Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Οι συναρπαστικές ιστορίες πίσω από τα κλεμμένα κοσμήματα του Λούβρου
9 αντικείμενα από τη συλλογή κοσμημάτων του Ναπολέοντα και της αυτοκράτειρας Ευγενίας κλάπηκαν από τον Λούβρο - Αυτή είναι η ιστορία τους
Υπάρχει κάτι απερίγραπτα κινηματογραφικό σε μια καλοσχεδιασμένη ληστεία μουσείου. Ειδικά όταν τα κλοπιμαία δεν είναι απλώς πολύτιμα – είναι φορτωμένα με μυστικά, πάθη, θρόνους, εξορίες, και φυσικά, με τις τελευταίες ανάσες χαμένων αυτοκρατοριών. Τα εννέα κοσμήματα που αφαιρέθηκαν από την Γκαλερί του Απόλλωνα του Λούβρου –ή που, στην περίπτωση του ένατου, εγκαταλείφθηκαν στην άσφαλτο έξω από το μουσείο– δεν είναι απλώς αντικείμενα τέχνης και πλούτου. Είναι αφηγήσεις. Μικρές, λαμπερές νουβέλες πάνω σε χρυσό, σμάλτο και πέτρες που κουβαλούν την αύρα, μπορεί και το DNA των ανθρώπων που τα φόρεσαν.
Και είναι να απορεί κανείς – τι ακριβώς ήλπιζαν να κάνουν οι ληστές με αυτά τα κομμάτια; Να τα πουλήσουν σε κάποιον υπερήλικα εκατομμυριούχο μέσα σε ιδιωτικό υποβρύχιο; Να τα θρυμματίσουν για τις πέτρες τους; Ό,τι κι αν σχεδίαζαν, προφανώς δεν είχαν αναλογιστεί πως έκλεβαν μια ντουζίνα ιστορικά “φαντάσματα”. Γιατί σε αυτά τα κοσμήματα, κάθε σμαράγδι κρύβει μια έγκυο αρχιδούκισσα. Κάθε μαργαριτάρι έχει πάνω του μια σταγόνα ιδρώτα από βασιλικό χορό. Κάθε φιόγκος, μια συζυγική προσποίηση μπροστά σε φωτογράφους και δούκες.
Αλλά πριν διαβάσουμε την κάθε ιστορία τους, ας βάλουμε την Ιστορία στη θέση της.
Η εποχή των Ναπολεόντειων αυτοκρατοριών δεν είναι μία, αλλά δύο. Η Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία (1804–1814/1815) ιδρύθηκε από τον Ναπολέοντα Α΄, τον θρυλικό στρατηγό που στέφθηκε αυτοκράτορας μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Η βασιλεία του – γεμάτη πόλεμο και μεγαλείο – έσβησε με τις καταστροφές στη Ρωσία και τη Βατερλό. Η Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία (1852–1870) ιδρύθηκε από τον ανιψιό του, Λουδοβίκο-Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που έγινε ο Ναπολέων Γ΄. Εκείνη ήταν μια εποχή θεαματική, γεμάτη αρχιτεκτονικές αναμορφώσεις στο Παρίσι, διεθνείς εκθέσεις, νέες μόδες και – φυσικά – την αυτοκράτειρα Ευγενία, το απόλυτο είδωλο της χλιδής.
Τα εννέα κοσμήματα που ακολουθούν γεννήθηκαν μέσα σε αυτή τη χρονική ζώνη αίγλης, επανάστασης, εξορίας και συλλογικής ιστορικής θεατρικότητας.
Οι ιστορίες των εννέα κοσμημάτων που κλάπηκαν από το Μουσείο του Λούβρου
Η τιάρα από το ζαφειρένιο σετ της βασίλισσας Μαρίας-Αμελίας και της βασίλισσας Ορτάνς
Ήταν ένα διάδημα στολισμένο με 24 υπέρλαμπρα ζαφείρια από την Κεϋλάνη και 1.083 διαμάντια, ένα πραγματικό έργο τέχνης της κοσμηματοποιίας. Η ιστορία του ξεκινάει στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ανήκε στην Ορτάνς ντε Μπωαρναί – θετή κόρη του Ναπολέοντα και βασίλισσα της Ολλανδίας ως σύζυγος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Η νεαρή Ορτάνς λάτρευε τα κοσμήματα, και λέγεται πως αυτό το σετ με ζαφείρια και διαμάντια την έκανε να ακτινοβολεί στην αυτοκρατορική αυλή του θείου της. Ωστόσο, οι ταραχώδεις εποχές μετά την πτώση του Ναπολέοντα την άφησαν εξόριστη και οικονομικά πιεσμένη. Με βαριά καρδιά, η Ορτάνς αποφάσισε να αποχωριστεί αυτό το αγαπημένο της σετ. Σε μια κίνηση γεμάτη ειρωνεία, πούλησε τα ζαφείρια της στον δούκα της Ορλεάνης Λουδοβίκο-Φίλιππο – τον άνθρωπο που λίγο αργότερα θα γινόταν βασιλιάς των Γάλλων.
Ο Λουδοβίκος-Φίλιππος δώρισε τα ζαφείρια στη σύζυγό του, τη βασίλισσα Μαρία-Αμελία. Ένας άγνωστος αλλά δεξιοτέχνης Παριζιάνος κοσμηματοποιός αναδιαμόρφωσε τα παλαιά κομμάτια της Ορτάνς σε ένα ολοκαίνουργιο μεγαλοπρεπές parure (σετ κοσμημάτων) για τη Μαρία-Αμελία. Η τιάρα αυτή, μαζί με το ταίρι της – το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια – στόλισαν τη βασίλισσα των Γάλλων σε λαμπερές εμφανίσεις κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας. Μπορούμε να φανταστούμε τη Μαρία-Αμελία να φορά το ζαφειρένιο διάδημά της στους βασιλικούς χορούς των Ανακτόρων του Κεραμεικού, με τις πολύτιμες πέτρες να αντανακλούν το φως των κεριών, σηματοδοτώντας την αίγλη και τη σταθερότητα της νέας δυναστείας του Maison d’Orléans.
Όμως και αυτή η δυναστεία έμελλε να πέσει – η επανάσταση του 1848 έστειλε τον Λουδοβίκο-Φίλιππο και τη Μαρία-Αμελία στην εξορία. Παρ’ όλα αυτά, η οικογένεια των Ορλεανιστών διατήρησε το σετ ως οικογενειακό κειμήλιο για περισσότερο από έναν αιώνα. Φτάνοντας στη δεκαετία του 1980, ο απόγονός τους Ερρίκος της Ορλεάνης, κόμης του Παρισιού, αποφάσισε να πουλήσει το ιστορικό αυτό σετ. Το 1985, το Λούβρο κατάφερε να αποκτήσει ολόκληρο το ζαφειρένιο parure της Μαρίας-Αμελίας, επαναφέροντάς το έτσι στην καρδιά της Γαλλικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Έπειτα από μια τόσο περιπετειώδη διαδρομή – από τα σαλόνια της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας και της Ορτάνς, στα ανάκτορα των Ορλεανιστών και τελικά στο μουσείο – η τιάρα εκτίθετο επιτέλους ως πολύτιμο κομμάτι της ιστορίας της Γαλλίας, με την αίγλη της άθικτη μέσα στον γυάλινο θόλο της vitrine. Μέχρι την Κυριακή 19 Οκτωβρίου.
Το περιδέραιο από το ζαφειρένιο σετ της βασίλισσας Μαρίας-Αμελίας και της βασίλισσας Ορτάνς
Το εντυπωσιακό αυτό κολιέ, στολισμένο με 8 μεγάλα ζαφείρια πλαισιωμένα από διαμάντια σε περίτεχνο χρυσό δέσιμο, συμπλήρωνε την τιάρα της Μαρίας-Αμελίας ως μέρος του ίδιου σετ. Η ιστορία του είναι άρρηκτα δεμένη με της τιάρας – γεννήθηκαν μαζί από τα κοσμήματα της Ορτάνς και μετασχηματίστηκαν σε βασιλικό θησαυρό των Ορλεανιστών. Όταν η Ορτάνς ως εξόριστη βασίλισσα αναγκάστηκε να πουλήσει τα αγαπημένα της ζαφείρια, το περιδέραιο πέρασε και αυτό στα χέρια του Λουδοβίκου-Φιλίππου. Λέγεται ότι η ίδια η Ορτάνς, κοιτάζοντας για τελευταία φορά τα πετράδια, δάκρυσε καθώς αποχωριζόταν το λαμπρό αυτό κόσμημα που της θύμιζε τις ευτυχέστερες μέρες της στο Παρίσι.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το κολιέ στόλισε τον λαιμό της βασίλισσας Μαρίας-Αμελίας σε σημαντικές περιστάσεις. Ίσως το φόρεσε σε επίσημες τελετές ή σε οικογενειακά πορτρέτα, ως σύμβολο της σύνδεσης ανάμεσα στη νέα μοναρχία των Ορλεανιστών και την παλιά αυτοκρατορική κληρονομιά των Βοναπάρτηδων. Οι πολύτιμοι λίθοι του – τα ζαφείρια σαν βαθυγάλαζες λίμνες και τα δεκάδες διαμάντια σαν άστρα – μαγνήτιζαν τα βλέμματα στην αυτοκρατορική αυλή.
Μετά την πτώση του θρόνου των Ορλεανιστών, το περιδέραιο πέρασε μαζί με την τιάρα στους απογόνους της Μαρία-Αμελίας. Παρέμεινε φυλαγμένο ως οικογενειακό κόσμημα ώσπου, έναν αιώνα αργότερα, έφτασε η ώρα να λάμψει ξανά δημόσια. Όταν το 1985 ο τελευταίος κόμης των Ορλεάνης αποφάσισε να το παραχωρήσει, το Λούβρο άδραξε την ευκαιρία να το επαναπατρίσει. Το ζαφειρένιο περιδέραιο βρήκε τη θέση του δίπλα στην τιάρα στη Γκαλερί του Απόλλωνα, σαν να έκλεινε έτσι ο κύκλος της ιστορίας του. Εκεί, πίσω από το προστατευτικό γυαλί, συνέχιζε να διηγείται σιωπηλά στους επισκέπτες την παραμυθένια του διαδρομή από τα χέρια μιας αυτοκρατορικής θετής κόρης στα χέρια μιας εξόριστης βασίλισσας και τελικά στο θησαυροφυλάκιο του γαλλικού έθνους.
Το μονό σκουλαρίκι από το ζαφειρένιο σετ της βασίλισσας Μαρίας-Αμελίας και της βασίλισσας Ορτάνς
Τα σκουλαρίκια του ζαφειρένιου σετ – δύο διακριτά κομμάτια με στρογγυλά και κρεμαστά ζαφείρια περιτριγυρισμένα από διαμαντένια λάμψη – συμπλήρωναν αρμονικά την τιάρα και το περιδέραιο της Μαρίας-Αμελίας. Ωστόσο, η μοίρα τους επεφύλασσε μια ιδιαιτερότητα: από το ζεύγος αυτό των σκουλαρικιών, τελικά μόνο το ένα κομμάτι χάθηκε στη ληστεία, ενώ το άλλο παρέμεινε πίσω, ασφαλές στο Λούβρο. Πριν από αυτό το δραματικό περιστατικό, όμως, τα δύο αυτά σκουλαρίκια είχαν ζήσει μαζί όλη την ιστορική τους διαδρομή.
Αρχικά, κοσμούσαν τα αφτιά της νεαρής Ορτάνς στα γκαλά της Αυλής του Ναπολέοντα. Μπορούμε να τη φανταστούμε, νέα και λαμπερή, να χορεύει στις αυτοκρατορικές αίθουσες φορώντας τα ζαφειρένια σκουλαρίκια που αιωρούνταν απαλά σε κάθε της κίνηση. Όταν εκείνη αναγκάστηκε να τα πουλήσει, τα σκουλαρίκια ακολούθησαν την τύχη της υπόλοιπης parure: πέρασαν στη βασίλισσα Μαρία-Αμελία, η οποία ενδεχομένως τα φόρεσε σε επίσημα δείπνα και εκδηλώσεις στο πλευρό του Λουδοβίκου-Φιλίππου Η λάμψη των ζαφειριών στα σκουλαρίκια τόνιζε το βασιλικό κύρος της και ταυτόχρονα κρατούσε ζωντανή την ανάμνηση της προηγούμενης κατόχου τους – μια συναισθηματική νότα κρυμμένη πίσω από την επισημότητα.
Μετά την εκθρόνιση του 1848, τα σκουλαρίκια, όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια του σετ, κρατήθηκαν από τους απόγονους της οικογένειας του Οίκου της Ορλεάνης. Όταν το σετ αγοράστηκε από το Λούβρο το 1985, και τα δύο σκουλαρίκια επεστράφησαν στη Γαλλία μαζί, επανενωμένα με την τιάρα και το περιδέραιο. Πίσω από τις βιτρίνες του μουσείου, το ζευγάρι παρέμεινε ενωμένο για δεκαετίες, καθηλώνοντας τους λάτρεις των κοσμημάτων. Κανείς δεν φανταζόταν ότι η επόμενη ανατροπή θα χώριζε τα δίδυμα αυτά κομμάτια. Έτσι, το μονό ζαφειρένιο σκουλαρίκι που χάθηκε πρόσφατα κουβαλά τώρα ακόμη πιο φορτισμένη ιστορία – έχοντας γλιτώσει από πολέμους και εξορίες, αλλά όχι από μια τολμηρή κλοπή – ενώ το ταίρι του στέκει πλέον μόνο στο Λούβρο, θλιμμένο ενθύμιο μιας parure που δεν είναι πια πλήρης.
Το σμαραγδένιο περιδέραιο της Αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας
Αυτό το μεγαλοπρεπές περιδέραιο από σμαράγδια και διαμάντια ήταν δώρο ενός αυτοκράτορα σε μια αυτοκράτειρα – συγκεκριμένα, του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στη δεύτερη σύζυγό του, τη Μαρία-Λουίζα της Αυστρίας. Όταν ο Ναπολέων το 1810 παντρεύτηκε τη νεαρή αρχιδούκισσα, θέλησε να της προσφέρει ένα σετ κοσμημάτων αντάξιο της νέας της θέσης. Ανέθεσε λοιπόν στον προσωπικό του κοσμηματοπώλη, τον διάσημο François-Régnault Nitot, τη δημιουργία μιας ολόκληρης parure με σμαράγδια και διαμάντια. Το περιδέραιο ήταν το κεντρικό κομμάτι: 32 λαμπερά πράσινα σμαράγδια εξαιρετικής ποιότητας από την Κολομβία, πλαισιωμένα από 1.138 διαμάντια που σχημάτιζαν περίτεχνα μοτίβα σε χρυσή βάση. Όταν η Μαρία-Λουίζα το φόρεσε πρώτη φορά – πιθανότατα σε κάποια λαμπρή τελετή στον γάμο ή σε γιορτή για τη γέννηση του γιου της το 1811 – πρέπει να έλαμπε ολόκληρη. Οι χρονικογράφοι ανέφεραν ότι η νεαρή αυτοκράτειρα έμεινε έκθαμβη από την πολυτέλεια των κοσμημάτων που της χάρισε ο Ναπολέων.
Η ιστορία αυτού του περιδέραιου ακολουθεί τις τύχες της ίδιας της Μαρίας-Λουίζας. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1814, η αυτοκράτειρα επέστρεψε στη γενέτειρά της, την Αυστρία, παίρνοντας μαζί της το σετ ως προσωπική της περιουσία. Για χρόνια το περιδέραιο πέρασε σιωπηλά από γενιά σε γενιά μέσα στον κύκλο των Αψβούργων συγγενών της. Το 1847, όταν πέθανε η Μαρία-Λουίζα, οι θησαυροί της μοιράστηκαν στους Αψβούργους κληρονόμους της. Το σμαραγδένιο σετ – συμπεριλαμβανομένου του περιδέραιου και των σκουλαρικιών – φαίνεται πως κατέληξε σε έναν πλάγιο κλάδο της οικογένειας (πιθανόν στον μεγαλοδούκα της Τοσκάνης) και παρέμεινε στα χέρια των απογόνων του επί έναν ακόμη αιώνα.
Οι καταιγιστικές αλλαγές του 20ού αιώνα δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους κατόχους του περιδέραιου. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιοι απόγονοι της Μαρίας-Λουίζας βρέθηκαν εξόριστοι και αντιμετώπισαν οικονομικές δυσκολίες, χάνοντας μάλιστα και τα οικογενειακά έγγραφα που πιστοποιούσαν την προέλευση των κοσμημάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι κληρονόμοι αποφάσισαν να πουλήσουν το ιστορικό σετ. Το 1953, ο περίφημος οίκος κοσμημάτων Van Cleef & Arpels στη Νέα Υόρκη απέκτησε το διάδημα και ένα μέρος του σετ. Δυστυχώς, σε μια εποχή όπου η ιστορική αξία συχνά θυσιαζόταν μπροστά στη μόδα, οι κοσμηματοποιοί αφαίρεσαν τα μεγάλα σμαράγδια από το διάδημα και τα διέθεσαν μεμονωμένα, αντικαθιστώντας τα στο στέμμα με τιρκουάζ. Το ίδιο το σμαραγδένιο διάδημα της Μαρίας-Λουίζας – πια με τιρκουάζ πέτρες – πουλήθηκε αργότερα στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν της Ουάσιγκτον, όπου εκτίθεται σήμερα, ένα παράδειγμα του πώς ένας ιστορικός θησαυρός άλλαξε μορφή.
Ευτυχώς, όμως, το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια της σετ σώθηκαν από αυτή την τύχη. Αυτά δεν πέρασαν από το εργαστήριο του Van Cleef, αλλά πουλήθηκαν ξεχωριστά απευθείας σε ιδιώτες συλλέκτες. Για ένα διάστημα ανήκαν στη διάσημη συλλογή της βαρόνης Ελί ντε Ρότσιλντ – μιας γυναίκας γνωστής για την αδυναμία της στα σπάνια κοσμήματα. Κάτω από την προσεκτική φροντίδα της, το περιδέραιο διατηρήθηκε άθικτο, σαν ένα παράθυρο ανοιχτό στην εποχή του αυτοκράτορα. Τελικά, στις αρχές του 21ου αιώνα, έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια να επιστρέψει αυτός ο θησαυρός στην πατρίδα του. Το 2004, το Λούβρο – με τη βοήθεια του Γαλλικού Ταμείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς και της Εταιρείας Φίλων του Λούβρου – κατάφερε να αγοράσει το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια της Μαρίας-Λουίζας. Ήταν η ακριβότερη αγορά κοσμημάτων που είχε κάνει ποτέ μουσείο μέχρι τότε, αλλά και μια πράξη εθνικής υπερηφάνειας: το δώρο γάμου του Ναπολέοντα στην αρχιδούκισσα είχε βρει τον δρόμο του πίσω στη Γαλλία. Έκτοτε, το εκθαμβωτικό σμαραγδένιο περιδέραιο εκτίθετο στο Λούβρο, λάμποντας ξανά κάτω από το φως – όχι των κεριών μιας αυτοκρατορικής γιορτής, αλλά των προβολέων μιας προθήκης, ως μνημείο ιστορίας και τέχνης.
Το ζευγάρι σμαραγδένια σκουλαρίκια της Αυτοκράτειρας Μαρίας-Λουίζας
Τα σμαραγδένια σκουλαρίκια που συνόδευαν το παραπάνω περιδέραιο ήταν κι αυτά μέρος του πολύτιμου δώρου του Ναπολέοντα στη Μαρία-Λουίζα. Κάθε σκουλαρίκι αποτελείται από ένα μεγάλο οβάλ σμαράγδι ως κεντρική πέτρα, πλαισιωμένο από αστραφτερά διαμάντια, και κρεμιέται κομψά από το αφτί με μια διαμαντένια βάση. Ως σύνολο, τα σκουλαρίκια συμπλήρωναν το περιδέραιο, πλαισιώνοντας το πρόσωπο της αυτοκράτειρας με δύο συμμετρικές πινελιές σμαραγδένιας λάμψης. Όταν φορούσε όλο το σετ, η Μαρία-Λουίζα έφερνε στο νου εικόνες από παλαιότερες βασίλισσες – τόσο εκθαμβωτική ήταν η παρουσία της με αυτά τα κοσμήματα.
Η μοίρα των σκουλαρικιών υπήρξε κοινή με του περιδέραιου για πολλούς αιώνες. Μετά την επιστροφή της Μαρίας-Λουίζας στην Αυστρία, πέρασαν και αυτά στους κληρονόμους της, λάμποντας περιστασιακά σε αυστριακές ή άλλες ευρωπαϊκές αυλές όταν κάποια αρχόντισσα τα φορούσε σε επίσημες εκδηλώσεις. Μπορούμε να φανταστούμε ότι ίσως μια πριγκίπισσα των Αψβούργων τα φόρεσε σε κάποιον αυτοκρατορικό χορό στη Βιέννη, δίχως πολλοί να γνωρίζουν πως τα πετράδια που φορούσε είχαν κάποτε στολιστεί στον λαιμό και τα αυτιά της αυτοκράτειρας των Γάλλων.
Όταν οι απόγονοι αποφάσισαν να πουλήσουν το σετ, τα σκουλαρίκια ακολούθησαν το περιδέραιο. Αντί όμως να διαλυθούν ή να ξηλωθούν, κατάφεραν να διατηρηθούν ακέραια. Μαζί με το περιδέραιο, βρέθηκαν στη συλλογή της βαρόνης Ελί ντε Ρότσιλντ – που εκτίμησε την ιστορική τους σημασία και τα φύλαξε ως ανεκτίμητο οικογενειακό θησαυρό. Υπό αυτή την προστασία, τα σκουλαρίκια διέφυγαν τον κίνδυνο να κοπούν οι πέτρες τους ή να χαθούν στο εμπόριο.
Το 2004, όταν το Λούβρο κινήθηκε για την αγορά του περιδέραιου, δεν θα μπορούσε να αφήσει πίσω τα σκουλαρίκια – η αξία τους ήταν αξεχώριστη από εκείνη του κολιέ, τόσο αισθητικά όσο και ιστορικά. Με τη χρηματοδότηση ευεργετών και την κρατική υποστήριξη, το μουσείο εξασφάλισε ότι και τα δύο σκουλαρίκια θα επαναπατρίζονταν μαζί με το περιδέραιο. Ήταν μια θριαμβευτική στιγμή όταν οι επιμελητές του Λούβρου τοποθέτησαν και τα τρία κομμάτια – περιδέραιο και σκουλαρίκια – στην προθήκη. Εκεί, οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν το πλήρες σετ όπως ακριβώς θα το φορούσε η Μαρία-Λουίζα πριν από 200 χρόνια. Τα σμαράγδια τους, με το βαθύ πράσινο χρώμα της άνοιξης, αντανακλούσαν το φως δίπλα στα διαμάντια, προκαλώντας δέος και θαυμασμό. Το γεγονός ότι αυτά τα σκουλαρίκια, παρά τις περιπέτειες και τα ταξίδια τους μέσω πολέμων, εξορίας και δημοπρασιών, επέζησαν ενωμένα με το ταίρι τους, καθιστά την ιστορία τους μοναδική. Ήταν πλέον ασφαλή ως μέρος της εθνικής συλλογής κοσμημάτων, διαφυλάσσοντας για πάντα τη μνήμη της αυτοκρατορικής γενναιοδωρίας του Ναπολέοντα και της μοίρας της Μαρίας-Λουίζας.
Η καρφίτσα-λειψανοθήκη της Αυτοκράτειρας Ευγενίας (Reliquary Brooch)
Αυτή η ιδιαίτερη διαμαντένια καρφίτσα, γνωστή ως “καρφίτσα-λειψανοθήκη”, φτιάχτηκε το 1855 για την αυτοκράτειρα Ευγενία, τη σύζυγο του Ναπολέοντα Γ΄. Το όνομά της προέρχεται από το σχήμα της, που θυμίζει μικρή λειψανοθήκη – ένα πολύτιμο κειμήλιο φτιαγμένο για να φυλάσσει ένα ιερό λείψανο. Η Ευγενία ήταν βαθιά θρησκευόμενη καθολική και ήθελε ένα κόσμημα που να αντανακλά την πίστη της: η καρφίτσα σχεδιάστηκε ώστε θεωρητικά να μπορεί να φιλοξενήσει μέσα της ένα μικρό φυλαχτό ή λείψανο αγίου, ως συνεχής υπενθύμιση της ευσέβειάς της. Στην πράξη, πάντως, η ίδια η καρφίτσα δεν περιέχει κάποιον εμφανή χώρο για λείψανο – ίσως η θήκη της να προοριζόταν να συνοδεύει κάτι τέτοιο, αλλά το κόσμημα από μόνο του ήταν ατόφιο διακοσμητικό στολίδι.
Η δημιουργία αυτού του κομματιού ενώνει τρεις διαφορετικές εποχές: την εποχή του καρδινάλιου Μαζαρίνο τον 17ο αιώνα, την εποχή του Ναπολέοντα Γ΄ τον 19ο αιώνα, και τη σημερινή. Πώς; Ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ΄ επιθυμούσε να αναβιώσει τη μεγαλοπρέπεια των αρχαίων γαλλικών θησαυρών. Έτσι ανέθεσε στον κοσμηματοπώλη Alfred Bapst – απόγονο της φημισμένης οικογένειας κοσμηματοποιών Bapst – να κατασκευάσει αυτή την καρφίτσα χρησιμοποιώντας διαμάντια που ήδη ανήκαν στο Στέμμα. Δύο από αυτά τα διαμάντια, που ξεχωρίζουν στο κέντρο της καρφίτσας σαν συμμετρικά “φτερά”, ήταν ονομαστά: ανήκαν στη συλλογή των “Διαμαντιών του Μαζαρίνου”. Ο καρδινάλιος Μαζαρίνο, πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΔ΄, είχε κληροδοτήσει 18 μεγάλα διαμάντια στο γαλλικό στέμμα το 1661. Τα δύο διαμάντια της καρφίτσας-λειψανοθήκης – γνωστά ως ο αριθμός 17 και 18 της συλλογής Μαζαρίνου – είχαν λοιπόν μια προγενέστερη ζωή, στολίζοντας βασιλικά κοσμήματα της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Με την καρφίτσα αυτή, ο Alfred Bapst ουσιαστικά ανακύκλωσε τα ιστορικά αυτά πετράδια, παντρεύοντας τη μπαρόκ κληρονομιά του 17ου αιώνα με το νεο-μπαρόκ ύφος του Δεύτερου Γαλλικού Αυτοκρατορικού καθεστώτος.
Όταν ολοκληρώθηκε η καρφίτσα το 1855, η Ευγενία την πρόσθεσε στα κοσμήματά της και πιθανώς τη φορούσε σε θρησκευτικές τελετές ή μεγάλες επίσημες εκδηλώσεις όπου ήθελε να προβάλει τόσο την αυτοκρατορική της αίγλη όσο και την πίστη της. Ίσως σε κάποια Λειτουργία του Πάσχα ή σε μια δεξίωση στο παλάτι των Τουιλεριών, η αυτοκράτειρα να είχε καρφιτσωμένο αυτό το εντυπωσιακό κόσμημα στο φόρεμά της, με τα διαμάντια του να αστράφτουν σαν άγιο φως.
Μετά την πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας το 1870, η Ευγενία διέφυγε στην Αγγλία παίρνοντας μαζί της όσα προσωπικά κοσμήματα μπόρεσε. Όμως η συγκεκριμένη καρφίτσα-λειψανοθήκη ήταν μέρος των επίσημων Κοσμημάτων του Στέμματος – άρα κρατική περιουσία. Το 1887, η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία αποφάσισε να εκποιήσει σε δημοπρασία σχεδόν όλα τα κοσμήματα του πρώην βασιλικού θησαυροφυλακίου, σε μια συμβολική κίνηση για να “μην υπάρχουν πια στέμματα, ώστε να μην υπάρξουν ξανά βασιλιάδες”. Η διαμαντένια αυτή καρφίτσα βγήκε στο σφυρί μαζί με δεκάδες τιάρες, διαδήματα και περιδέραια των Βουρβόνων και Βοναπαρτιστών. Αγοράστηκε από ιδιώτη – άγνωστο παραμένει αν τότε αντιλήφθηκαν την αξία των διαμαντιών του Μαζαρίνου που έφερε. Το αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια χρονιά, το 1887, η καρφίτσα πέρασε στη συλλογή του ίδιου του Λούβρου. Είτε μέσω κρατικής παρέμβασης, είτε επειδή ο αγοραστής την δώρισε αμέσως στο μουσείο, η καρφίτσα-λειψανοθήκη επέστρεψε εκεί όπου ανήκε – στον γαλλικό λαό. Έκτοτε, φιλοξενούνταν ως μέρος της μόνιμης συλλογής, ακτινοβολώντας ιστορία. Οι επισκέπτες την έβλεπαν και θαύμαζαν όχι μόνο την τέχνη της και τη λάμψη της, αλλά και τη συμβολική της σημασία: ένα κομμάτι που ενώνει τον Λουδοβίκο τον “Βασιλιά Ήλιο”, τον Ναπολέοντα Γ΄ και την Ευγενία σε ένα μόνο στολίδι.
Η μεγάλη καρφίτσα-φιόγκος (κορδέλα για το μπούστο) της Αυτοκράτειρας Ευγενίας
Ανάμεσα στα κοσμήματα της Ευγενίας, κανένα δεν έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση όσο ο πελώριος διαμαντένιος φιόγκος της – ένα κομψοτέχνημα κοσμηματοποιίας και μόδας, γνωστό ως corsage bow brooch. Αυτή η καρφίτσα σε σχήμα φιόγκου ήταν πραγματικά τεράστια και απαστράπτουσα: αποτελούνταν από 2.438 μπριγιάν διαμάντια και 196 ροζέτες (παλαιοκομμένα διαμάντια) που σχημάτιζαν μια περίτεχνη κορδέλα με κρόσσια σε φούντες. Το σχέδιό της μιμούνταν τη διακόσμηση passementerie – δηλαδή τα περίτεχνα κεντήματα με κορδόνια και φούντες στα υφάσματα – μόνο που εδώ οι “κλωστές” ήταν φτιαγμένες από χρυσό και οι “πούλιες” ήταν πολύτιμοι λίθοι. Στην ουσία, ολόκληρος ο φιόγκος ήταν μια σύζευξη μόδας και κοσμήματος, αντιπροσωπευτική της δεύτερης αυτοκρατορικής περιόδου όπου η Ευγενία καθόριζε τις τάσεις. Μάλιστα, ο φιόγκος αυτός αρχικά αποτελούσε το κεντρικό διακοσμητικό στοιχείο μιας διαμαντένιας ζώνης για τη μέση, η οποία λέγεται ότι είχε πάνω της συνολικά 4.000 πολύτιμες πέτρες! Δυστυχώς, δεν σώζεται φωτογραφία ή ζωγραφιά της πλήρους ζώνης – μόνο οι περιγραφές των έκθαμβων αυτοπτών μαρτύρων. Αργότερα, ο φιόγκος αφαιρέθηκε από τη ζώνη και μετατράπηκε σε αυτοτελές στολίδι για το μπούστο.
Ο μεγαλοπρεπής αυτός φιόγκος δημιουργήθηκε επίσης το 1855, από τον κοσμηματοποιό François Kramer. Ήταν η χρονιά που η αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ΄ βρισκόταν στο απόγειό της και το Παρίσι φιλοξενούσε τη Μεγάλη Παγκόσμια Έκθεση. Για την περίσταση, η Ευγενία παρήγγειλε νέα θαυμαστά κοσμήματα που θα επισκίαζαν όλες τις άλλες εστεμμένες. Ο διαμαντένιος φιόγκος παρουσιάστηκε ως μέρος αυτής της προσπάθειας επίδειξης της γαλλικής αυτοκρατορικής χλιδής.
Η Ευγενία φόρεσε τον φιόγκο αυτό σε εξαιρετικά σημαντικές στιγμές. Μια από αυτές ήταν το 1855, όταν το αυτοκρατορικό ζεύγος φιλοξένησε στο Παρίσι τη βασίλισσα Βικτωρία της Βρετανίας – την πρώτη επίσκεψη Βρετανού μονάρχη μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Σε ένα λαμπρό δείπνο προς τιμήν της Βικτωρίας, η Ευγενία εμφανίστηκε φορώντας στο στήθος της τον αστραφτερό φιόγκο, κερδίζοντας τον θαυμασμό ακόμη και της ίδιας της Βικτωρίας. Περιγραφές αναφέρουν ότι κάθε της κίνηση έκανε τις φούντες του φιόγκου να τρεμοπαίζουν, διαχέοντας αντανακλάσεις από τα διαμάντια σε όλη την αίθουσα. Ο φιόγκος αυτός έγινε σύμβολο του μεγαλείου της – μια δήλωση μόδας αλλά και δύναμης, καθώς οι διαμαντένιοι φιόγκοι ήταν αγαπημένο μοτίβο και της Μαρίας-Αντουανέτας, την οποία η Ευγενία θαύμαζε ιδιαίτερα.
Μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας, ο φιόγκος κατασχέθηκε μαζί με τα υπόλοιπα Κοσμήματα του Στέμματος. Όπως και η καρφίτσα-λειψανοθήκη, έτσι κι αυτός ο διαμαντένιος φιόγκος βγήκε σε δημοπρασία το 1887. Η πώλησή του σήμανε την έναρξη μιας νέας οδύσσειας: Το εντυπωσιακό αυτό κόσμημα πέρασε τον Ατλαντικό, καθώς αγοράστηκε από την περίφημη Αμερικανίδα κοσμική Κάρολαϊν Άστορ. Η κ. Άστορ, γνωστή ως η βασίλισσα της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, προσέθεσε τον φιόγκο στη συλλογή της και πιθανότατα τον φόρεσε σε πολυτελείς χορούς της Gilded Age, προκαλώντας πάταγο στη Νέα Υόρκη – ποια άλλη κυρία φορούσε αληθινό βασιλικό κόσμημα από τη Γαλλία; Μετά τον θάνατό της, ο φιόγκος κληροδοτήθηκε στην κόρη της, την Κόμισσα Μπόσαμπ, και έτσι βρέθηκε στα σαλόνια της βρετανικής αριστοκρατίας. Για μια ακόμη φορά, ο φιόγκος άλλαξε χέρια όταν μεταπολεμικά κατέληξε σε έναν διάσημο έμπορο κοσμημάτων στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1980. Εκεί, η λάμψη του αναγνωρίστηκε όχι μόνο ως αξία υλική αλλά και ιστορική.
Τελικά, το 2008, ο διαμαντένιος φιόγκος είχε μια θριαμβευτική επιστροφή στη Γαλλία. Το Λούβρο, με τη συνδρομή του Heritage Fund και των Φίλων του Λούβρου, απέκτησε σε δημοπρασία το κόσμημα αυτό. Η επαναγορά του φιόγκου θεωρήθηκε σημαντικό πολιτιστικό γεγονός: ένα αριστούργημα της δεύτερης αυτοκρατορικής εποχής και κομμάτι των διασκορπισμένων Γαλλικών Στέμματων βρήκε πάλι στέγη στο Παρίσι. Στη Γκαλερί του Απόλλωνα, η μεγάλη καρφίτσα-φιόγκος παρουσιαζόταν ανοικτή μέσα στη βιτρίνα, ώστε ο επισκέπτης να θαυμάσει την εξαιρετική χειροτεχνία της – από τις περίπλοκες διαμαντένιες κλωστές ως τις κρεμαστές φούντες. Αν και πια δεν στολίζει το φόρεμα καμιάς αυτοκράτειρας, εξακολουθεί (;) να μαγνητίζει σαν να κουβαλά ψιθύρους από τις δεξιώσεις του 1855, τα σαλόνια της Νέας Υόρκης του 1890 και τα ballrooms της αγγλικής εξοχής – ένα κόσμημα-ταξιδιώτης της Ιστορίας.
Η τιάρα της Αυτοκράτειρας Ευγενίας
Η αυτοκράτειρα Ευγενία ήταν φημισμένη για την εκλεκτική της κομψότητα και την αγάπη της στα κοσμήματα, αλλά ένα από τα πλέον εμβληματικά της ήταν το μαργαριταρένιο και διαμαντένιο διάδημα που φορούσε συχνά σε επίσημα πορτρέτα. Αυτή η τιάρα κατασκευάστηκε το 1853, αμέσως μετά τον γάμο της με τον Ναπολέοντα Γ΄, από τον σπουδαίο κοσμηματοποιό Alexandre-Gabriel Lemonnier. Ήταν ένα λεπτοδουλεμένο αριστούργημα: αποτελούνταν από 212 λευκά μαργαριτάρια άψογης συμμετρίας, 1.998 λαμπερά μπριγιάν διαμάντια και άλλες 992 ροζέτες (παλαιού τύπου κοπής). Όλα αυτά τα πετράδια ήταν τοποθετημένα σε μια βάση από χρυσό, σχηματίζοντας σχέδια ανθέων και φυλλωμάτων. Λέγεται μάλιστα ότι στο κέντρο αυτής της τιάρας μπορούσε να τοποθετηθεί, για ειδικές περιστάσεις, το περίφημο διαμάντι «Ρεζέν», το μεγαλύτερο διαμάντι του γαλλικού στέμματος. Έτσι, σε κορυφαίες τελετές, η Ευγενία κυριολεκτικά φορούσε στο κεφάλι της τον θησαυρό όλων των Γάλλων μοναρχών, συνδέοντας το παρόν της με το ένδοξο παρελθόν.
Η τιάρα αυτή ήταν η αγαπημένη της αυτοκράτειρας. Σε πολλά επίσημα πορτρέτα – όπως εκείνα του ζωγράφου Franz Xaver Winterhalter – η Ευγενία απεικονίζεται να τη φορά, ακτινοβολώντας μεγαλοπρέπεια. Για παράδειγμα, στο διάσημο πορτρέτο της με τις κυρίες επί των τιμών (1855), μπορεί να μην φορά το συγκεκριμένο διάδημα (επειδή εκεί απεικονίζεται με άνθη), όμως σε μεταγενέστερες απεικονίσεις εμφανίζεται συχνά με την τιάρα αυτή και πλούσια σετ κοσμημάτων, υπογραμμίζοντας τη θέση της ως τελευταίας αυτοκράτειρας των Γάλλων. Οι πέρλες, που ήταν από τις αγαπημένες της πολύτιμες ύλες, έδιναν μια απαλή λάμψη στο διάδημα, ενώ τα διαμάντια έστελναν εκτυφλωτικές αντανακλάσεις. Οι σύγχρονοι παρατηρητές σχολίαζαν ότι η Ευγενία, Ισπανίδα κόμισσα στην καταγωγή, είχε καταφέρει να ενσαρκώσει την αίγλη της γαλλικής μοναρχίας καλύτερα κι από γαλλίδες πριγκίπισσες – και η τιάρα της έπαιζε μεγάλο ρόλο σε αυτή την εικόνα. Η ίδια δε, ως λάτρης της Μαρία-Αντουανέτας, φαίνεται πως εμπνεόταν από το στυλ του 18ου αιώνα: η τιάρα με μαργαριτάρια θύμιζε τα διαδήματα των τελευταίων Βουρβόνων βασιλισσών, δίνοντας συνέχεια στην παράδοση.
Όταν ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και ακολούθησε η πτώση του αυτοκράτορα το 1870, η Ευγενία φυγάδευσε ό,τι μπορούσε από τα πολύτιμα αντικείμενά της. Η μαργαριταρένια τιάρα ωστόσο συγκαταλεγόταν στα Κοσμήματα του Στέμματος, οπότε κατασχέθηκε από τη νέα κυβέρνηση. Στη μεγάλη δημοπρασία του 1887, το θρυλικό αυτό διάδημα δημοπρατήθηκε και αγοράστηκε από τον πρίγκιπα της βαυαρικής οικογένειας Thurn und Taxis. Έτσι, πέρασε στα χέρια Γερμανών πριγκίπων, όπου φυλασσόταν προσεκτικά στο οικογενειακό τους θησαυροφυλάκιο. Μάλιστα, έναν αιώνα αργότερα, το 1980, η τότε νεαρή πριγκίπισσα Gloria von Thurn und Taxis – γνωστή ως η “Prinzessin Punk” ή “Πριγκίπισσα Ποπ” των ευρωπαϊκών σαλονιών, λόγω του εκκεντρικού, εκρηκτικού της στυλ και των εμφανίσεών της στα ίδια πάρτι με τον Andy Warhol, τον Mick Jagger και τη μόδα του Studio 54 - φόρεσε αυτήν την ιστορική τιάρα στον ίδιο της τον γάμο, δίνοντας ξανά ζωή σε ένα στολίδι της Ευγενίας σε μια σύγχρονη, παραμυθένια στιγμή. Η εικόνα της πριγκίπισσας Γκλόρια με το διάδημα της Ευγενίας στα μαλλιά, ντυμένη νύφη, ήταν σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο 1853 και το 1980.
Ωστόσο, οι καιροί αλλάζουν και ακόμη και οι πρίγκιπες αντιμετωπίζουν κρίσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η οικογένεια Thurn und Taxis βρέθηκε σε οικονομική στενότητα και αποφάσισε να πουλήσει μερικούς θησαυρούς της. Έτσι, το 1992, η περίφημη τιάρα της Ευγενίας βγήκε ξανά προς πώληση. Αυτή τη φορά, όμως, η Γαλλία ήταν έτοιμη: με πρωτοβουλία των Φίλων του Λούβρου και κρατική υποστήριξη, συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα κεφάλαια και το διάδημα αγοράστηκε, επιστρέφοντας επιτέλους στην πατρίδα του. Ήταν μια συγκινητική πράξη πολιτιστικής “επανόρθωσης”. Το ίδιο έτος, το διάδημα δωρήθηκε επίσημα στο Λούβρο, όπου και τέθηκε σε δημόσια θέα. Επιτέλους, το κοινό μπορούσε να θαυμάσει από κοντά την κορώνα που άλλοτε στεφάνωσε την Αυτοκράτειρα των Γάλλων. Στην προθήκη του μουσείου, τα μαργαριτάρια και τα διαμάντια της τιάρας έλαμπαν ξανά, αλλά αυτή τη φορά για όλους – ως κομμάτι της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς και όχι μόνο ως σύμβολο μιας μονάρχη. Και παρόλο που η Ευγενία δεν είναι πια ανάμεσά μας, η τιάρα της συνεχίζει να διηγείται την ιστορία μιας αυτοκρατορίας που έδυσε και μιας κληρονομιάς που διασώθηκε.
Το στέμμα της Αυτοκράτειρας Ευγενίας
Το επίχρυσο στέμμα της Ευγενίας είναι ίσως το πιο μεγαλόπρεπο από όλα αυτά τα κοσμήματα – και φέρει μια ιστορία εξίσου εντυπωσιακή. Κατασκευάστηκε το 1855, την περίοδο που το ζεύγος Ναπολέοντα Γ' και Ευγενίας ετοιμαζόταν να παρουσιάσει την αυτοκρατορική του δόξα στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Σε αντίθεση με τα περισσότερα βασιλικά στέμματα, αυτό δεν προοριζόταν απαραίτητα για στέψη (στην πραγματικότητα, ο Ναπολέων Γ΄ και η Ευγενία δεν πραγματοποίησαν ποτέ επίσημη τελετή στέψης). Ήταν περισσότερο ένα κομμάτι επίδειξης – μία κόρωνα που θα ενσάρκωνε την ισχύ και την πολυτέλεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας στα μάτια του κόσμου. Ο Alexandre-Gabriel Lemonnier, που είχε αναλάβει τον ρόλο του αυτοκρατορικού κοσμηματοποιού, φιλοτέχνησε δύο πανομοιότυπα στέμματα: ένα για τον αυτοκράτορα και ένα για την αυτοκράτειρα. Το στέμμα της Ευγενίας ήταν κατασκευασμένο από χρυσό και ήταν πλουσιοστολισμένο: πάνω από 1.300 διαμάντια κοσμούσαν την επιφάνειά του, μαζί με 56 μεγάλα σμαράγδια – μια σαφής αναφορά στην ιδιαίτερη προτίμηση της Ευγενίας για τα σμαράγδια. Το σχέδιο του στέμματος περιλάμβανε διακοσμητικούς αυτοκρατορικούς αετούς σε κάθε ακτίνα του, σύμβολα της ναπολεόντειας εξουσίας, και οι αετοί αυτοί είχαν στα στήθη τους ενσωματωμένα μεγάλα σμαράγδια ως έμβλημα δύναμης.
Το 1855, τα στέμματα εκτέθηκαν μεγαλοπρεπώς δίπλα-δίπλα – του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας – ως κεντρικά εκθέματα στο περίπτερο των αυτοκρατορικών θησαυρών κατά την Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι Οι επισκέπτες, ανάμεσά τους και βασιλείς άλλων χωρών, έμειναν έκθαμβοι. Η Ευγενία μπορεί να μην φόρεσε ποτέ επίσημα αυτό το στέμμα σε τελετή στέψης, όμως σίγουρα το φόρεσε (ή το έφερε έστω) σε σημαντικές αυλικές τελετές και σε επίσημα πορτρέτα. Ήταν ένα στέμμα-σύμβολο, κατασκευασμένο περισσότερο για να εντυπωσιάζει και να εκπροσωπεί τη δόξα της αυτοκρατορίας, παρά για πρακτική χρήση.
Μετά την κατάρρευση του θρόνου το 1870, το στέμμα αυτό παρέμεινε στη Γαλλία (πιθανότατα φυλασσόμενο στα κρατικά θησαυροφυλάκια). Όταν οργανώθηκε η μεγάλη εκποίηση των Κοσμημάτων του Στέμματος το 1887, το στέμμα της Ευγενίας ήταν ανάμεσα στα λίγα κομμάτια που δεν πουλήθηκαν. Γιατί; Επειδή θεωρήθηκε τόσο συνδεδεμένο με την ιστορία και την τέχνη, που τελικά αποφασίστηκε να παραμείνει ως μουσείο κομμάτι. Πράγματι, ενώ τα περισσότερα διαδήματα και τιάρες άλλαξαν χέρια εκείνη τη χρονιά, το στέμμα αυτό διασώθηκε. Χρόνια αργότερα, το 1988, το Λούβρο επισήμως απέκτησε το στέμμα της Ευγενίας, εντάσσοντάς το στη συλλογή του. Από τότε στεκόταν επιβλητικό στη βιτρίνα της Γκαλερί Απολλώνα, δίπλα στα άλλα ιστορικά στέμματα, όπως η κορώνα του Λουδοβίκου ΙΕ΄ και τα διάσημα διαμάντια Ρεζέν, Σανσύ και Ορτάνς.
Οι επισκέπτες που το έβλεπαν δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν την απίστευτη λεπτομέρεια και μεγαλοπρέπειά του. Κάποιοι ίσως θυμούνταν πως αυτό το ίδιο στέμμα παρουσιάστηκε κάποτε ως απόδειξη του μεγαλείου μιας αυτοκράτειρας που, αν και ήταν η τελευταία της Γαλλίας, άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στη μόδα και την αισθητική της εποχής της. Ειρωνικά, το στέμμα της Ευγενίας, που ποτέ δεν έζησε επίσημη στέψη, έγινε αντικείμενο λατρείας γενεών και σύμβολο πολιτιστικής κληρονομιάς. Και ενώ πέρασε δεκαετίες ασφαλές πίσω από το γυαλί του μουσείου, αψηφώντας πολέμους και επαναστάσεις, βρέθηκε πρόσφατα να γράφει ένα ακόμη κεφάλαιο περιπέτειας στην ήδη πλούσια ιστορία του. Αν και έπεσε από τα χέρια των ληστών κατά την πρόσφατη κλοπή και βρέθηκε σπασμένο έξω από το μουσείο, το στέμμα διασώθηκε – όπως άλλωστε διασώθηκε και στο παρελθόν – έτοιμο να επισκευαστεί και να συνεχίσει να διηγείται την ιστορία του στους επόμενους επισκέπτες.
Η μνήμη δεν κλέβεται
Τα κοσμήματα αυτά δεν είναι απλώς διακοσμητικά αντικείμενα. Είναι ζωντανές αναμνήσεις – από μακρινές βραδιές στα ανάκτορα, από γαμήλια δείπνα αυτοκρατόρων και δάκρυα εξόριστων βασιλισσών. Από κοσμηματοποιό σε βασιλιά, από χειρονομία ευγενείας σε δωρεά, από δυναστεία σε συλλέκτη, από επανάσταση σε μουσείο – διέσχισαν αιώνες για να βρεθούν (προσωρινά;) στα χέρια εγκληματιών. Η μνήμη όμως δεν κλέβεται. Όπως ακολουθεί τα κοσμήματα όπου κι αν βρίσκονται, έτσι θα καταδιώκει και αυτούς που τα έχουν στα χέρια τους. Ή σε αφύλαχτες βιτρίνες.
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση