1 στους 4 Γάλλους παραδέχεται ότι έχει ήδη εγγραφεί τουλάχιστον μία φορά στην ζωή του σε εφαρμογή γνωριμιών
«Δεν έχω τίποτα»: Τι κάνουμε όταν… μας το λένε οι αγαπημένοι μας
Το άτομό μας είναι στον καναπέ με μούτρα μέχρι το παρκέ, τον/τη ρωτάμε «Μωρό μου έχεις κάτι;» και απαντάει, «Δεν έχω τίποτα»... Ωχ!
Τι κάνουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον/τη Χ, σε κατάσταση «Δεν έχω τίποτα»;
Το «Δεν έχω τίποτα» είναι όσο δυσοίωνο ακούγεται: το άτομο, ο/η σύντροφος, σύζυγος, συγκάτοικος, αγαπημένος/η, βγάζει καπνούς από τα αυτιά, είναι φανερό. Εμείς, παρότι είμαστε αθώες ψυχές και μουχρίτσες παράλληλα, υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανίας. Που είναι στου διαόλου τη μάνα, δεν μας απασχολεί η Δανία, μόνον το άτομό μας, ας το πούμε Χ, το οποίο αφρίζει σιωπηλά στον καναπέ με το τηλεκοντρόλ στα δόντια και το κινητό επίσης, για να τσεκάρει σε ρίαλ τάιμ μήπως έσκασε κάτι φρέσκο στο φέiσμπουκ/ινσταγκραμ/αλλού, ΑΛΛΑ ΚΑΙ για να μας δείξει τη βαθιά περιφρόνηση που θρέφει αυτήν ακριβώς τη στιγμή απέναντι στο άτομό μας.
Έχουμε τη φωλιά μας λερωμένη; Δεν την έχουμε; Την έχουμε, αλλά δεν θυμόμαστε ημερομηνίες, ούτε καν πρόσωπα και πράγματα; Δεν έχει σημασία, επειδή παίζει κάτι άλλο στη μυστηριώδη ψυχολογία του ανθρώπου μας Χ, κι άντε να το βρούμε τώρα!
Τι κάνουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον/τη Χ, σε κατάσταση «Δεν έχω τίποτα»;
- Ρωτάμε διακριτικά, με χαμηλή φωνή (ιντονασιόν: χανουμάκι) «Μήπως δεν νιώθεις καλά μωρό; Μπορώ να κάνω κάτι;»
- Ξαναρωτάμε άλλη μια φορά ΑΛΛΑ ΟΧΙ περισσότερες, όχι άμεσα − δεν μας συμφέρει άλλωστε, πάντα υπάρχουν ράμματα για τη γούνα μας και καμιά όρεξη δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο αυτή τη θεματική, τώρα, για εκατομμυριοστή φορά.
- Αποσύρουμε το μέτωπο στην κουζίνα, όπου συναρμολογούμε από το τίποτα ένα εκλεκτό γεύμα επιπέδου Μισελέν. Αζ ιφ.
- Κολοκύθια, γιατί στην κουζίνα εκτός από άπλυτα πιάτα δύο εστιατορίων Μισελέν, έχουμε τρία μπαγιάτικα αυγά κι ένα κουτί ντολμαδάκια, αλλά ακόμα κι αν είχαμε πρόχειρο ένα οσομπούκο με ψιλοκομμένα μανιτάρια και όλα του τα σεπρεπέ, βαριόμαστε τέτοια ώρα να πέσουμε με τα μούτρα στην κουζινική λες και είμαστε ο Γκόρντον Ράμσεϊ, που δεν είμαστε κιόλας, τρομάρα μας.
- Βάζουμε όμως ένα ποτό, μια παγωμένη μπίρα, ένα ποτήρι κρασί. Ρωτάμε από την ασφάλεια της κουζίνας, «Μωρό, ου-ου, θες να πιείς κάτι; Μια σόδα, ένα κοκτέιλ;» (δεν ρωτάμε για κώνειο, να μην του/της βάζουμε ιδέες).
- Ο/η Χ μας απαντάει με μισό στόμα, «... ένα ποτήρι νερό. Από το ψυγείο». Που βέβαια δεν θα το βάζαμε από το φούρνο, απλώς επισημαίνει ο/η Χ πόσο πρόχειρο άτομο είμαστε, εμείς, στην κουζίνα.
- Γεμίζουμε το ποτήρι, το πηγαίνουμε τσαχπίνικα στον καναπέ, λέμε «Ορίστε!» και το προσφέρουμε στον/τη Χ. που απλώνει το κουλό του/της και παίρνει το νερό χωρίς να μας κοιτάζει, μουρμουρίζοντας κάτι που θα μπορούσε να είναι «ευχαριστώ» αλλά θα μπορούσε να ήταν και μπινελίκωμα, έτσι που το μασουλάει.
- Χαιρόμαστε που πήραμε το ποτήρι από τα άπλυτα. (Πρέπει να απολαμβάνεις τα μικρά πράγματα στη ζωή).
- Ρωτάμε, «Θέλεις να δούμε κάτι παρέα, να κάνουμε κάτι; Ή να πάω αλλού; Μμμμ;»
- Απαντάει, με έντονη ενόχληση, «Δεν ξέρω, άσε με!» Μένουμε κατάπληκτοι, ντεμέκ. Εδώ που φτάσαμε δεν έχουμε άλλη επιλογή, πρέπει να επανέλθουμε με ερωτήσεις, «Δεν είσαι καλά;», «Συμβαίνει κάτι;», «Πονάς πουθενά;» κλπ. Η ενόχλησή του/της γίνεται όλο και πιο έντονη όσο επιμένουμε. Αποσύρουμε τις ερωτήσεις, ξαναγεμίζουμε όμως το (ίδιο) ποτήρι με νερό, να βρίσκεται.
- Λέμε κάτι ντιπ για ντιπ άσχετο: «Η μαμά μου θα φτιάξει γεμιστά αύριο, λαδερά, όχι με κιμά». «Παίζει μια καλή ταινία στο Νέτφλιξ». «Να παραγγείλω εκείνες τις βιταμίνες που σου αρέσουν τόσο». «Ο Γούντι Άλεν είδες, την έβαψε». «Το πουκάμισο το θαλασσί/μια φορούσα εγώ και μια εσύ».
- Το άτομο, πάντοτε βγάζοντας καπνούς, τώρα πλέον κι από άλλες τρύπες, όχι μόνον από τα αυτιά, το άτομο απαντάει με μουγκρητά, μουγκανητά ή καθόλου: είναι σαφές πλέον για τον κάθε πικραμένο ότι όχι απλώς «κάτι έχει», αλλά και ότι το «κάτι» είναι επιπέδου παγόβουνου-που-βούλιαξε-τον-Τιτανικό-και-μετά-έλιωσε-κι-έγινε-τσουνάμι.
- Εδώ μπορούμε να αποχωρήσουμε ευγενικά: να πάμε να βάλουμε πλυντήριο, ένα γκομενάκι από το φωταγωγό, το βρακί μας ανάποδα – να κάνουμε κάτι άλλο εντελώς, που θα μας απομακρύνει από τον τοξικό καναπέ. Το ιδανικό είναι να βγούμε από το σπίτι και να λείψουμε κάμποσες ώρες, ή και βδομάδες. Αλλά μερικές φορές δεν γίνεται αυτό επειδή βρέχει ή δεν έχουμε λεφτά ή βρέχει. Και είναι βράδυ, συνήθως, επειδή βράδυ συμβαίνουν τα ωραία στις σχέσεις.
... Οπότε, πηγαίνουμε απλώς σε άλλο δωμάτιο με το λάπτοπ, το βιβλίο μας, που είναι ο καλύτερος σύντροφος, ή το τηλέφωνο, για να πάρουμε φιλικό άτομο να πούμε τον πόνο μας. Και παρηγοριόμαστε με τη σκέψη ότι ΑΝ ο/η Χ αποφάσιζε πράγματι να μας πει χαρτί και καλαμάρι τι ακριβώς έχει, θα έπρεπε να περάσουμε τουλάχιστον ένα διωράκι ακούγοντας καυτά αρνητικά σχόλια, για μας ή για άλλο κόσμο, που δεν μας νοιάζει καθόλου, ειδικά ο άλλος κόσμος. Όλα αυτά θα τα ακούγαμε σε έντονο ύφος, στην διαπασών (ιντονασιόν: Φράου Χέλγκα). Και ορίστε που τη γλιτώσαμε, χάρη στο «Δεν έχω τίποτα». Ό,τι γλυτώνει κανείς σ’ αυτή τη ζωή, είναι κέρδος...