Πότε σταματάς να είσαι μαμά;
Όταν μεγαλώνουν τα παιδιά, ο ρόλος της μαμάς μπαίνει σε δεύτερη μοίρα
O ρόλος της μαμάς: Πώς είναι να έχεις παιδιά στην εφηβική ηλικία.
Τα Σαββατοκύριακα, ξεκινώντας από το μεσημέρι της Παρασκευής, τα έφηβα παιδιά μου εξαφανίζονται: πηγαίνουν για καφέδες και σάντουιτς στο σχόλασμα, έπειτα σε φιλικά σπίτια, σε πάρτι σε άλλα φιλικά σπίτια, σε πλατείες και παγκάκια με φίλες/φίλους. Εμφανίζονται για να κάνουν ένα γρήγορο ντους, να αλλάξουν ρούχα («Έχεις πλύνει εκείνη τη φόρμα τη γκρι, τη δικιά μου, όχι του/της άλλου/ης;»), να τσιμπήσουν κάτι στο πόδι επειδή η ζωή τρέχει, και να χαρτζιλικωθούν για τη συνέχεια. Τα Σαββατοκύριακα όταν είσαι 14-18 χρονών είναι λαμπερές οάσεις κοινωνικοποίησης και χαβαλέ που σπάνε με τρόπο υπέροχο το σχολικό πρόγραμμα: έτσι ήταν όταν ήμουν μαθήτρια, έτσι είναι και τώρα για τα περισσότερα ή έστω για πολλά παιδιά. (Ναι, ξέρω ότι δυστυχώς υπάρχουν παιδιά που αναγκάζονται να δουλεύουν τα Σαββατοκύριακα αλλά αναφέρομαι στα τυχερά, σε αυτά που κωλοβαράνε).
Η δουλειά της μαμάς με μεγαλούτσικα παιδιά τα Σαββατοκύριακα περιορίζεται σε στοιχειώδη – πλυντήρια οπωσδήποτε, γιατί η συγκεκριμένη φόρμα πρέπει να είναι τσίλικη, περιστασιακό μαγείρεμα, κυρίως κόψιμο σαλάτας, παρουσία για την περίπτωση που κάποιο παιδί έχει ξεχάσει τα κλειδιά του, παρουσία για συναισθηματική κάλυψη… της μαμάς δηλαδή, γιατί τα παιδιά καλύπτονται συναισθηματικά από τις παρέες και τους φίλους τους. Η ένταση των συναισθημάτων απέναντι σε φίλες/φίλους σε αυτές τις ηλικίες είναι μεγάλη, οι παρέες είναι κομμάτι του εαυτού σου όχι απλώς της ζωής σου, το θυμάμαι σαν να ήταν χθες.
Από το ένα Σαββατοκύριακο στο άλλο, συνειδητοποιείς εσύ η μαμά ότι ο ρόλος σου περιορίζεται σιγά σιγά. Βαθμιαία, θα πρέπει να προετοιμάζεσαι για τα επόμενα στάδια, στα οποία ο ρόλος σου θα είναι σχεδόν ανύπαρκτος – όταν τα παιδιά πάνε να σπουδάσουν ή να εργαστούν κάπου αλλού, όταν μετακομίσουν σε μικρά άθλια διαμερίσματα όπου κανείς δεν θα καθαρίζει το βρωμερό μπάνιο, όταν θα αγοράζουν καινούργια σώβρακα επειδή θα ξεμένουν από πλυμένα, όταν θα τρώνε μόνο φαστ-φουντ για μια τετραετία τουλάχιστον, όταν θα απαντάνε τα μηνύματά σου με εμότζις, κι αυτό, αραιά και που. Αναρωτιέσαι αν θα είσαι ή δεν θα είσαι μαμά τότε, και πώς θα διαχειριστείς την νέα, μειωμένη συμμετοχή στο έργο, την αναγκαστική κομπαρσαρία στην οποία σε σπρώχνει η ενηλικίωση των παιδιών σου.
Το σκεφτόμουν προχτές, μιλώντας στο τηλέφωνο με τον μεγάλο γιο μου για μια παραγωγή στην οποία δουλεύει τελευταία. Έλεγε για το ωράριο, τις συνθήκες, τα καλά και τα άσχημα της συγκεκριμένης δουλειάς, και άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον επειδή καταλαβαίνω, επειδή ασχολείται με κάτι (σκηνοθεσία) με το οποίο έχω μια σχέση, έστω και πλάγια, ως πότε-πότε σεναριογράφος. Αν χειρουργούσε εγκεφάλους ή κρατούσε λογιστικά βιβλία ο γιόκας μου πάλι με ενδιαφέρον θα άκουγα, αλλά δεν θα είχα να προσθέσω τη στραβή μου, δεν έχω ιδέα αν πρέπει να πετσοκόψει κανείς τον νωτιαίο μυελό ή να αθροίσει σε στήλες τα Φιπιά, ενώ η οποιαδήποτε κινηματογραφική ή τηλεοπτική παραγωγή είναι κοντά στα χωράφια μου. Σκέφτηκα πώς όταν μεγαλώνει αρκετά το παιδί σου, μετά τα 23-24 χρόνια του, κι αν είσαι τυχερή ως μαμά να κλωτσάς ακόμα… αναπτύσσεις μαζί του μια επικοινωνία μη-μαμαδίστικη που έχει να κάνει με τα κοινά σας σημεία. Τα κοινά σημεία επιπλέουν πάνω από την αγάπη, εννοείται – αν ο γιος μου χειρουργούσε εγκεφάλους θα τον αγαπούσα το ίδιο, ίσως θα μάθαινα πέντε πράγματα για τους εγκεφάλους καλού-κακού, απλώς θα ήμασταν σε άλλο χώρο εντελώς. Τώρα, το ότι μιλάμε για δουλειές και ανθρώπους και καταστάσεις που αναγνωρίζουμε, μας φέρνει λίγο πιο κοντά. Με την έννοια ότι, όταν είσαι πάνω από 60 δεν έχεις και πολλά κοινά με κάποιον που είναι κάτω από 30, κι αν βγάλουμε την αγάπη στην άκρη, χωρίς τα επαγγελματικά δεν υπάρχει ντιπ τίποτα να συζητήσεις.
Φυσικά και δεν βγάζουμε την αγάπη στην άκρη, γι’ αυτό καταφέρνουμε εμείς οι μαμάδες να μιλάμε σαν άνθρωποι με τα παιδιά μας ακόμα κι όταν γίνονται χειρούργοι εγκεφάλου («Τσέκαρες την πως τη λένε, την παρεγκεφαλίδα; Καλή είναι, ε; Ευτυχώς γιατί φοβήθηκα μήπως είχε κοπεί στο μοντάζ…») Απλώς το παίρνεις απόφαση ότι δεν έχεις να κάνεις πια με μικρά χουχουλιάρικα παιδάκια, κλαις λίγο, αλλά λίγο επειδή έχεις πολλές δουλειές και 20 φόρμες να πλύνεις, παίρνεις βαθιά ανάσα και προπονείσαι για το επόμενο στάδιο: αυτό της ενήλικης επικοινωνίας με νεαρά άτομα που ψάχνονται στον έξω κόσμο και δεν θέλουν πολλά-πολλά με σένα τη μάνα, ίσα-ίσα να ξέρουν ότι είσαι εκεί, σε σχετικά καλή κατάσταση, και με ελάχιστες απαιτήσεις. Υπάρχει και άλλο στάδιο, αυτό της γιαγιάς… της μετατροπής δηλαδή μιας μαμάς σε γιαγιά, που κι αυτό είναι μέσα στο αγωνιστικό πρόγραμμα, αν είσαι τυχερή μαμά.
Σε όλα αυτά, βρίσκεσαι εντελώς απροετοίμαστη επειδή έτσι είναι η ζωή, σαρπράιζ πάρτι. Με το ίδιο ξάφνιασμα που γέννησες, που κράτησες ένα ή περισσότερα μωρά στην αγκαλιά σου, που ξενύχτησες, ίδρωσες, ψόφησες, έβρασες, έψησες, περιποιήθηκες, απολύμανες, καθάρισες, παρηγόρησες, ξύπνησες (για το σχολείο), συνόδευσες, παρακολούθησες, διάβασες, αφηγήθηκες, κράτησες από το χέρι… με το ίδιο ξάφνιασμα βλέπεις ένα ή περισσότερα ενήλικα άτομα μια μέρα να σου μιλάνε για πράγματα που είτε καταλαβαίνεις (αν είναι καλλιτέχνες, που τυχαίνεις κι εσύ) είτε όχι (αν χειρουργούν εγκεφάλους, που δεν τους έχεις), τα ακούς προσεκτικά επειδή στα λένε τα παιδάκια σου, ας είναι ολόκληρα γαϊδούρια πια. Και σκέφτεσαι ότι ευτυχώς κάνεις δικά σου πράγματα χίλια χρόνια τώρα, παράλληλα με τη μαμαδοσύνη, ευτυχώς έχεις φίλες και φίλους, ευτυχώς όταν φύγουν τα παιδιά και κλείσουν την πόρτα πίσω τους θα πάρεις τηλέφωνο κολλητό σου άτομο και θα αναστενάξεις μιλώντας για τα παιδιά σου, αλλά και για άλλα θέματα εκτός από τα παιδιά σου.
Αυτό, μέχρι να αλλάξεις πίστα και να αρχίσεις να μιλάς για τα εγγόνια σου και για άλλα θέματα εκτός από τα εγγόνια σου, πρώτα ο θεός/Βούδας…