Όταν η αγάπη για δημιουργία συναντά την υψηλή αισθητική ανθοδεσίας
Πασχαλινές φορεσιές: Πήρα κόκκινα παπούτσια
Το Πάσχα φοράμε κόκκινα, και λουστρίν παπούτσια επίσης κόκκινα… όταν είμαστε παιδιά, γιατί ως μεγάλοι, φοράμε ό,τι μας καπνίσει.
Πασχαλινά έθιμα στο ντύσιμο: Κάποτε φορούσαμε κόκκινα, τώρα ούτε που θέλουμε να τα δούμε
Όπως πολλοί συνομήλικοι, έτσι κι εγώ έχω κάτι αφηρημένες αναμνήσεις από τον «Μούγερ», και τις προ-Πασχαλινές εξορμήσεις με τη γιαγιά μας, που επέμενε η χρυσή μου κάθε χρόνο να μας πάρει τα σωστά παπούτσια για το Πάσχα: κόκκινα, με μπαρέττα, λουστρίν ή έστω καστόρινα, με κρεπ λίγο ανατριχιαστική σόλα που έκανε «σλουπ-σλουπ» όταν πατούσε σφουγγαρισμένα πλακάκια. Μόνο που τα θυμάμαι με απελπισία αυτά τα παπούτσια και όχι με νοσταλγία – δεν ήταν ποτέ αναπαυτικά, ή τουλάχιστον, δεν ήταν τόσο αναπαυτικά όσα τα άλλα, καθημερινά, μη-Πασχαλινά παπούτσια. Ήταν η μοίρα τους να φορεθούν τρεις-τέσσερεις φορές, αφού πασαλειφθούν με λιωμένα κεριά στην Ανάσταση και χάσουν την αίγλη τους. Κάπως την έχαναν εντελώς αυτή την αίγλη πολύ γρήγορα, εκτός που έμπαινε καλοκαίρι σε λίγο καιρό και μέχρι τον επόμενο χειμώνα, δεν μας έκαναν κι όλας. Δεν προλαβαίνανε να παλιώσουν τα Πασχαλινά παπούτσια, και είχαν μια παραίτηση, όταν τα έβλεπα στην αποθήκη σχεδόν αφόρετα να μικραίνουν μέρα με τη μέρα καθώς μεγαλώνανε τα πόδια μας.
Κανένας στην άμεση οικογένεια δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, οπότε η εκκλησία δεν ήταν υποχρεωτική, ούτε απαραίτητο να ντυθείς κυριλέ για να πας στην Ανάσταση. Κι ενώ μου αρέσει η λειτουργία της Ανάστασης, ελάχιστες φορές στην ενήλικη ζωή μου την παρακολούθησα ολόκληρη – σε εκδρομές, χωριά και νησιά, όλοι βιαζόμασταν να γυρίσουμε σε κάποιο σπίτι για την μαγειρίτσα, που τις περισσότερες φορές είχαμε λιώσει να την ετοιμάζουμε συνεταιρικά όλη μέρα. Σε χωριά και νησιά, η περιβολή ήτανε αναγκαστικά πρόχειρη, σπορ, της κατηγορίας «τα φοράω όλα αντάμα επειδή έβγαλε ξαφνικά ψόφο και ρίχνω μια προβιά από πάνω». Θυμάμαι ντόπιους να κοιτάζουν με περιέργεια και ψιλή περιφρόνηση «τους Αθηναίους», που δεν έκαναν τον κόπο να φορέσουν ένα ρούχο της προκοπής για την Αναστάσιμη ακολουθία. Αλλά συνήθως το Πάσχα στην Ελληνική ύπαιθρο έχει υγρασία, και ψύχρα, κι αν είσαι εκτός σπιτιού σου, φοράς ό,τι βρεις μπροστά σου.
Η παράδοση του «καλού ρούχου» στην Ανάσταση έχει χαθεί, ή τουλάχιστον δεν βλέπω να την τηρεί πολύς κόσμος, όπως και η παράδοση του κόκκινου καλού ρούχου την ημέρα του Πάσχα. Όχι ότι μου λείπει, και δεν ξέρω αν υπήρχε καν τέτοια παράδοση γενικευμένη στην Ελλάδα, ή αν η οικογένειά μας φορούσε στην τύχη κάτι κόκκινο, ή αν έχω αυτή την αόριστη, ρομαντικο-ποιημένη εντύπωση η οποία όμως δεν έχει καμία σχέση με την σκληρή πραγματικότητα. Μια χρονιά πάντως στα τριάντα εφτά μου αγόρασα ένα κόκκινο μαντώ, ένα ελαφρύ μακρύ σακάκι (καμία σχέση, αλλά το πέτυχα σε τρομερές εκπτώσεις) που το φόρεσα σε μία μόνο Ανάσταση και μπήκε στην κατηγορία «ρούχα που δεν φοράω πια». Την οποία κατηγορία θα αναπτύξουμε σε άλλο θέμα…
Το καλύτερό μου για το Πάσχα είναι η σπορ αμφίεση με ζακέτα ή μπουφάν που έχω προνοήσει να φέρω, όπου κι αν βρίσκομαι, για να μην αναγκαστώ να φορτωθώ τη θερμάστρα. Είμαι οκευ με αυτό που λέμε σπορ ρούχα, τζιν και πουκάμισο ή μπλουζάκι ή πουλοβεράκι, με αθλητικά παπούτσια. Τα σηκώνει η εξοχή, και η πόλη, στον ίδιο βαθμό. Στάνταρ περνάμε κάμποσες ώρες είτε σε κουζίνα, είτε δίπλα σε σούβλα που ψήνει ακατάσχετα, αν έχουμε πεταχτεί σε κάποια εξοχή, οπότε καμιά/κανένας δεν θέλει να φορέσει ένα κόκκινο μακρύ μαντώ και να το κάνει σκατούλικο, πέρα-δώθε ανάμεσα σε τόσο τρόφιμο.
Όσο το σκέφτομαι, τα ωραία, κόκκινα και «καλά» παπούτσια και ρούχα που έχω στο μυαλό μου ως Πασχαλινά, μάλλον τα έχω δει σε διαφημίσεις, ή σε φωτογραφίες στο ινστραγκραμ, που σηκώνουν τρομερές βελτιώσεις. Όσο τα παιδιά μου ήτανε μικρά, τους αγόραζα όντως «καλά» παπουτσάκια, αλλά ως έφηβα και ενήλικα, κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς με αθλητικά, κι αυτά που βλέπω ως «καλά» παπούτσια, τους φαίνονται ανέκδοτα. Οπότε, έχω γλυτώσει ένα έξοδο. Και ένα Πασχαλινό έθιμο που όπως είπαμε, μπορεί και να μην έχει υπάρξει ποτέ…