Γιατί το Πάσχα μας αρέσει περισσότερο από τα Χριστούγεννα, αφού σε γενικές γραμμές περνάμε χάλια;
Η πρώτη μνήμη μου προέρχεται από την ηλικία των πέντε περίπου ετών. Όχι καμιά «υπερπαραγωγή», αλλά σταθμός λόγω πρωτιάς. Μνήμες θολές και σκόρπιες, συνδεδεμένες με το εξοχικό και το πρώτο μας αυτοκίνητο. Θυμάμαι τη Χαλκιδική άκτιστη, «χωράφια». Θυμάμαι τον μπαμπά, νέο και ενθουσιώδη οδηγό, να φορτώνει μέσα στο δίπορτο αγωνιστικό (παρακαλώ!) αμάξι μας όλο το σόι και να ψάχνει πάρκινγκ-αλάνα έξω από την εκκλησία. Θυμάμαι εμένα, καθισμένη στα γόνατα κάποιας θείας, να μη θέλω να κατέβω, να μαγεύομαι από το θόρυβο του κινητήρα σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.
Όταν ήμουν δέκα περίπου, πήγαμε οικογενειακή εκδρομή στα Γιάννενα. Στο χύμα, όπως πάντα, με το ίδιο αγωνιστικό δίπορτο. Βρήκαμε δωμάτιο στο «Xenia» (καταπληκτικό!) από καθαρή τύχη λίγο πριν ο παπάς πει το «Χριστός ανέστη». Τρέχαμε σαν τους παλαβούς να βρούμε μια εκκλησία να αναστήσουμε. Φτάσαμε παρά πέντε, φύγαμε και πέντε, όπως σχεδόν και όλοι οι υπόλοιποι «πιστοί». Όπως πάντα, όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Μην περιμένουν τα άντερα της μαγειρίτσας!
Αρκετά χρόνια δεν τα πολυθυμάμαι, γιατί λογικά κάναμε τα ίδια και τα ίδια. Τσαλαπατιόμασταν για να πάρουμε το άγιο φως, μόλις ακούγαμε το «Χρι» από το «Χριστός ανέστη» πλακωνόμασταν στα φιλιά και στα τσουγκρίσματα, τρέχαμε στο τραπέζι. Και ανήμερα του Πάσχα, όταν οι μεγάλοι έψηναν το καημένο το κατσικάκι (Κατερινάκι, πετσούλα!) ακούγοντας κλαρίνα, εμείς βλέπαμε τηλεόραση. Πολλή τηλεόραση! Ρουκετοπόλεμους μεταξύ ευσεβών, διακοπές επωνύμων στη Μύκονο, και τέτοια. Όταν πήγαινα λύκειο, κάθε, μα κάθε, χρόνο εκτός από τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» μας έδειχναν μια σειρά που λεγόταν «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας», κι όλες στην τάξη ήμασταν ερωτευμένες με τον παπά πρωταγωνιστή. Ακόμα τον νοσταλγώ τον Ραλφ Ντε Μπρικασάρ με το ριχτό του!
Στο πρώτο Πάσχα μακριά από την οικογένεια πήγα Κέρκυρα με την κολλητή. Βάλαμε τα καλά μας, κάναμε «πιστολάκι», βαφτήκαμε. Μετά την εκκλησία θα αναζητούσαμε τη νυχτερινή ζωή του νησιού. Η εξέλιξη της βραδιάς υπήρξε καταστροφική. Στην πλατεία της ανάστασης πάρκαραν δίπλα μας κάτι μαντράχαλοι που μόλις ξεμύτιζαν από την εφηβεία. Επιχείρησαν να μας εντυπωσιάσουν με λαμπάδες «Παικταράς», τις άναψαν με δικούς τους αναπτήρες και μας μοίρασαν το φως. Τα βεγγαλικά έπεφταν σαν το χαλάζι! Να σημειώσω ότι είχαμε και απώλειες. Ένας απρόσεκτος «παικταράς» έσταξε πάνω μου και μου κατέστρεψε το ολοκαίνουργιο τουνίκ.
Μια άλλη χρονιά, που η Πασχαλιά ορθοδόξων και καθολικών συνέπιπτε, βρέθηκα στο Ρίμινι με γκρουπ ελλήνων ταξιδιωτών. Οι ιταλοί πιστοί γονατιστοί στα ειδικά στασίδια, η ντόπια νεολαία με κιθάρες, τα δικά μας παιδιά στο χαβαλέ. Με το που μπήκαμε μέσα, ο ναός απέκτησε ατμόσφαιρα πικνίκ. Με το που ακούστηκε το «Christo e risorto», έγινε το έλα να δεις! Οι Ελληνάρες μπουρλότιασαν λαμπάδες, στάμπαραν όμορφες Ιταλίδες και εκβίαζαν το φιλί της αγάπης τους, τσούγκριζαν αβγά και τα έτρωγαν μέσα στην εκκλησία! Μέχρι αλατάκι και πιπεράκι είχαν κουβαλήσει μαζί τους (οργάνωση, όχι χαζά)! Μετά ψάχνανε μπουζουκτσίδικο για να τιμήσουν τον αναστημένο Χριστό.
Όταν εμφανίστηκε το Sars και κανένας δεν ταξίδευε στο Μπαλί, όπου γινόταν το σώσε με τα μικρόβια, εγώ πήγα στο Μπάλι (τζάμπα πράμα!). Για να είμαι παραδοσιακώς ορθή, κουβάλησα στην ξενιτιά λαμπάδες, βαμμένα κόκκινα αβγά, τσουρέκια και μια κασέτα με ψαλμούς. Η Μαρία, Θεσσαλονικιά δημοσιογράφος και μόνιμα εγκαταστημένη στις νότιες θάλασσες, αγόρασε από το ελληνικό εστιατόριο «Πάντα ρει» σουβλάκια και χωριάτικη. Οργανώσαμε «αυτοσχέδια» ανάσταση στο σπίτι της, τσουγκρίσαμε με τσιπουράκι και το ξενυχτήσαμε με dvd και την μπολιγουντιανή ταινία «Κούτσι κούτσι χότα ε».
Μια φορά πήγαμε με μεγάλη παρέα στη Σαμαρίνα. Αθάνατη ελληνική επαρχία, τα χωριά πολλά, οι παπάδες λίγοι (ή δεν πηγαίνουν στα μακρινά, τι να πω), οι δρόμοι χωματόδρομοι. Ο Χριστός αναστήθηκε μία ώρα νωρίτερα, εμείς φτάσαμε στην εκκλησία κατόπιν εορτής.
Πριν μερικά χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, κάναμε ανάσταση στου Άνθιμου, στην Αγία Σοφία, και μετά, κυριλέ, αναστάσιμο δείπνο σε ακριβό εστιατόριο. Η μαγειρίτσα ήταν σούπερ, το αρνί όμως είχε από πάνω του μια πράσινη σάλτσα που έμοιαζε σατανικά με ξερατό από τον «Εξορκιστή». Εννοείται πως το παραχώρησα με γαλαντομία στον αγαπημένο μου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην τουαλέτα πέντε λεπτά αφότου αφότου μάσησε την τελευταία αρνομπουκιά και βγήκε από αυτήν τρεις μέρες μετά.
Γράφοντας αυτά που γράφω, καταλήγω στο συμπέρασμα πως, ενώ φαινομενικά το Πάσχα μας αρέσει περισσότερο από τα Χριστούγεννα, στην πραγματικότητα είτε ταξιδεύουμε είτε μένουμε στα (κόκκινα) αυγά μας, τη Λαμπρή γενικώς περνάμε χάλια! Και τώρα που το ξέρουμε, φέτος ας το διασκεδάσουμε τουλάχιστον.
Πάρτε κι έναν Ραλφ Ντε Μπρικασάρ, να καούν τα κάρβουνα!