Πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα;
Ιωάννα Ντίνου: Ένα λουλούδι χωρίς άρωμα
Πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα;
Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή: Η αληθινή ιστορία της εκπαιδευτικού Ιωάννας Ντίνου στη στήλη που ενώνει τις γυναίκες από τη Story Mentor.
Τι ενώνει γυναίκες με διαφορετικά επαγγέλματα, όπως μια δικηγόρο, μια χημικό, μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, μια βιολόγο, μια διευθύντρια ιδρύματος και μια υπεύθυνη μάρκετινγκ; Οι ιστορίες τους. Ιστορίες που μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όταν θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά, να διεκδικήσουν την αμοιβή που τους αξίζει, να ενισχύσουν τη δημόσια παρουσία τους, να μπουν σε ένα διοικητικό συμβούλιο, να προωθηθούν στην πολιτική ή να υπάρξουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Οι ιστορίες αυτές, αληθινές και ειπωμένες με τα δικά τους λόγια, δείχνουν πώς λειτουργεί το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» στη σημερινή Ελλάδα. Υπερβαίνοντας τις έρευνες, τις στατιστικές και τα απρόσωπα ποσοστά που συνήθως χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για δυσκολίες και αποκλεισμούς, οι προσωπικές μαρτυρίες μιλούν απευθείας στην καρδιά.
Τις «Ιστορίες για τη Γυάλινη Οροφή» βρίσκει και επιμελείται η μη κερδοσκοπική οργάνωση Story Mentor. (www.storymentor.gr). Αυτή είναι η ιστορία της εκπαιδευτικού Ιωάννας Ντίνου.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα στη δεκαετία του 1960, σε μια πυρηνική οικογένεια με δύο γονείς και μια μεγαλύτερη αδελφή. Οι γονείς μου ήταν δικηγόροι, παιδιά της επαρχίας, εσωτερικοί μετανάστες. Σπούδασαν με μεγάλες δυσκολίες κι έστησαν το γραφείο και το σπιτικό τους σε μια εποχή που η Ελλάδα μάζευε τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά κομμάτια της.
Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα που στην εποχή της πραγματικά έσπασε τη γυάλινη οροφή. Ήταν η πρώτη γυναίκα δικηγόρος στον νομό καταγωγής της, διετέλεσε μέλος στα διοικητικά συμβούλια Ελληνίδων Επιστημόνων και στην Πανελλήνια Ένωση Γυναικών, στο πλαίσιο των οποίων μιλούσε σε συνέδρια για τη θέση της γυναίκας και την κακοποίηση των παιδιών. Άσκησε μαχόμενη δικηγορία και υπήρξε ενεργή πολίτης μέχρι τον θάνατό της, μέσω του Δ.Σ. των συνταξιούχων δικηγόρων. Παράλληλα ήταν η κύρια υπεύθυνη για την ανατροφή μας, διέθετε ωραία εμφάνιση και όλα τα παραδοσιακά γυναικεία προσόντα: εξαιρετική οικοδέσποινα, φίλη, μαγείρισσα, νοικοκυρά.
Σε αυτή την οικογένεια, οι σπουδές ήταν κάτι το μη διαπραγματεύσιμο. Όχι οι οποιεσδήποτε, αλλά οι σπουδές στη Νομική Σχολή. Η αδερφή μου αρίστευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αντίθετα με εμένα που μια πολύ δύσκολη εφηβεία μου εξασφάλισε μια θέση στο τμήμα Γαλλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησα τις σπουδές μου με την υπόσχεση να ξαναδώσω την επόμενη χρονιά για την πολυπόθητη (αλήθεια από ποιον;) εισαγωγή στη Νομική Σχολή. Λίγο ο φόβος μιας δεύτερης αποτυχίας, λίγο το περιεχόμενο των σπουδών που βρήκα εξαιρετικά ελκυστικό, εξετάσεις δεν ξανάδωσα.
Τύχη και ατυχία να είσαι το παιδί μιας δυναμικής και χαρισματικής μητέρας. Στην οικογένεια για πολλά χρόνια ήμουν το «λουλούδι χωρίς άρωμα»: μια όμορφη κοπέλα που δεν μπορούσε να διεκδικήσει μορφωτικά και επαγγελματικά τίποτα περισσότερο από τα καθήκοντα της κυρίας των γαλλικών. Καλή για καθηγήτρια δημοσίου με μεγάλες διακοπές και μικρές απαιτήσεις. Η μητέρα είχε δώσει το στίγμα: οποιαδήποτε παραπάνω επένδυση σε σπουδές σε εμένα ήταν άχρηστη. Το θέμα δεν ήταν οικονομικό. Δεν είχαν πρόβλημα να μου πληρώνουν διακοπές, ταξίδια, μέχρι και να συνεισφέρουν για να αγοράσω αυτοκίνητο.
Όταν πήρα το πτυχίο μου στην ηλικία των 22 ετών, είχα την τύχη να βρω αμέσως δουλειά σε ένα Κέντρο Ξένων Γλωσσών. Λίγα χρόνια αργότερα, η ιδιοκτήτρια του Κέντρου Ξ.Γ. μου πρότεινε να γίνω συνεταίρος, εκτιμώντας τη δουλειά μου. Εννοείται ότι χρειαζόταν ένα κεφάλαιο, το οποίο εκείνη την εποχή μόνο από την οικογένειά μου μπορούσα να βρω. Με κύριο επιχείρημα ότι δεν ήμουν ικανή να διαχειριστώ μια ισότιμη εταιρική σχέση, οι γονείς μου απέρριψαν αμέσως την πρόταση. Και καθώς η ζωή χαίρεται να γράφει ιστορίες, μπορεί να μην συνεταιριστήκαμε με την ιδιοκτήτρια, αλλά κάποια χρόνια αργότερα (καθώς η συνεργασία είχε εξελιχτεί σε καλή φιλία) κουμπαριάσαμε και, λόγω πλησιέστερης ηλικίας, έγινε φίλη της μητέρας μου. Τα επιχειρηματικά της πλάνα, όμως, είχαν πλέον αλλάξει -κι εγώ δεν δοκίμασα ποτέ να επιχειρήσω μόνη σε αυτόν τον τομέα.
Στη δεκαετία του ‘80, οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν ήταν τόσο εύκολες και σε μια Σχολή σαν την δική μου έπρεπε να γίνουν στο εξωτερικό. Για μη πανεπιστημιακές σπουδές, όπως θέατρο ή κινηματογράφο που λάτρευα, ούτε λόγος. Οι προσπάθειες και τα πήγαινε-έλα αναζήτησης άλλων πεδίων σπουδών (κυριολεκτικά και μεταφορικά) των πολλών επόμενων ετών θα χρειαζόταν αρκετές σελίδες για να χωρέσουν. Στο διάστημα αυτό, είχα πολύ έντονη κοινωνική ζωή, διασκέδαζα, ταξίδευα. Αφενός ήταν η κατάλληλη δεκαετία για όλα αυτά, αφετέρου επιβεβαίωνα τον ρόλο που μου είχε αποδοθεί, μάλλον από αντίδραση, ενώ οι αλλεπάλληλες οικογενειακές παρεμβάσεις είχαν ελάχιστα αποτελέσματα.
Εν τω μεταξύ, η διδασκαλία πήγαινε θεαματικά καλά! Μου άρεσε και της άρεσα, όπως φαίνεται. Δίδαξα για 27 χρόνια από νήπια έως ενήλικες σε κάθε είδους πλαίσιο, με εποχές που ξεπερνούσα τις δέκα ώρες διδασκαλίας την ημέρα. Την εποχή του ελεύθερου επαγγέλματος κυριολεκτικά συμπλήρωνα το διδακτικό μου ωράριο από το τέλος Αυγούστου και μετά κρυβόμουν γιατί ντρεπόμουν να λέω όχι.
Στη συνέχεια ήρθε ο μόνιμος διορισμός, μετά από δεκατρία χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Στο Δημόσιο Σχολείο απόκτησα άλλους ρυθμούς, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία αισθάνθηκα ότι ασφυκτιώ. Τότε ανακάλυψα τον θαυμαστό κόσμο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων σε συνδυασμό με την περιβαλλοντική εκπαίδευση, η οποία είχε προηγηθεί από την εποχή που ήμουν αναπληρώτρια. Coup de foudre για εμένα, ζουμερό καρότο για τους μαθητές μου. Η διδασκαλία της ξένης γλώσσας μέσα από προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και με επιβράβευση ευρωπαϊκές συνεργασίες και ταξίδια χωρίς κόστος, ούτε για τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν, ούτε για τους μαθητές, ήταν εξαιρετικά ελκυστική. Τώρα ακούγεται κοινότυπο, όμως λίγο μετά το 2000 ήταν σπάνιο. Γυάλινες οροφές οι διευθυντές και οι συνάδελφοι. Κάποιες έσπαγαν σχετικά εύκολα -άλλος μοιράστηκε το όραμα, άλλος το ταξίδι, άλλος τα πάντα. Κάποιοι δεν πείστηκαν, δεν συναίνεσαν, έφεραν προσκόμματα. Σε αυτούς τους άλλους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ που με έκαναν να βγω από την comfort zone μου και να διεκδικήσω μια θέση ευθύνης εκτός Σχολείου, δεδομένου ότι είχα ήδη υπηρετήσει τέσσερα χρόνια ως υποδιευθύντρια, οπότε είχα ακόμα πιο επιβαρυμένο παρελθόν.
Στα μεσοδιαστήματα έκανα δύο γάμους και δύο παιδιά. Δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω φανερά και να σπουδάζω κρυφά, παρακολουθώντας όλες τις μεγάλες επιμορφώσεις που πρόσφερε το Υπουργείο Παιδείας, ετήσιες επιμορφώσεις Πανεπιστημίων και άλλων φορέων, μικρά και μεγάλα σεμινάρια, θερινά σχολεία.
Η μητέρα μου είχε πια μεγαλώσει, το ίδιο κι εγώ. Κάθε φορά που έλεγα ότι σκοπεύω να κάνω επιτέλους το μεταπτυχιακό, χαριτολογώντας ότι το χρειάζομαι «για να με βάλει ο Άγιος Πέτρος μέσα», το σχόλιο παρέμενε πάνω-κάτω το ίδιο: «Εγώ δεν χρειάστηκα ποτέ παραπάνω σπουδές, μια χαρά είμαι στην δουλειά μου» ή «ψάχνεις ευκαιρίες να φεύγεις από το σπίτι σου και τα παιδιά σου». Ενώ δεν είχα πια ανάγκη ούτε από άδεια, ούτε από άλλη βοήθεια, υποσυνείδητα μάλλον όλο αυτό λειτουργούσε αποτρεπτικά, σε συνδυασμό με την άθλια ποιότητα των μεταπτυχιακών τα οποία πλέον είχαν εξελιχθεί σε βιομηχανία: δύο φορές ξεκίνησα και μετά τον πρώτο χρόνο τα παράτησα.
Χάρη στην υποστήριξη του άντρα μου και των παιδιών μου άρχισα και τελείωσα το μεταπτυχιακό μου μετά τον θάνατο της μητέρας μου και χάρη στην επιστήμη της ψυχολογίας (την περασμένη άνοιξη τελείωσα και έναν σχετικό ετήσιο κύκλο σπουδών) κατάλαβα ότι η δική μου γυάλινη οροφή ήταν η μητέρα μου κι ότι και η ίδια είχε τη δική της γυάλινη οροφή, τον άντρα της. Δεν χωρούσαν δύο το ίδιο καλοί δικηγόροι κάτω από την ίδια στέγη, όπως δεν χωρούσαν δύο έξυπνες, εμφανίσιμες, ικανές γυναίκες (τρεις για την ακρίβεια, αλλά την ιστορία της αδερφής μου δεν νομιμοποιούμαι να την μοιραστώ, αν και είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ποιος ρόλος της είχε αποδοθεί) στο ίδιο σπίτι.
Μέχρι σήμερα δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να σπάω τις γυάλινες οροφές. Αντιμετώπισα αδικίες και αναξιοκρατία με αξιοπρέπεια, τις αποτυχίες με πείσμα, επιμονή, υπομονή. Και κάθε μικρή ή μεγαλύτερη νίκη με φέρνει πιο κοντά σε μια διαπίστωση: πόσο απέραντη είναι η γνώση και πόσο λίγος ο χρόνος.
Δυσκολεύτηκα, είναι η αλήθεια, να αποτυπώσω τόσο πολλά χρόνια σε λίγες γραμμές. Υπάρχουν μεγάλα χρονικά κενά, κυρίως γιατί οι γονείς μου δεν ζουν και δεν θα ήθελα με δημιουργήσω λάθος εντυπώσεις και να προσβάλλω την μνήμη τους. Δεν θα τους άλλαζα με τίποτα, πολύ περισσότερο μετά τα χρόνια της ψυχοθεραπείας που μπόρεσα να καταλάβω, να εξηγήσω και να συγχωρήσω. Με τη μητέρα μου πρόλαβα να μιλήσω de profundis πριν πεθάνει -όχι ότι συμμερίστηκε την άποψή μου, αλλά εγώ είχα απελευθερωθεί. Με τον πατέρα μου δυστυχώς όχι, έφυγε πολύ νωρίς, πριν ακόμα συνειδητοποιήσω τι ακριβώς υπήρχε μέσα μου και σε μια εποχή που η ζωή μου είχε φέρει απανωτά ένα διαζύγιο, μια αλλαγή δουλειάς, έναν γάμο, ένα μωρό και πολλές κρίσεις πανικού, που έγιναν η ευτυχής αφορμή για να ψάξω τον εαυτό μου, τις ευθύνες μου και τα χρέη μου απέναντί του.
Η γενιά των γονέων μου και η δική μου μεγάλωσε με πολλά στερεότυπα, πολλά από αυτά δυστυχώς επιβιώνουν ακόμα μέσα από εμάς. Ελπίζω, όσο μιλάμε και γράφουμε για αυτά, να βοηθηθούν οι γυναίκες να αποφασίζουν οι ίδιες για την ζωή τους, να μην δέχονται ταμπέλες και αγωνίζονται για τους στόχους τους.