Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Τι είδα και τι άκουσα στο συνέδριο της Vogue
«Change Μakers ΙΙΙ» της Vogue Greece: Όλα όσα έγιναν στο συνέδριο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Βαριέμαι γενικά τα συνέδρια, είναι μαξιμαλιστικά μέχρι εξάντλησης, αρχίζουν τα χαράματα και τελειώνουν όταν πέφτει ο ήλιος, ζαλίζομαι, με παίρνει ο ύπνος στη καρέκλα. Είναι απορίας άξιο λοιπόν γιατί μου αρέσουν τα συνέδρια της ελληνικής Vogue. Φέτος διοργάνωσε το τρίτο, με θέμα «Change Makers», πάντα στον χώρο του Μεγάρου, στη μεγάλη αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης. Μ’ αρέσουν τα συνέδριά της για διάφορους λόγους. Να σας γράψω μερικούς: Πρώτα απ’ όλα μοιάζουν λίγο με μικρά fashion week. Έχουν χάζι, σούρτα-φέρτα, ενίοτε εκκεντρικά ντυσίματα, κέφι και αγαπημένους καλεσμένους από τον χώρο της παγκόσμιας μόδας που τους ξέρεις, τους έχεις κάνει κάποτε συνέντευξη, τους έχεις φορέσει πιθανόν και, όπως και να το κάνεις, έχει πλάκα να τους βλέπεις και να τους ακούς από τα τρία μέτρα.
Μ’ αρέσει το συνέδριο των Voguettes γιατί εκείνη την ημέρα από το πρωί μέχρι το απογευματάκι που τελειώνει, βλέπεις να δουλεύουν όλα στην εντέλεια, όλα μοιάζουν ξεσκονισμένα, λουστραρισμένα και λαμπερά, οργανωμένα μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια και με μεγάλες δόσεις γενναιοδωρίας στα πάντα. Από τα κορίτσια στην είσοδο με τις κονκάρδες «Do you need help?» κρεμασμένες στον λαιμό που «σκίζονται» να σε εξυπηρετήσουν, μέχρι τα ανοικτά wi-fi, μέχρι τα σταντ για να καταβροχθίζεις πτι-φουρ, καφέδες και ποτά ολημερίς, μέχρι τα τσαντάκια με τα δώρα των χορηγών - αχ αυτά τα τσαντάκια… έχουν γίνει, μαθαίνω, εγκλήματα για πάρτι τους, μέχρι τη σκηνοθεσία και (κυρίως) τη σκηνογραφία στη σκηνή. Φέτος το ντεκόρ ήταν μπλε, εκείνο το ωραίο μπλε νουί χρώμα που έχει ο θερινός ουρανός του Παρισιού στις 9 και 10 το βράδυ. Από τη μοκέτα που ξεδιπλωνόταν κατά μήκος της σκηνής μέχρι τους μεγάλους βελούδινους καναπέδες του Δελούδη στο ίδιο χρώμα. Εκεί πάνω εναλλάσσονται ολημερίς ομιλητές και δημοσιογράφοι που ξεδιπλώνουν τις ιδέες τους, τις εμπειρίες τους, τους φόβους τους, τις επιτυχίες ή ακόμα και τις θεαματικές αποτυχιάρες τους, που είναι μέσα στη ζωή κι αυτές.
Μ’ αρέσει το συνέδριο της Vogue και για έναν άλλο λόγο. Επειδή δεν διαθέτει υστερία και πανικό ή, για να είμαι πιο ακριβής, σε μικρές δόσεις, πράγμα οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για τον κόσμο της μόδας. Έχουν βρει ένα modus vivendi οι άνθρωποι εκεί, και με μια γλυκιά σέξι καλοσύνη σε πλησιάζουν, σου μιλάνε, σε βοηθάνε να βρεις αυτό που ψάχνεις, σε κάνουν να νιώθεις σημαντικός είτε είσαι, είτε δεν είσαι, σημαντικός. Ναι, η καλοσύνη είναι σέξι! Έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε και η Ντάϊαν φον Φίρστενμπεργκ σε μια αποστροφή του λόγου της εκείνο το βράδυ:
«Make kindness sexy»
Μ’ αρέσει το συνέδριο της Vogue γιατί δεν σε αφήνει επουδενί να πλήξεις, πριν καν αρχίσει. H οπτική πανδαισία που σου προσφέρει το ίδιο το κοινό που μαζεύεται σιγά σιγά, θυμίζει σκηνές από το Pret-a-Porter του Altman. Κορίτσια, αγόρια, κυρίες, κύριοι κάθε ηλικίας και κάθε φύλου ντυμένοι όλοι όχι ακριβώς «με τα καλά τους» αλλά σίγουρα με μια τελευταία λέξη της μόδας, όπως την εννοεί ο καθένας βέβαια. Υπάρχουν και Βίρνες Δράκου που πηγαινοέρχονται πάνω κάτω χοροπηδώντας με τις 2:55, τις Speedy ή τις Half Moon Gucci τους επ’ ώμου που τις μοστράρουν κρατώντας τις σαν άγια δισκοπότηρα, υπάρχουν και ταγάρια (είδα κι από αυτά) υπάρχουν και οι πιο «σκοτεινοί» (που είναι πιο του γούστου μου), οι ντυμένοι με μια αισθητική λιγότερο επιδεικτική, βγαλμένη λες από τη μεγάλη σχολή της Αμβέρσας ή των γιαπωνέζικων ατελιέ. Ένα σακάκι του βαρόνου Βαν Νότεν εδώ, ένα πουκάμισο της Καβακούμπο εκεί, ένα μποτάκι του Μαρζελά παραπέρα. Η Τζίνα Μαργαριτοπούλου, η ψυχή του Minas, ήρθε ντυμένη όπως πάντα dramatically Yamamoto με ένα πανωφόρι-εγκεφαλικό και ομοούσια μποτάκια που έφερναν δάκρυα στα μάτια. Σε αντίθεση με τον καλό μου Νικόλα Γεωργίου, τον fashion editor της Vogue, που αντί να φορέσει, όπως μας έχει συνηθίσει, την ωραία του μακριά φούστα που τόσο τον κολακεύει, φέτος προτίμησε να κινηθεί στο κλασσικό δίπτυχο παντελόνι -πουκάμισο. Εντάξει, δεν περίμενα κάτι λιγότερο από αυτά που φόρεσε ο αιώνια άψογος Λάκης Γαβαλάς, αλλά το Όσκαρ εκείνης της ημέρας το δίνω σ’ ένα άγνωστο σε μένα αγόρι με μαύρα γυαλιά και μαντήλι στα μαλλιά, ντυμένο τέλεια στις αποχρώσεις του μπεζ.
Έχει τόσο χάζι αυτός ο πολύχρωμος ζωολογικός κήπος που ακόμα κι εγώ, που έχω τη χείριστη σχέση με την κάμερα και το κινητό, δεν άντεξα να μην το βγάλω για να τραβήξω τα εξωτικότερα των πτηνών. Σας γράφω παραπάνω για «άγια δισκοπότηρα» και τώρα ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένας… παπάς! Ναι, παπάς κανονικός με γενειάδα και μαύρα ράσα. Ακόμα αναρωτιέμαι, τόσες μέρες μετά το συνέδριο, τι δουλειά είχε ένας παπάς στο συνέδριο της Vogue! Μετάνιωσα που δεν τον ρώτησα.
Πήγα όμως στο φετινό συνέδριο για έναν ουσιαστικότερο λόγο. Κι αυτός έχει το όνομα μιας γυναίκας, της Έλις Κις, που εδώ και λίγο καιρό βρίσκεται στο τιμόνι της ελληνικής Vogue. Η σπουδαία αυτή δημοσιογράφος μόδας και φίλη που έρχεται από τη μεγάλη σχολή της Heralde Tribune και της Suzy Menkes ήταν σίγουρο ότι θα φρόντιζε το φετινό συνέδριο να έχει το ανάλογο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Δεν έπεσα έξω. Η Έλις, μέσα στο ατρόμητα κατακόκκινο κοστούμι της, διευθύνοντας η ίδια τρία από τα πολλά πάνελ, ήταν απόλαυση να τη βλέπεις με πόση μαεστρία χειριζόταν τους καλεσμένους της, τι ερωτήσεις διάλεγε να τους θέσει, πόσο κουλ τους αντιμετώπιζε. Η Έλις, ακριβώς επειδή έχει συναντήσει και έχει πάρει συνεντεύξεις από τους μεγαλύτερους της μόδας, δεν είναι φαν. Υποδέχεται και αντιμετωπίζει τον καλεσμένο της μέσα σε μια θαυμάσια χαλαρότητα, πράγμα που διευκολύνει και τον ακροατή για να προσέξει καλύτερα το διάλογό τους.
Υπάρχουν άνθρωποι αξιόλογοι που είναι ιδανικοί για να μιλήσουν σε συνέδρια, υπάρχουν και άλλοι, εξίσου αξιόλογοι, που δεν είναι. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η Μαίρη Κατράντζου, στη δεύτερη η Ίρις Βαν Χέρπεν. Η πρώτη, με τη στεντόρεια φωνή της ήταν ξεσηκωτική, σε παρέσερνε με τη ζωντάνια της, τη σπιρτάδα της, τις γρήγορες και ακαριαίες απαντήσεις της. Η δεύτερη είναι τόσο εύθραυστη, όσο τα αριστουργήματα που σχεδιάζει. Η μικρή Ολλανδέζα με την τόσο σημαντική καριέρα, ενώ είπε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, δυσκολευόσουν να συντονιστείς στις χαμηλές οκτάβες της φωνής της και στη φυσική της συστολή.
Είναι αλήθεια πως και αυτό το συνέδριο, όπως και άλλα, το παρακολούθησα αποσπασματικά. Καθώς μένω κοντά στο Μέγαρο, είχα το προνόμιο να διαλέξω τους ομιλητές που μ’ ενδιέφεραν να δω, να φύγω και να ξαναγυρίσω όσες φορές ήθελα.
Διάλεξα τη Μαίρη, τη Μαιρούλα, το Μαράκι μας (Κατράντζου) γιατί είναι από μόνη της ένα διαρκές success story και σήμερα σαν καλλιτεχνική διευθύντρια των αξεσουάρ του Bulgari μιλάει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Υψηλή Τέχνη της παράδοσης, του χειροποίητου και της ταυτότητας (στη δική της περίπτωση τα απόλυτα αναγνωρίσιμα ψηφιακά πριντ που την καθιέρωσαν), τονίζοντας πως «είναι το πιο ζωτικό συστατικό στη βιομηχανία της μόδας». Από την ομιλία της κράτησα τη φράση
«Η ιδέα της αρμονίας και της συμμετρίας είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μου ως Ελληνίδα. Ήμουν πάντα πολύ περίεργη και νομίζω ότι αυτό είναι στοιχείο του ελληνικού πνεύματος».
Δεν είχε άδικο! Πόσα πράγματα έγιναν στο κόσμο από την περιέργεια κάποιων; Η περιέργεια είναι πάντα ένας σημαντικός μοχλός για να πας παρακάτω, για να φτάσεις στην επιτυχία.
Αραχνοΰφαντη τόσο η ίδια όσο και ο λόγος της, η Ίρις Βαν Χέρπεν μίλησε μεταξύ άλλων και για τον τρόπο που δουλεύει τα πρωτοποριακά της σχέδια. Δεν υπάρχει αρχή μέση και τέλος. Το ξεκινάει τυχαία και όπου τη βγάλει, μας εκμυστηρεύτηκε. Φυσικά μίλησε για τον ρόλο της τεχνολογίας και της μηχανικής που ωθούν τη μόδα να πάει παρακάτω, αλλά και το συναίσθημα, τόσο υπαρκτό, ιδίως στη σχεδιαστική διαδικασία. Κράτησα τη φράση της «οπτικοποιώ το αόρατο» που είναι και η ουσία της δουλειάς της. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι, συγνώμη, με συνεπήρε το αριστουργηματικό της φόρεμα! Που μπορώ και τώρα αν θέλετε να σας το περιγράψω μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια. Τη συζήτηση διηύθυνε ο Filep Motwary που είναι ο Editor at Large της ελληνικής Vogue, ένας τίτλος που κατείχε στο αμερικάνικο έντυπο και τίμησε για δεκαετίες ο συχωρεμένος Αndre Leon Talley. Ένας τίτλος που, συγχωρέστε με για την ασχετοσύνη μου, ποτέ δεν κατανόησα, εγώ μια ταπεινή Editor at Short.
Διάλλειμα. Γύρισα στο σπίτι, έφαγα τις φακές που είχα ετοιμάσει το πρωί, απάντησα στα μέιλ μου, ξαναγύρισα στο Μέγαρο, είχε έρθει η ώρα του Alex de Betak. Ο Μπετάκ είναι το ψώνιο μου από την εποχή των νιάτων μου. Αυτός και το ομώνυμο γραφείο που διευθύνει έχει στήσει και σκηνοθετήσει μερικά από τα ωραιότερα event στην ιστορία της μόδας. Που όχι μόνο μοιάζου, αλλά είναι παραμύθι. Ένα από τα πρώτα του σκηνοθετικά θαύματα είχα παρακολουθήσει πριν ένα εκατομμύριο χρόνια στο Παρίσι για λογαριασμό ενός αρώματος (κυκλοφορεί ακόμα στην αγορά αλλά δεν θα το διαφημίσω) και ακόμα θυμάμαι αυτήν τη συγκλονιστική πραγματική ζούγκλα που είχε στήσει σε ένα τεράστιο χώρο του κέντρου, μια ζούγκλα που λίγο απείχε από εκείνη του Αμαζονίου με πανύψηλα δέντρα, τροπικά φυτά, λουλούδια, κάκτους και υπόκρουση τους βρυχηθμούς των ζώων. «Σημασία για μένα έχει να κάνεις ένα σόου προσιτό και αξέχαστο στο κοινό» είπε μεταξύ άλλων και θα συμφωνήσετε μαζί του αν μάθετε ότι αυτός ο κύριος, ο Αλεξάντερ ντε Μπετάκ, ήταν ο ίδιος που έστησε όλο σόου του Ντιόρ στο Καλλιμάρμαρο πριν μερικά χρόνια.
Πήγα στο συνέδριο της Vogue όμως και από μια, πώς να το πω, μητρική αγάπη! Ο Αρίων (Σπυρίδης), General Manager του Minas και πρωτότοκος γιος του ιδρυτή, θα μιλούσε εκείνη την ημέρα και μια υπερηφάνεια την είχα. Τον καλό μου τον Αρίωνα, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Προμηθέα, σχεδόν τα μεγάλωσα. Από την εποχή που ήταν ακόμα παιδάκια, στο σπίτι της οδού Πεντέλης παρέα με την μητέρα και τον πατέρα τους, ζήσαμε, διασκεδάσαμε, τραγουδήσαμε, κλάψαμε και γελάσαμε μαζί, μέχρι που έγιναν έφηβοι, ενήλικες, άνδρες, μέχρι που έφυγαν από την Ελλάδα, μέχρι που ξαναγύρισαν μερικά χρόνια αργότερα. Ο Aρίων, που είναι ένας change maker της επιχείρησής τους, πρωτίστως κατάφερε μαζί με τον αδελφό του κάτι πρωτόγνωρο για επόμενη γενιά επιχειρηματιών. Κατάφερε να «εκδημοκρατίσει» το brand, να κατεβάσει την ηλικία των αγοραστών, να το κάνει εθιστικό, να το κάνει μόδα στα λύκεια και στα κολέγια και εν τέλει, με τη βοήθεια των σόσιαλ που τα έπαιζε στα δάχτυλα, να δημιουργήσει όχι απλώς ρεύμα αλλά κανονική υστερία. Δεν είναι μόδα πια να φοράς ένα κόσμημα Minas. Μόδα είναι να τα φοράς τρία-τρία! «Είναι πολύ σημαντικό να επενδύσουμε στη νέα γενιά για να συνεχίσει η φιλοσοφία του brand μας» κατέληξε μιλώντας με άψογο αμερικάνικο αξάν.
Η τελευταία ομιλία που παρακολούθησα ήταν και η τελευταία του συνεδρίου. Στο πάνελ η Ντάϊαν φον Φίρστενμπεργκ σ’ ένα τετ α τετ με την Έλις Κις. Για περισσότερο από 30 λεπτά αυτή η τόσο γοητευτική και σοφή γυναίκα, στα ογδόντα τόσα χρόνια της, επιδόθηκε σ’ ένα άνευ προηγουμένου one woman show. Μιλούσε και κάθε φράση της ήταν και μια ατάκα, κάθε φράση της και ένα απόσταγμα ζωής. Ο λόγος της είχε παρασύρει σε τέτοιο βαθμό την αίθουσα που δεν άκουγες κιχ. Μιλούσε και μπροστά σου έσκαγαν εικόνες από την Ντάϊαν του Στούντιο 54 και του Γουόρχολ, από την Ντάϊαν του wrap φορέματος, από τη Ντάϊαν με τη εντυπωσιακή ζωή και την ακόμα πιο εντυπωσιακή καριέρα. Μίλησε για τις σκοτεινές μέρες της εβραίας μητέρας της και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης , για τον τόπο καταγωγής της, την Θεσσαλονίκη, για το wrap φόρεμα που έγινε το σήμα κατατεθέν της εδώ και μισό αιώνα, «δεν δημιούργησα εγώ το wrap dress, το wrap dress ήταν αυτό που δημιούργησε εμένα» παραδέχτηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Είπε ακόμα ότι «μεγαλώνοντας ήξερα το είδος της γυναίκας που ήθελα να είμαι, μια γυναίκα υπεύθυνη. Να έχω τη ζωή ενός άνδρα στο σώμα μιας γυναίκας. Υπεύθυνος δεν σημαίνει επιθετικός. Είναι μια δέσμευση στον εαυτό μας». Είπε πολλά, πάρα πολλά, μακάρι να βρείτε αυτό το βίντεο να την ακούσετε, για να καταλήξει στη κορυφαία φράση:
« Η καλοσύνη είναι ένα νόμισμα. Και η γενναιοδωρία η καλύτερη επένδυση. Και αυτή τη στιγμή, που όλα είναι τόσο σκοτεινά, είμαι αποφασισμένη να κάνω την καλοσύνη, σέξι».
Δεν θα μπορούσε να τελειώσει καλύτερα ένα συνέδριο με θέμα τους change makers. Ένα συνέδριο που τα είχε όλα, του έλειπε όμως κάτι σημαντικό: Η ελληνική γλώσσα!
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού