Το σενάριο της σειράς του Netflix βασίζεται στον αντίκτυπο της δημοσιοποίησης του βίντεο μιας γυναίκας πολιτικού στο Μπιλμπάο
Γιατί μαζεύουμε σακούλες;
Βασικά τις κρατάμε επειδή μυρίζουν ακόμα αυτό το απροσδιόριστο, το «χαλαρά ψώνια με φίλες»
Σχόλιο για τις σακούλες που μας μένουν αξέχαστες, σακούλες που μαζεύουμε επειδή είναι όμορφες, σακούλες που μας σημάδεψαν.
Ας μη το πάρει στραβά κανένας: κυκλοφορώ με έξτρα τσάντα πολλαπλών χρήσεων στο σακίδιό μου και ανακυκλώνω/ επαναχρησιμοποιώ τις πλαστικές σακούλες, μπορεί και ευλαβικά. Αλλά έβγαλα χθες τα καλοκαιρινά παπούτσια, πέδιλα και σαγιονάρες, φορτωμένα στις τρεις μεγάλες σακούλες «μεταφοράς»… και έμεινε το μάτι μου στις σακούλες. Η μία είναι από το θρυλικό «Montmblumchen» στο Κολωνάκι, η δεύτερη από το εγγλέζικο (πρώην-σούπερ υπερκατάστημα με ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ) «Top shop», η τρίτη από το αμερικάνικο φαρμακείο-κολοσσό «Duane Read»… και δεν είμαι καθόλου ψωνάρα, δεν γύρισα όλο τον κόσμο μαζεύοντας σακούλες πόσο μάλλον ψωνίζοντας, ούτε στο ένα δέκατο του κόσμου δεν έχω πάει. Απλώς οι παραπάνω σακούλες είναι πολύ ωραίες και πολύ ανθεκτικές, για αυτό τις έχω κρατήσει εκατό χρόνια: ούτε θυμάμαι πότε έκλεισε το «Montmblumchen», στην Αγγλία πήγα τελευταία φορά το 2010, και στην Αμερική το 2009, οπότε μιλάμε για βίνταζ.
Κυκλοφορούσαν καταπληκτικές σακούλες τις οποίες έδιναν μόδιστροι και μαγαζιά – «Sofos», «Sotris», «Aslanis», με τον Μιχάλη Ασλάνη να επιμένει «Μα πάρε και μια δεύτερη χρυσό μου, δεν ξέρεις ποτέ, μπορεί να σου χρειαστεί!». Η «Καλογήρου» είχε σκληρές ανθεκτικές σακούλες για να χωράνε τα κομψά γοβάκια που τα κρατούσες μαζί με τα κουτιά τους, μη και χτυπηθούν, αν ήσουν τρίχας. Αργότερα, τα κουτιά χρησιμοποιήθηκαν σε παιδικές χειροτεχνίες με μεγάλη επιτυχία και τα γοβάκια τα τρώει η αχρηστία, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, ας μείνουμε στις σακούλες. Οι πιο χρήσιμες ήταν και είναι ακόμα αυτές από τα outlets, ελληνικά και ξένα, «Donna Karan» της Αθήνας και τάχα μου-αλλά-όχι-ακριβώς «Prada», από ένα τεράστιο αποθηκο-ειδές τύπου-εργοστάσιο έξω από το Μιλάνο. Δεκαετίες αντέχουν οι λαδί διακριτικές με χρυσά γράμματα σακούλες «Harrods», οι κίτρινες «Selfridges», οι άσπρες μίνιμαλ «John Lewis», οι «Marks & Spencer», οι γαλλικές της «Fnac» και του «Printemps» - αυτές μάλιστα ήταν οι πρώτες που φτιάχτηκαν από λεπτό οικολογικό νάιλον που όμως σκιζότανε εύκολα άρα χρειαζόσουν δύο τρεις… Στην Ολλανδία όταν ήταν φοιτητής ο μεγάλος γιος μου, του ψώνιζα προμήθειες από το σουπερμάρκετ «Albert Hein» και μάζευα τις γερές γαλάζιες σακούλες με τα κολλητά χερούλια – τις χρησιμοποιώ, μια και τις είχα κρατήσει, εννοείται, δεν παθαίνουν τίποτα σε μια δεκαετία. Φυσικά έχουν ωραίες σακούλες όλα τα μαγαζιά, τα “Zara”, “Bershka”, “Stradivarius”, “Massimo Dutti”, “H&M”, “Gap”, “Benetton”, “Toi&Moi”, “BSB”, “Nike”, “Adidas”, “Intersport”,“Fresh”, “Fresh Line”, “Sephora”, “Hondos”, “Crème&Dust”, “Oysho”, “Attica”, τα πάντα όλα: η σακούλα σχεδιάζεται προσεκτικά από τους καλλιτέχνες σακουλο-σχεδιαστές για την εκάστοτε εταιρεία, ώστε να εκφράζει την εταιρεία και την/τον πελάτισσα/πελάτη ενώ διαφημίζει παράλληλα τη φίρμα δια της περιφοράς (=στη βόλτα). Απλώς χρεώνεται πια η σακούλα, και σκέφτεσαι εκτός από την τσέπη σου, την οικολογία, άρα χρησιμοποιείς μια τσάντα πολλαπλών χρήσεων για να έχεις τη συνείδησή σου ήσυχη. Κουνάς αρνητικά το κεφάλι στη σακούλα, ειδικά αν δεν είναι και τίποτα σπέσιαλ.
Δεν αναφέρομαι στην σακούλα ως είδος χρηστικό τώρα, που είναι (αλλιώς άντε να κουβαλήσεις δώδεκα αυγά, ένα κουνουπίδι κι έξι μελιτζάνες παραμάσχαλα). Αναφέρομαι στην σακούλα-αναμνηστικό, σχεδόν σουβενίρ, διπλωμένη σε κάποιο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη ή στον πάτο μιας ντουλάπας ή κάτω από τη βιβλιοθήκη – το κάθε άτομο στοκάρει αλλού τις σακούλες του, και μην πείτε «μα κανένα άτομο δεν στοκάρει σακούλες» γιατί θα λέτε ψέματα. Κάπου έχετε χωμένη τουλάχιστον μια γλυκιά σακουλίτσα από καλλυντικάδικο, μαγαζί ρούχων ή ζαχαροπλαστείο, τόσο νόστιμη που δεν σας πήγε καρδιά να την πετάξετε τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια. Το γυρνάω στο πρώτο πληθυντικό, για να μην αισθάνεστε ότι σας κολλάμε στον τοίχο: όχι ότι θυμόμαστε τι αγοράσαμε από το Χ μαγαζί, εδώ δεν θυμόμαστε τι φάγαμε χθες ή πώς λένε τα παιδιά του κουνιάδου μας, ή τι είναι ο κουνιάδος σε σχέση με το Σύμπαν.
Μας θυμίζουν από άλλες εποχές μέχρι ταξίδια, από έρωτες μέχρι μεγάλα λάθη μας, από εκδρομές μέχρι αμαρτίες, από επιτυχίες μέχρι τζάμπα κόπους μας.
Οι σακούλες δεν στοκάρονται για να μας θυμίζουν κάτι συγκεκριμένο, για να μας θυμίζουν από άλλες εποχές μέχρι ταξίδια, από έρωτες μέχρι μεγάλα λάθη μας, από εκδρομές μέχρι αμαρτίες, από επιτυχίες μέχρι τζάμπα κόπους μας. Τις κρατάμε επειδή είναι όμορφες, γερές, τζάμπα (= δεν τις πληρώσαμε), χρήσιμες όταν θέλουμε να δώσουμε διακριτικά δυο μερίδες φαγητό ή δύο βιβλία ή πέντε μπλουζάκια κάπου, ακόμα πιο χρήσιμες όταν μεταφέρουμε ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ σε ποσότητες. Είτε από σπίτι σε σπίτι, είτε από σπίτι σε πατάρι, σε υπόγειο ή μακρινό ντουλάπι.
Βασικά τις κρατάμε επειδή μυρίζουν ακόμα αυτό το απροσδιόριστο, το «χαλαρά ψώνια με φίλες»… κι έπειτα, τι χώρο πιάνουν, δέκα-είκοσι-πενήντα σακούλες, διπλωμένες παστρικά και με τα κορδονάκια τους να κρέμονται; Τι ψυχή έχουν; Όλο και κάπου θα τις πασάρουμε, και θα αφήσουμε άλλο άτομο να αναρωτιέται για τη μοίρα τους…