Μήπως θα έπρεπε να είμαι διακοπές τώρα;
Πόσο διαρκεί το πένθος;
Μπορεί η θλίψη για τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου να πάρει τη μορφή ασθένειας: στις ΗΠΑ γίνεται λόγος για τη «διαταραχή παρατεταμένου πένθους». Μήπως ιατροποιούμε ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα;
Πένθος: όταν χάνεις κάποιο κοντινό σου πρόσωπο, είναι περισσότερο σαν ακρωτηριασμός και λιγότερο σαν να παθαίνεις γρίπη και να συνέρχεσαι. Χρειάζεται προσαρμογή, αποκατάσταση.
Υπάρχουν άνθρωποι που θρηνούν για τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, συνήθως συντρόφου ή παιδιού, κάθε μέρα επί πολλά χρόνια. Και υπάρχουν άλλοι που ξεκινούν νέες σχέσεις, παντρεύονται, γνωρίζουν επιτυχίες. Το αμερικανικό εγχειρίδιο Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM) αναγνώρισε φέτος μια καινούργια ψυχική νόσο: τη διαταραχή παρατεταμένου πένθους η οποία αφορά άτομα που εξακολουθούν να βιώνουν έντονο πένθος ένα χρόνο μετά από την απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου. Η ιδέα υπήρξε και παραμένει αμφιλεγόμενη: είναι δυνατόν να τεθεί χρονικό όριο σε ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα; Φαίνεται πως είναι: η συμπερίληψη της διαταραχής στο εγχειρίδιο που χρησιμοποιούν οι γιατροί για τις διαγνώσεις τους σημαίνει ότι όσοι πληρούν τα κριτήρια ―άτομα που εξακολουθούν να βρίσκονται σε βαθιά θλίψη μετά από ένα χρόνο― μπορούν να καλύπτονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες για τη θεραπεία τους. Το DSM έχει επικριθεί για την «ιατροποίηση» κοινών ανθρώπινων εμπειριών, αλλά η επιρροή του είναι αναμφισβήτητη.
Πολλοί άνθρωποι ενοχλούνται που το οδυνηρό πένθος περιγράφεται ως ιατρικό πρόβλημα που πρέπει να διορθωθεί, ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες οι οποίες πιέζουν έτσι κι αλλιώς τους ανθρώπους να το ξεπεράσουν. Υπάρχει μια κουλτούρα θετικότητας: όλοι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι. Η θλίψη όμως μπορεί να αποβεί μεταμορφωτική εμπειρία· μπορεί να μας αλλάξει ως άτομα. «Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα σε αυτή τη νέα διάγνωση», λέει η Δρ Lucy Selman, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και ιδρύτρια του φεστιβάλ Good Grief. «Πράγματι, το DSM δημιουργεί διαμάχες, αλλά για μερικούς ανθρώπους, μια διάγνωση μπορεί να είναι χρήσιμη. Για άλλους, η ετικέτα μπορεί να αποδειχτεί επιβλαβής: να κλειστούν δηλαδή ακόμα περισσότερο στη θλίψη τους. Η γενική ιδέα ότι το πένθος είναι κάτι από το οποίο αναρρώνεις δεν βοηθάει: στις ΗΠΑ είναι πολύ διαδεδομένη η αντίληψη πως πρόκειται για κάτι που περνάς και ύστερα βγαίνεις από την άλλη πλευρά όπως ήσουν πριν ―τις περισσότερες φορές όμως τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Αν δούμε το πράγμα στατιστικά, πράγματι μόνο το 10% των ανθρώπων αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τη θλίψη τους, να βρουν μια νέα ταυτότητα, να την ενσωματώσουν στη ζωή τους και να συνεχίσουν. Άτομα από αυτήν την ομάδα θα καταλήξουν με τη διάγνωση της διαταραχής παρατεταμένου πένθους κι αυτό μπορεί να τους δώσει πρόσβαση σε εξειδικευμένη βοήθεια.»
Η βασίλισσα Βικτόρια που αγαπούσε πολύ τον σύζυγό της, μετά τον θάνατό του δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα: κατά τον 19ο αιώνα το πένθος ήταν περισσότερο αποδεκτό από ό,τι σήμερα. Σήμερα, δεν αποδεχόμαστε τα αρνητικά συναισθήματα και σπεύδουμε να τα χαρακτηρίσουμε παθολογικά. Όπως λέει η Δρ Lucy Hone, ερευνήτρια και συνιδρύτρια του Coping With Loss, που διοργανώνει μαθήματα πρακτικής υποστήριξης σε πενθούντες, «το θέμα είναι να μπορούμε να λειτουργούμε ενώ πενθούμε. Όταν δεν λειτουργούμε, μπορούμε να μιλήσουμε για διαταραχή. Αλλά ο πόνος και η νοσταλγία ίσως διαρκέσουν για πάρα πολύ καιρό και συνήθως διαρκούν.»
Η έννοια της θλίψης που «ξεπερνάς» είναι αρκετά σύγχρονη, λέει ο Δρ Brandy Schillace, αρχισυντάκτης του περιοδικού Medical Humanities Journal και συγγραφέας του ’’Death's Summer Coat: What the History of Death and Dying Us Teaches About Life and Living’’. Αλλά υπάρχουν ακόμα κοινωνίες που βλέπουν το πένθος με τα μάτια του 19ου αιώνα: η περίοδος του πένθους, η ένδυση του πένθους, η συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του πένθους ορίζονται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Σήμερα η παρόρμηση είναι να δείχνεις ότι δεν θρηνείς: σε περασμένες εποχές, όπου βεβαίως χάνονταν περισσότερα παιδιά και οι άνθρωποι πέθαιναν νέοι, μια κατάσταση πένθους θεωρούνταν φυσιολογική. Ένα άλλο στοιχείο που μας έχει απομακρύνει από την ιδέα του θανάτου είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν σε νοσοκομείο, όχι ’’στα χέρια’’ των αγαπημένων τους.»
Η ψυχιατρικοποίηση του πένθους στις ΗΠΑ φανερώνει προπάντων την πεποίθηση ότι η υψηλή παραγωγικότητα είναι η βέλτιστη κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για πένθος ή ασθένειες. Η μανία της αισιοδοξίας την οποία καλλιεργεί ολόκληρη η αμερικανική βιβλιογραφία αυτοβοήθειας ―Μην ανησυχείτε! Χαμογελάτε!— δημιουργεί μια κάπως τεχνητή ιδέα για το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Αλλά όταν χάνεις κάποιο κοντινό σου πρόσωπο, είναι περισσότερο σαν ακρωτηριασμός και λιγότερο σαν να παθαίνεις γρίπη και να συνέρχεσαι. Χρειάζεται προσαρμογή, αποκατάσταση.
Η Holly Prigerson, καθηγήτρια γηριατρικής στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, είναι από αυτούς που πιστεύουν στην «ψυχιατρικοποίηση» και ορίζει τη «διαταραχή παρατεταμένου πένθους» ως μια κατάσταση στην οποία η απώλεια μοιάζει διαρκώς να συνέβη χθες. «Οι ασθενείς βρίσκονται σε αδιάκοπο σοκ και παρουσιάζουν συμπτώματα που διαφέρουν από εκείνα της κατάθλιψης και του άγχους. Αναπτύσσουν οδυνηρό επίπεδα λαχτάρας για τον αποθανόντα και ασχολούνται εμμονικά με αυτόν: με τη μνήμη του, με τα πράγματά του,» λέει. «Έχουμε κάνει μελέτες για το πώς αλλάζει με την πάροδο του χρόνου το οξύ αίσθημα του πόνου από την απώλεια. Για την πλειονότητα των ανθρώπων μέσα σε έξι μήνες, ο πόνος μειώνεται σταδιακά. Έχει διαφορά το να μας λείπει κάποιος και να τον/τη σκεφτόμαστε κάθε μέρα από το να νιώθουμε ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα και παρασυρόμαστε σε μια μαύρη τρύπα. Το πένθος είναι φυσιολογικό και δεν προκαλεί ανησυχία. Αλλά το να πηγαίνεις κάθε μέρα στο νεκροταφείο επί δέκα χρόνια και να μην μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο δείχνει κάποια διαταραχή.»
Για την αμερικανική σχολή της ψυχιατρικής, κάθε διαταραχή σημαίνει φάρμακα. Το ένα, η ναλτρεξόνη, η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των εθισμών, δοκιμάζεται και σε αυτή την περίπτωση, προκαλώντας περαιτέρω διαμάχες. Η Lucy Hone διαφωνεί: «Η θλίψη είναι προσωπική όσο το δακτυλικό μας αποτύπωμα: ο καθένας θρηνεί διαφορετικά, δεν υπάρχουν κανόνες, πρέπει να βρεις αυτό που σου ταιριάζει. Όταν η απώλεια είναι ιδιαίτερα παράλογη ―το να χάσεις ένα παιδί, για παράδειγμα― θέτει σε αμφισβήτηση όλα όσα θεωρούμε δεδομένα για τον κόσμο. Έτσι, χρειάζεται χρόνος ώστε σιγά σιγά να ξαναφτιάξουμε μια εικόνα του κόσμου.»