καταχωρήσεις της στο ημερολόγιο, έχει αντιληφθεί ότι τα ελαττώματά τους είναι και η δύναμή τους. Η αφιλτράριστη καθημερινότητα είναι ακριβώς αυτό που τις κάνει τόσο πολύτιμες.

Τα δικά μου ημερολόγια δεν ξέρω αν θα τα δώριζα. Από την άλλη, δεν μου κάνει καρδιά να τα πετάξω. Ίσως σε λίγες δεκαετίες από τώρα, όταν θα είμαι γιαγιούλα, όταν θα έχω πια αποστασιοποιηθεί αρκετά από όλες τις νεότερες βερσιόν του εαυτού μου, θα είναι μια όμορφη, νοσταλγική ιεροτελεστία, να τα ανοίξω ένα-ένα, και να ξαναγνωρίσω τον εαυτό μου αλλιώς. Ίσως τότε εμπνευστώ από αυτά και γράψω ένα τελευταίο.

Με στοιχεία από The Atlantic