Κολλήματα που τρώμε λόγω πανδημίας

Ο φόβος, μαζί με τα καθημερινά δελτία καταστροφής, μας φέρνει στα όρια, πιθανώς των νευρώσεων, ίσως και στα κάγκελα.

Κάτι έχουμε πάθει: όχι ακριβώς νευρώσεις ούτε μανίες, αλλά κολλήματα. Τα οποία δεν είχαμε πριν την πανδημία.

Κάτι έχουμε πάθει: όχι ακριβώς νευρώσεις ούτε μανίες, αλλά κολλήματα. Τα οποία δεν είχαμε πριν την πανδημία, ή επειδή είχαμε δουλειές, παρέες, φιλίες, εξόδους, δε δίναμε σημασία στα κολληματάκια μας. 

Ο κολλητός μου έπλενε τα χέρια του με τρέλα χίλιες φορές την ημέρα ακόμα και προ πανδημίας – το καλύτερο δώρο για αυτόν ήτανε μια γκαγκάν ενυδατική κρέμα για χέρια, επιπέδου γράσο, από αυτές που κάνουν δουλειά και σε κροκόδειλους. Δεν τον βλέπω, αλλά υποθέτω τώρα θα τα πλένει ακόμα περισσότερο (πόσο πια;) όπως θα πλένει τα πόμολα, τις επιφάνειες οριζόντιες και κάθετες, τις πόρτες, τα παράθυρα, τα πατάκια και τα πάντα όλα. Η φίλη μου φοράει διπλή μάσκα και προστατευτικά γυαλιά οξυγονοκολλητή πάνω από τα γυαλιά της όταν βγαίνει από το σπίτι, και καλά κάνει – αρκετοί άλλοι φίλοι μας την άρπαξαν, είναι τεράστια ταλαιπωρία ο κορωνοϊός, φριχτός, και επίσης θανατηφόρος, το έχουμε χωνέψει. 

Άλλη φίλη ξοδεύει ένα μπουκάλι απολυμαντικό σπρέι την ημέρα για να ψεκάζει το χαλάκι μπροστά στην πόρτα της και το πλαίσιο της πόρτας, μέσα-έξω. Φίλος ψεκάζει τα κουμπάκια στο ασανσέρ της πολυκατοικίας του. Εγώ, αν χρειαστεί να πατήσω κουμπάκι οπουδήποτε, βάζω απολυμαντικό στα χέρια και (λίγο) στα μανίκια μου. Μπορεί να ακούμπησαν κάπου, όχι; 

Ρίχνω απολυμαντικό στο πλυντήριο ρούχων, όταν πλένω ρούχα τα οποία φορέθηκαν έξω από το σπίτι. Φωνάζω στα παιδιά, να μην κάθονται με μολυσμένα ρούχα εξωτερικής χρήσεως πάνω στα κρεβάτια (με γράφουν, εννοείται). Όταν κάποιο άτομο μπαίνει με παπούτσια στην κουζίνα, στην οποία ζω και εργάζομαι, το κοιτάζω στραβά: δεν έχουμε κανόνα «χωρίς παπούτσια μέσα στο σπίτι», οι κανόνες είναι ελάχιστοι και τους ξεχνάμε συνέχεια - αλλά παπουτσάρες στην κουζίνα μου; Και ας έχει ψίχουλα, ζάχαρες και μαϊντανούς το πάτωμα, είναι από-μκροβιοποιημένα (μήνες τώρα στο ίδιο πάτωμα…) Δεν είμαι η χειρότερη, ούτε καν ακραία: συνάντησα φίλο στο δρόμο που μου έγνεψε ΣΤΟΠ με βλέμμα πανικού να σταθώ τρία μέτρα μακριά του, και ΦΩΝΑΞΑΜΕ τα νέα μας ο ένας στον άλλον. Άλλος φίλος αφήνει τα ψώνια τρεις μέρες στο μπαλκόνι μέχρι να χαλάσουν. Φίλη σαπουνίζει ένα-ένα τα πορτοκάλια επί τρία λεπτά το καθένα.   

Νόμιζα πως αυτά τα καινούργια χούγια μας λέγονται «νευρώσεις» αλλά έψαξα στη Βικιπίντια και δεν είναι καθόλου, μια χαρά είμαστε όλοι, γιατί η «Νεύρωση είναι διαταραχή συμπεριφοράς σύμφωνα με την οποία το άτομο ενίοτε αδυνατεί να αντιμετωπίσει το άγχος και τις ενδοψυχικές συγκρούσεις του», όπως και «κεντρική θέση στην ψυχολογία των νευρώσεων κατέχουν οι ενοχές και το Υπερεγώ», που δεν ισχύει για κανέναν από εμάς. Ποιο Υπερεγώ, ούτε υπο-εγώ δεν παίζει, ζούμε με την τρομάρα της πανδημίας, φοβόμαστε μην την αρπάξουμε! Ο φόβος, μαζί με τα καθημερινά δελτία καταστροφής, μας φέρνει στα όρια, πιθανώς των νευρώσεων, ίσως και στα κάγκελα. 

Δε σταματάει στην απολύμανση η ψιλο-διαταραγμένη συμπεριφορά μας: φίλος μου έλεγε ότι πανικοβάλλεται όταν του έχει μείνει μόνο ένα χαρτί τουαλέτας και τρέχει να αγοράσει πολλά, μην τυχόν και ξεμείνει. Παθαίνω το ίδιο με το γάλα, το οποίο δεν πίνω, αλλά ανησυχώ όταν είμαστε στο τελευταίο μπουκάλι. Γιατί έμεινε μόνον ένα; Ποιος ήπιε το τελευταίο; Πόσο θα μας πάει αυτό, που είναι ήδη μισο-άδειο; Τι θα κάνουμε χωρίς γάλα; (Σκασίλα μου, η απάντηση θα έπρεπε να είναι. Αλλά παραμένει μυστήριο, γιατί με αναστατώνει το παλιο-γάλα με την έλλειψή του…) 

Η λειτουργία του εγκεφάλου μας επίσης χάνει λάδια: μόλις κάνουμε ον-λάιν σουπερμαρκετική παραγγελία, παραγγέλνοντας με μια παραίτηση αυτά που μας προτείνει το σάιτ, το οποίο λέει ΜΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ για οτιδήποτε ξέρουμε ακριβώς πώς λέγεται και πόσο το θέλουμε… τέλος πάντων αμέσως μόλις φύγει η παραγγελία και πριν περάσουν τα τρία τέρμινα παράδοσής της, θυμόμαστε ότι, ωωωωχου, δεν παραγγείλαμε μακαρόνια, ρύζι, φακές, κουζινόχαρτο, ξύδι, σαπούνι χεριών, άζαξ, τουμποφλό, σφουγγαράκια κουζίνας, σπορέλαιο, κοτόπουλο, αυγά, βούτυρο, αλεύρι, ζάχαρη και το προαναφερθέν χαρτί τουαλέτας… μα τι σκατά παραγγείλαμε τελικά; Και πως, με όσα παραγγείλαμε, χτυπήσαμε ολόκληρη κατοστάρικο; Μυστήριο.

Βάφουμε τα μαλλιά μας με τη γνωστή μέθοδο «μόνο βιτρίνα», μια και θα μας δούνε μόνο βιτρίνα στο σκάιπ, τιμς, ζουμ ή όπου αλλού εμφανιστούμε: δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, το κάνουμε όλες… απλώς παθαίνω τον τρόμο-του-κωλόχαρτου όταν βλέπω άσπρες ρίζες γύρω από τη βιτρίνα μου, κάθομαι και τις βάφω χωρίς βοήθεια κοινού, χάλια μαύρα, με ό,τι βαφή βρίσκω στο σπίτι (ξεχασμένες από προσφορές σουπερμάρκετ ΔΥΟ+ΜΙΑ ΔΩΡΟ. Συνήθως τα πιο άσχετα κομοδινί χρωματάκια). Αντί να περιμένω μια-δυο μέρες να αγοράσω το σωστό χρώμα, ή έστω, να το παραγγείλω στην επόμενη ον-λάιν παραγγελία… που σίγουρα δε θα είναι διαθέσιμο και θα πάρω το λίγο πιο κομοδινί, το οποίο θα μου προτείνει το ξερόλικο σαιτ…  

Άλλη υστερία: φορτίζουμε τα κινητά μας συνέχεια, μπας και «κάτι γίνει» και μας πετύχει η καταστροφή χωρίς μπαταρία. Φίλος που βρέθηκε σε νοσοκομείο χωρίς φορτιστή αλλά με κορωνοϊό, χρησιμοποιούσε το κινητό του μια φορά την ημέρα και μας μετέδιδε την αγωνία του, μέχρι να φορτίσει, ίσως για αυτό μας φαίνεται ανησυχητικό το οτιδήποτε κάτω από 90%. 

Χθες πήγα αναγκαστικά σε τράπεζα, για συναλλαγή που δε γινότανε ιντερνετικά. Η ταμίας ήτανε πίσω από πλεξιγκλάς, φορούσε μάσκα και γάντια, εγώ φορούσα μάσκα, ήτανε άλλα δύο-τρία άτομα διάσπαρτα μέσα στην τράπεζα και κανένα άτομο δεν έβηχε. Έκανα τη δουλίτσα μου, βγήκα έξω, έριξα απολυμαντικό στα χέρια, και όταν έφτασα σπίτι άρχισα να σκανάρω στο μυαλό μου όλους όσους πήρε το μάτι μου μέσα στην τράπεζα.  Μήπως κάποιος έβηξε κρυφά; Μήπως κάποιος κατέβασε τη μάσκα για δευτερόλεπτα; Μήπως κάποιος ήταν α-συμπτωματικός και μας κόλλησε όλους; Ο κύριος που του είπε ο διπλανός ταμίας ότι «Δεχόμαστε καταθέσεις μόνον άνω των χιλίων ευρώ, οι υπόλοιπες στο μηχάνημα!», μήπως ακούμπησε τα διακόσια ευρώ του πολύ κοντά στο μανίκι μου; Μήπως να πλύνω το μανίκι; Ή το μπουφάν ολόκληρο, που θα κάνει οχτακόσιες μέρες να στεγνώσει;
Όλα αυτά είναι φόβος, εννοείται. Και η ζούρλα μας, που σκεπαζόταν για χρόνια κάτω από κοινωνικότητα, παρέες, εξόδους, σινεμά, θέατρα, ποτά, καφέδες, συναλλαγές, δουλειές με φούντες… είμαστε κουνημένοι, και κολλημένοι, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, ας το πάρουμε απόφαση. Ενώ συνεχίζουμε να ψεκαζόμαστε με απολυμαντικό, να αγοράζουμε κωλόχαρτα και να ελπίζουμε στα καλύτερα…