Βγες για ένα ραντεβού… με τον εαυτό σου
«Aντί να μιλάς με τον εαυτό σου, βγάλε τον ένα ραντεβού. Ίσως μάθεις κάτι…»
Self-date: Το ραντεβού με τον εαυτό μας - Η Ελένη Χελιώτη γράφει για τη μοναξιά και το άρθρο της Faith Hill.
Για μένα ο Αύγουστος είναι αργός. Βασικά, όχι απλά αργός. Ο χρόνος φαίνεται να σταματά, και αν δεν σταματά, μπουσουλάει. Σέρνεται αέναα με μια σαδιστική τάση. Το ευτυχές όμως στην περίπτωσή μου είναι πως όσο χρόνο και αν έχω στη διάθεσή μου, μπορώ να τον γεμίσω ευχάριστα, με όλων των ειδών τις δραστηριότητες, μόνη μου. Προφανώς υπάρχουν στιγμές που βαριέμαι, κυρίως όμως γιατί θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο, το οποίο απλά δεν είναι εφικτό να κάνω.
Όπως όλοι μας, ειδικά εμείς οι εσωστρεφείς άνθρωποι έχουμε αναπόφευκτα και εύλογα εξωστρεφείς ανθρώπους γύρω μας. Αυτοί που θέλουν πάντα κάτι να κάνουν, κατά προτίμηση έξω με άλλους ανθρώπους. Αυτοί που έχουν πινέζες στον πισινούλη τους και μας ρωτάνε συχνά «μα τι κάνεις όλη μέρα σπίτι;» ή «πήγες για καφέ / σινεμά / βόλτα μόνος σου; Γιατί;» Και εμείς τους κοιτάμε με ένα ύφος γεμάτο απορία και απαντάμε «τι εννοείς γιατί;» Δεν τους κρίνω (τους καημένους) όπως δεν θα ‘θελα να με κρίνουν και αυτοί. Άλλωστε γιατί τους έχουμε γύρω μας; Γιατί μια στο τόσο μας τραβολογάνε από εδώ και από εκεί, και βγαίνουμε και εμείς λίγο απ’ τη ρούχλα μας και απ’ το comfort zone μας και αυτό είναι καλό.
Balance! Το κλειδί της ζωής, κτλ, κτλ. Έρευνες, ωστόσο, καλοί μου φίλοι extroverts, λένε ξανά και ξανά πόσο καλό κάνει να περνάς χρόνο με τον εαυτό σου, να μιλάς με τον εαυτό σου (κυριολεκτικά), και όπως λέει και η Faith Hill στο άρθρο της «Take Yourself on a Date» να τον βγάζεις (τον εαυτό σου δηλαδή) ένα ραντεβουδάκι πού και πού. Self-date. Θα μείνω μακριά από το κομμάτι της πανδημίας, πρώτον γιατί η μοναχικότητα εκείνη (για εκείνους που την πέρασαν μόνοι) ήταν επιβεβλημένη, και δεύτερον γιατί μέχρι και εγώ φρίκαρα. Δηλαδή, ΟΚ, κάπου φτάνει.
Το άρθρο της Hill ομολογώ με δυσκόλεψε σε κάποια σημεία, το οποίο παρεμπιπτόντως γράφτηκε στα τέλη του 2022 όταν ακόμα προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να συνέλθουμε από το πατατράκ που είχαμε πάθει. Περιγράφει τι εστί το «self-date» και ουσιαστικά λέει ότι είναι ένας τρόπος να έχουμε έλεγχο πάνω στον χρόνο που έχουμε διαθέσιμο για τον εαυτό μας.
Το πρώτο μου ερώτημα ήταν: πότε δεν έχουμε έλεγχο του ελεύθερου χρόνου μας; Όταν αναλογίζομαι τι σημαίνει ελεύθερος χρόνος, δεν σκέφτομαι αυτόματα απλά τον χρόνο που δεν δουλεύουμε. Γιατί μέσα σε αυτόν υπάρχουν και υποχρεώσεις όπως εξωτερικές δουλειές, οικογένεια, καθαριότητα σπιτιού, κτλ. Στο μυαλό μου ο ελεύθερος χρόνος είναι αυστηρά ο χρόνος που έχουμε αποφασίσει να αφιερώσουμε στον εαυτό μας: είτε σε μορφή γυμναστικής, σε έναν καφέ ή ποτό, μια ταινία στο σινεμά, ένα περπάτημα. Και δεν έχει καμία σημασία αν αυτός ο χρόνος είναι 10 λεπτά, 2 ώρες ή μια ολόκληρη μέρα (αν μπορούμε, γιατί όχι;).
Ο ιστορικός Steven Mintz, από το University of Texas, Austin, λέει στην Hill ότι η ιδιωτικότητα (privacy) – μία λέξη και έννοια ξένη γενικότερα στην ελληνική πραγματικότητα – συχνά αντιμετωπιζόταν με καχυποψία ιστορικά. Γιατί, θα διερωτάστε. Εν μέρει, μας λέει, γιατί ήταν συνυφασμένη με τη «μοναχική αμαρτία» (solitary sin), δηλαδή, τον αυνανισμό. Ακόμα όμως και σήμερα υπάρχει ένα στίγμα στην απομόνωση, ειδικά στη δημόσια πλευρά της, και ως εκ τούτου, πολλοί θεωρούν ότι θα φανούν μόνοι και έρμοι αν κάποιος τους δει να κάνουν μια παραδοσιακά κοινωνική δραστηριότητα μόνοι τους, όπως για παράδειγμα να τρώνε σε ένα εστιατόριο.
Ω Θεέ μου! The horror! Έχουμε αλήθεια λύσει όλα μας τα προβλήματα και στεκόμαστε στο πως θα φανούμε σε άλλους αν κάνουμε κάτι που μας αρέσει, μόνο και μόνο επειδή το κάνουμε μόνοι μας; Κι όμως, φαίνεται να μας απασχολεί.
Η Julia Cameron, συγγραφέας του βιβλίου ή self-help εγχειριδίου «The Artist’s Way» λέει πως αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι τείνουμε να κρατάμε τις διασκεδαστικές δραστηριότητες για όταν κοινωνικοποιούμαστε, σαν, λέει, ο σκοπός να είναι να διασκεδάσουμε κάποιον άλλον, και όχι τον εαυτό μας. Για να το λέει κάτι θα ξέρει, αλλά θα διαφωνήσω. Αντ’ αυτού θα συμφωνήσω με τον Jack Fong, κοινωνιολόγο του California State Polytechnic University, Pomona, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η μοναχικότητα (solitude) μας δίνει μια εξαιρετική ευκαιρία να γνωρίσουμε τον εαυτό μας.» Και ποιος το θέλει αυτό;
Εκεί έγκειται το πρόβλημα. Περνώντας χρόνο με τον εαυτό σου, τον μαθαίνεις καλύτερα, τον αξιολογείς, τον έχεις απέναντί σου. Και είναι σκληρή η καλογερική. Κάτι που μου έκανε εντύπωση από αυτά που είπε ο κύριος Fong είναι ότι ο διάλογος αυτός με τον εαυτό σου, που λαμβάνει χώρα μέσα στο μυαλό σου, ο οποίος μπορεί να διευκολύνει, λέει, την ενδοσκόπηση και να ρυθμίσει το στρες, μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός όταν γίνεται στο 3ο πρόσωπο. Το δικαιολογεί λέγοντας ότι τείνουμε να είμαστε πιο αυστηροί με τον εαυτό μας απ’ ό,τι είμαστε με άλλους (σε περιπτώσεις κάποιων ανθρώπων πολύ θα ήθελα να είναι αλήθεια αυτό), οπότε το να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας ως κάποιον άλλον μπορεί να μας δώσει μια συμπονετική απόσταση (compassionate distance).
Ως ένας εσωστρεφής άνθρωπος που μένει χρόνια μόνος του, έχω εξοικειωθεί τόσο με τη φωνή μου όσο και τους εσωτερικούς, και ενίοτε εξωτερικούς, μου μονολόγους. Κοινώς μιλάω μόνη μου συχνά. Αλλά η πτυχή του 3ου προσώπου ήταν κάτι που δεν είχα ποτέ σκεφτεί. Επίσης ακούγεται περίεργο και οριακά ψυχοπαθές. Έχει τύχει, όπως θεωρώ όλοι κάνουμε, να αναφερθώ στον εαυτό μου στο 2ο πρόσωπο, τύπου «σύνελθε, Ελένη» ή «Ελένη, συγκεντρώσου» ή «Ελένη, είσαι ηλίθια;» κτλ. Αλλά στο 3ο; Δηλαδή, τι; «Η Ελένη τώρα πρέπει να συγκεντρωθεί;» Κάπως έτσι ξεκινάνε κάτι θρίλερ. Να αγοράσω και έναν ζουρλομανδύα να είμαι έτοιμη; Όχι, συγγνώμη. Να αγοράσει έναν ζουρλομανδύα να είναι έτοιμη; Θα της φέρνει κανείς τσιγάρα και κανένα Maker’s Mark στο Δαφνί;
Πίσω όμως στα self-ραντεβουδάκια, και πέρα από την πλάκα, είναι άκρως σημαντικό να συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας όπως σε έναν καινούργιο σύντροφο τον οποίο γουστάρουμε πολύ. Και επειδή αυτό ποικίλλει για τον καθένα, ας το προσδιορίσω για να μην παρεξηγηθώ: με την επιθυμία, δηλαδή, να τον βλέπεις συχνά, να τον ανακαλύψεις, και να περνάς παραγωγικό χρόνο μαζί του. Αν η φάση σου είναι να βγαίνεις και να περνάς καλά, κάνε αυτό, αν πάλι είναι να τον ξεμοναχιάζεις και να τον ξομολογείς, τότε εκείνο. Όποιο και αν είναι το Μ.Ο. (modus operandi) σου, εφάρμοσέ τον στον εαυτό σου. Μάθε τον και αγάπησέ τον γι’ αυτό που είναι. Αν πάλι δεν αγαπάς τους ανθρώπους γύρω σου γι’ αυτό που είναι, ή δεν ασχολήθηκες ποτέ να μάθεις ποιοι είναι πραγματικά, και «αγαπάς» αυτό που έχεις επινοήσει στο μυαλό σου ότι είναι, ίσως πρέπει να ξεκινήσεις αλλιώς. Ξεκινώντας όμως με τον εαυτό σου, είναι πάντα μια καλή αφετηρία.
Η Hill μας λέει να δούμε τα self-dates ως μία επέκταση του self-talk: αντί να μιλάς με τον εαυτό σου, βγάλε τον ένα ραντεβού. Ίσως μάθεις κάτι, και ακόμα και αν αυτό που μάθεις δεν σ’ αρέσει πολύ, δεν πειράζει. Θα έχεις μάθει κάτι πολύτιμο. Και αν θελήσεις, θα το αλλάξεις. Όπως έλεγε πάντα η μητέρα μου: «Δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, “δεν θέλω” υπάρχει».