Νόμιζα, λοιπόν, την ισότητα...

Πόσο άσχημο να χωρίζεις τον Αδάμ και την Εύα σε στρατόπεδα

Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας 2023: Η Ελένη Ψυχούλη γράφει για την ισότητα των δύο φύλων, τον φεμινισμό στα 70s, τη βία και την κακοποίηση των γυναικών

Πληρώνοντας στο σούπερ μάρκετ, παρατηρώ την ταμία. Κάτω και γύρω από το χαμηλωμένο βλέμμα της, το μοβ-μπεζ του μώλωπα που πάει να αναρρώσει. Τελικά, την αλήθεια, τη διαβάζω στα χέρια της. Δάχτυλα αναποφάσιστα, τρεμάμενα, ταλαιπωρημένα, διστακτικά. Εκεί, λίγο να εστιάσεις, διαβάζεις τον φόβο, διαβάζεις το κρυμμένο, το απόκρυφο δράμα μιας ακόμα κακοποίησης. Ο τρόπος που κινούνται στην ταμειακή, μου αποκαλύπτει πως αυτή εδώ η κοπέλα, όσα me too κι αν υπάρξουν, όσα τηλέφωνα βοήθειας στις οθόνες της τηλεόρασης, ποτέ δεν θα τολμήσει να τα σηκώσει, ποτέ δεν θα μιλήσει. Θα περιμένει κάθε φορά την ανάρρωση, τον μώλωπα να γίνει από μοβ γαλάζιος κι ύστερα ιωδί. Την ανάρρωση που κρύβει τον αθέατο μώλωπα της ψυχής, εκεί που συνωστίζονται θορυβώδεις κι αθόρυβες όλες μαζί οι πληγές. Αυτές που δεν βλέπει ο γείτονας και ο «κόσμος», αυτές που μάλλον θα ‘ναι πρόθυμη να σβήσει με τη γόμα μέσα σε άλλη μια συμφιλίωση, στην αναλαμπή μιας ελπίδας ότι ο άλλος «θα αλλάξει», ναι, «αυτή ήταν η τελευταία φορά», αφού κιόλας «κάπου φταίει κι εκείνη».

Φίλη, μου διηγείται την ιστορία μιας άλλης κακοποίησης, η κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά πήρε το λεωφορείο, ζητώντας καταφύγιο στο πατρικό της, στο χωριό. Η πόρτα δεν άνοιξε ποτέ, τα παρακάλια και οι λυγμοί δεν ξεκλείδωσαν την κλειδαριά της πατρικής στοργής. «Να γυρίσεις στον άντρα σου», να ‘τος κιόλας, ήρθε μπουρινιασμένος με όλα τα γκάζια του, να την τσουβαλιάσει στο αυτοκίνητο της επιστροφής. Αυτή διηγείται κι εγώ προσπαθώ απεγνωσμένα να με συγχρονίσω στο συμβάν, να παραδεχτώ πως αυτό δεν συνέβη σε ένα αποτρόπαιο, σκοτεινό μεσαίωνα, αλλά στο Τώρα και στο Κάπου-εδώ-παρακάτω. Πίσω από δεκάδες νωπούς τάφους γυναικών, στη σκιά της δικής μου θηλυκής ζωής, που μάλλον από σύμπτωση, έτυχε να σκηνοθετηθεί σε κάποια άλλη, μάλλον τελικά, εναλλακτική, σκηνή.

Στο δικό μου σπίτι, όλοι δούλευαν, άντρες-γυναίκες, η μαμά έβγαζε πιο πολλά από τον μπαμπά αλλά αυτό δεν πείραζε, ακόμη και σε κείνη τη σκοταδιστική επαρχία της επταετίας. Οι γιαγιάδες που είχαν το ρόλο τους στο σπίτι δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ σαν δουλικά αλλά σαν απόλυτες αρχόντισσες, που μέσα από μια κουζίνα και ανακατεύοντας μια μπεσαμέλ, όριζαν τις τύχες όλου του σογιού. Από μικρή μέσα μου η μετάφραση της κάθε μέρας μου επαναλάμβανε ότι η γυναίκα είναι πλάσμα υπερδύναμο, γοητευτικό, σεβάσμιο, καταφερτζίδικο, πολυτάλαντο, αυτό που υπόγεια ή υπέργεια, διατηρεί την ισορροπία της ζωής και εξασφαλίζει σ' αυτόν τον κόσμο την ομορφιά, την τσαχπινιά, τη χάρη του κόκκινου κραγιόν, του σατέν λουλουδάτου φουστανιού που κυματίζει στον άνεμο.

Το σχολείο μου έμαθε ότι τα αγόρια ήταν μια άλλη φυλή, με τα δικά του ο καθένας. Εκείνοι με πιο δυνατά μπράτσα, εμείς πιο πολυμήχανες, αλλά όλοι κάπου ίδια τα καταφέρναμε με τις επιδόσεις μας. Μεγαλώνοντας ανακάλυψα την ανυπέρβλητη δύναμη της θηλυκότητας. Εγώ η πιο κοντή άρα και πιο πρόσφορη στο μπούλινγκ, απέκτησα αίφνης μια πρωτόγνωρη εξουσία, καταδίδοντας στον διευθυντή που τιμωρούσε με αποβολές, κάθε αγόρι που τολμούσε να με πάρει «από πίσω» με το ποδήλατο ή να μου κάνει τα γλυκά μάτια.

Τότε οι άντρες μας πείραζαν στο δρόμο κι αυτό δεν ήταν σχεδόν ποτέ ευχάριστο αλλά δεν ήταν και απειλητικό. Σε έκανε να νοιώθεις πως υπάρχεις μέσα από το βλέμμα των άλλων, που για να στέκεται πάνω σου, ε μάλλον έχεις και συ κάτι λίγο από τις πριγκίπισσες που λάτρεψες στα παραμύθια.

Κι όσο άνθιζε η πιο πρωτογενής θηλυκότητα του στήθους σε μέγεθος άγουρου ροδάκινου μου έτυχε το μοιραίο: περπατώ με τη φιλενάδα στο δρόμο, η σχολική τσάντα περασμένη διαγώνια προτάσσει τα δίχως σουτιέν ροδάκινα ανεπίτρεπτα, το αγόρι στο μηχανάκι φωνάζει ένα πείραγμα, ξελαιμιάζεται με το κεφάλι αντίστροφα στη στροφή, την τελευταία, που τον έριξε νεκρό, πάνω σ' ένα φορτηγό. Αθώες, δεν ξέρουμε ακόμη τί πάει να πει θάνατος. Όμως καταλάβαμε τη δύναμη της κοριτσίστικης σαγήνης. Δύναμη, μέχρι θανάτου.

Στα μετέπειτα εργαζόμενα χρόνια μου, ποτέ δεν αμείφτηκα λιγότερο λόγω φύλου, ποτέ δεν δέχτηκα δύσκολες υπαινιχτικές προτάσεις από αφεντικά κι ας δούλεψα πολύ και παντού και σε γραφεία ομίλων με κόσμο και κοσμάκη. Ενίοτε έβλεπα όλα τα αρσενικά βλέμματα να στρέφονται λάγνα στο πέρασμα της ωραίας ανάμεσα στους υπολογιστές των γραφείων αλλά κι αυτό, γυναικεία εξουσία το μετέφραζα. Στο δικό μου κόσμο ο φεμινισμός είχε ολοκληρώσει το έργο του κάπου στις χίπις παρτούζες των '70ς, οι γυναίκες και οι γκέι σε μια αγαστή συνεννόηση δίναμε μια νέα δημιουργική αύρα στην ιστορία του πολιτισμού, κανένας δεν μας έκρινε όταν αποφασίσαμε να ζήσουμε τη ζωή μας σαν περιπέτεια και όχι ως κυρίας κάποιου κυρίου, η γειτόνισσα δεν μας ξίνισε τη μούρη όταν χωρίσαμε και στο διάβα του καιρού τα αγόρια άρχισαν κι αυτά να αμβλύνουν τις γωνίες του παραδοσιακού Γιώργου Φούντα, να γίνονται πιο εύθραυστα, πιο εξομολογητικά, λιγάκι πιο μπερδεμένα ίσως, αλλά λίγο πιο «δικά» μας. Σχολιάστηκα για πολλά αλλά ποτέ για το κοντό μου το φουστάνι, το υπερβολικό μου μέικ-απ ή την ώρα που γυρνούσα από τα μπαρ και τα ξενύχτια.

Οι άντρες γύρω μου δεν σήκωναν χέρι σε γυναίκες, είχαν άλλους τρόπους να μας ταλαιπωρούν, ψευτιές, υπεκφυγές, άνανδρες φυγές. Τα ίδια, δηλαδή, που κάναμε και μεις. Εξάλλου, σαν ήρθε η ώρα, αποδείχθηκαν υπέροχοι και τρυφεροί πατεράδες και ξέρω πολλούς που πήραν πάνω τους τη γονεϊκή άδεια για να αφήσουν την προτεραιότητα στην καριέρα της καλής τους. Κι όταν χωρίσαμε, δια νόμου πήραμε τα παιδιά και τα μπογαλάκια μας αφήνοντάς τους στα κρύα της πατρικής μοναξιάς.

Ενίοτε μου έτυχε να συναντήσω και εκείνο τον «άλλον», που άραζε στον καναπέ μετά τη δουλειά, ουρλιάζοντας επιθυμίες μπροστά στην τηλεόραση όταν η εξίσου εργαζόμενη σύντροφος είχε να μαγειρέψει, να πλύνει, να διαβάσει τα παιδιά, να βάλει πλυντήριο, να σιδερώσει και να φτιάξει μαλλί για την επομένη αλλά κι αυτό δεν θυμάμαι πού, πότε ή μήπως τελικά να το είδα και σε καμιά ταινία...

Νόμιζα, λοιπόν, την ισότητα. Νόμιζα τον αγγελικό κόσμο που ήταν μόνο μπροστά στα δικά μου μάτια. Έπρεπε να κλειστώ επτασφράγιστη σε μια καραντίνα, για να δω, τελικά. Μέσα από οθόνες, την πραγματική πραγματικότητα. Των όχι τυχερών. Της άλλης όχθης. Που μάλλον ήταν εκεί από πάντα, ίσως γι' αυτήν να μιλούσε ψιθυριστά η μαμά με τις φιλενάδες όταν μας έδιωχνε να παίξουμε και να μην κρυφακούμε. Το κακό υπάρχει και στα καλύτερα σπίτια. Αλλά η αλλοτινή κυρία κλειδωνόταν μέχρι να χαθούν τα ίχνη του μώλωπα, δεν είχε να βγει εξάπαντος την επομένη για το μεροκάματο, να χτυπάει τα κουμπιά της ταμειακής σε κοινή θέα. Σήμερα, οι νεκρές μιλούν, φλύαρα και αβίαστα μέσα από τους τάφους τους, πατούν τα πληκτρολόγια των σόσιαλ σαν να 'ταν δίπλα μας. Οι άλλες, οι παλιές, έφυγαν ανώνυμα, με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς αιτία θανάτου, χωρίς να καταγραφούν σε λίστες θυμάτων. Από ξύλο, όπλο ή από βουβό καημό, το ίδιο είναι.

Και δω δεν ξέρεις αν ο κόσμος πάει πίσω, πάει μπροστά ή μήπως τελικά, έχει μείνει στάσιμος κι αλλάζει μόνο γκαρνταρόμπα και περιτύλιγμα.

Πόσο άσχημο να χωρίζεις τον Αδάμ και την Εύα σε στρατόπεδα, να γινόμαστε από δυο χωριά χωριάτες μέσα στο ίδιο χωριό, να πιστέψεις όπως τελευταία ακούω, το κακό τέρας και η δυστυχής πεντάμορφη. Σ' έναν κόσμο που αλλάζει καταιγιστικά, μπροστά σ' αυτό το παλιό που διαλύεται χωρίς να 'χει ακόμη αρθρώσει την πρώτη του κουβέντα το καινούριο, όλοι είμαστε μαζί. Η γυναίκα που έχει κατακτήσει χίλιους δρόμους και ο άντρας που έχει χάσει τον δικό του. Η βία του τέως ισχυρού φύλου, μπορεί να πηγάζει από μια αταβιστική επανάληψη ενός παραδοσιακού μάτσο μοντέλου που σε άνδρωσε και δεν το έχεις αναλύσει, επεξεργαστεί ή μεταφράσει με δικά σου λόγια αλλά μπορεί να πηγάζει και από την αδυναμία ενός θεριού που ξεψυχά και άρα δαγκώνει πιο άγρια. Τα αγόρια έχουν χάσει τον παραδοσιακό τους ρόλο, δεν είναι πια κυνηγοί, κουβαλητές και αποκλειστικοί προστάτες μιας αναιμικής δεσποσύνης κι αυτό γιατί εμείς οι γυναίκες μάθαμε ως ταχυδακτυλουργοί να χειριζόμαστε πολλούς ρόλους μαζί. Υψώσαμε φωνή, ενίοτε τσιρίδα, εκεί που η χαμηλοβλεπούσα μουγγαμάρα ήταν προτέρημα μιας ιδανικής συζύγου. Μέσα στη σύγχυση και με νέους κώδικες που δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί, ο άντρας χάνει το φως του μπροστά στην εγκατάλειψη, μπροστά στο δικαίωμά σου να τον αρνηθείς, να τον ξεπεράσεις, να διεκδικήσεις το τέλος του Μαζί. Και σκοτώνει. Μαζί σου, σκοτώνεται κι εκείνος. Προσπαθώντας να σκοτώσει την εξέλιξη του κόσμου, προσπαθώντας να επιστρέψει σ' εκείνον τον ρόλο τον καλά διαβασμένο, που τον ξέρει απέξω από παλιά, προσπαθώντας να γυρίσει πίσω τα ρολόγια. Στις μέρες που κάθε σεξουαλικότητα και κάθε φύλο διεκδικεί τη φωνή και την ύπαρξή του, είναι παράξενο που μόνον ο άντρας σιωπά. Μια σιωπή θλιβερή, ύποπτη κι ανησυχαστική. Κι όμως, έχει κι αυτός πολλά να διεκδικήσει στη νέα τάξη πραγμάτων: το δικαίωμα να'ναι αδύναμος, χαμένος στη μετάφραση, το δικαίωμα να μοιράζεται τη ζωή του παιδιού του στη διαζευγμένη του ζωή, το δικαίωμα να επιλέξει επάγγελμα «οικιακά» ή μπαλαρίνα, το δικαίωμα να μην είναι αρχηγός, το δικαίωμα να πλάσει τον καινούριο Άντρα.

Στα χαρακώματα αυτής της παλιάς, της φρέσκιας βίας, είμαστε και οι δυο από την ίδια πλευρά.

 

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice