Το μοντέλο «γονείς του Σαββατοκύριακου» δεν μου ταιριάζει. Θέλω να ζω τα παιδιά μου κάθε ημέρα
Πώς είναι να πηγαίνεις τη μαμά σου στον οφθαλμίατρο
Απογεύματα στον οφθαλμίατρο όταν ένας συγγενής σου έχει ωχρά κηλίδα
Ένα απόγευμα στον οφθαλμίατρο για να κάνει η μητέρα ένεση για την ωχρά κηλίδα.
Μία φορά το μήνα πηγαίνω τη μαμά μας στον οφθαλμίατρο για να κάνει «την ένεση» για την ωχρά κηλίδα (αν δεν το ξέρετε το θέμα, σας εύχομαι να μην χρειαστεί να το μάθετε). Μπαίνουμε σε μια αίθουσα αναμονής με ηλικιωμένους ανθρώπους που περιμένουν κι αυτοί, συνήθως συνοδευόμενοι από τα ενήλικα παιδιά τους: διακρίνω την ομοιότητα στα χαρακτηριστικά των προσώπων, έστω και πάνω από την μάσκα. Όταν σηκώνονται και περπατάνε αργά προς το ιατρείο, η ομοιότητα φαίνεται στο βάδισμα, στην στάση του σώματος, στις κινήσεις. Σπανιότερα έρχεται ένα ηλικιωμένο ζευγάρι για να κάνει την ένεση ο άντρας ενώ η σύζυγος περιμένει να τον συνοδεύσει. Τα ζευγάρια αυτά δεν μιλάνε καθόλου ενώ περιμένουν, σε αντίθεση με τη μαμά μας που είναι χήρα και ψοφάει να ανοίξει κουβέντα.
Μια μέρα κάθισε απέναντί μας ένας κύριος από κάποιο χωριό της Ευρυτανίας, πολύ ανήσυχος, δεν είχε ξανακάνει «την ένεση» και φοβόταν, όχι τόσο τον πόνο όσο τα λεφτά. «Πόσα παίρνει; Ακριβώς, ξέρετε το ακριβές ποσόν;» μας ρώτησε, και πριν απαντήσουμε, «Άμα του πω μαύρα, θα κόψει κάτι; Γιατί δεν έχω τόσα λεφτά μαζί μου, και δεν έχω κάρτα, όχι, τι να την κάνω στο χωριό την κάρτα…» Η μαμά μας προθυμοποιήθηκε, όπως κάνει συνήθως, να καλύψει τη διαφορά, μέχρι που την άρπαξα από τα μούτρα («Τι λες τώρα, δεν έχουμε!») γιατί πραγματικά δεν έχουμε – η μαμά έχει ξεμείνει σε εποχές που είχαμε, και για αυτό άλλωστε δεν έχουμε, επειδή όσο είχαμε, καλύπταμε οικογενειακώς τις διαφορές αλλωνών από δω κι από κει.
Η διαδικασία των επισκέψεων είναι η εξής: πας μια μέρα τη μαμά σου να της κάνουν βυθομέτρηση, και επειδή είναι μεγαλούτσικη και ο βυθός των ματιών της είναι χάλιος, κλείνεις ραντεβού και ξαναπάς άλλη μέρα, για «την ένεση». Ευτυχώς η μαμά μας ξεχνάει πώς είναι αυτή η ένεση από την μία επίσκεψη ως την άλλη, και της έρχεται σαν (πολύ) δυσάρεστη έκπληξη, την οποία μέχρι να την πολιτευτεί, και πάλι ευτυχώς, την έχει ξανα-ξεχάσει. Θυμάται τον ξαφνικό πόνο όταν προκύπτει ο ξαφνικός πόνος, άσχετα που εγώ κάθομαι στον καναπέ με την αγωνία του ξαφνικού πόνου της όπως τον φαντάζομαι – με μάτια και με φρύδια, όπως φανταζόμαστε όλοι έναν πόνο πριν μας προκύψει. Την ακούω που κάνει «Α!» ξαφνιασμένη από την ένεση και σφίγγομαι, υποθέτω όπως θα σφιγγόταν κι αυτή όταν μας πήγαινε στον παιδίατρο κύριο Καμπούρη στη Δράμα για εμβόλια. Τον θυμάμαι με μια σύριγγα στο χέρι αυτόν τον παιδίατρο, χαμογελαστό, γλυκό, αλλά ταυτόχρονα εγκληματικό (για ένα παιδί). Όταν τελειώσανε τα εμβόλια, πηγαίναμε στην κυρία Γαβριηλίδου στην Καβάλα, την οποία δεν έχω συνδυάσει με ενέσεις, και αυτή είναι άλλη μία από τις αδικίες της ζωής, όσον αφορά τον κύριο Καμπούρη, που σίγουρα δεν έφταιγε σε τίποτα κι ας παίζει ακόμα στους εφιάλτες μου.
Η αίθουσα αναμονής δεν είναι απρόσωπη αλλά διακρίνεται από την παραίτηση που έχουν οι αίθουσες τέτοιου είδους σε ιατρεία όπου οι υπάλληλοι δεν προλαβαίνουν να φτύσουν: κανείς δεν βρίσκει χρόνο να ξεσκονίσει, για όνομα, εδώ πνιγόμαστε. Το τραπεζάκι «του καφέ» έχει καθίσει από τα βάρη πολλών δεκαετιών, οι μπαλκονόπορτες μπάζουν, εκτός που είναι συνέχεια ανοιχτές για να ανανεώνεται ο αέρας. Τόσο η αδερφή μου όσο και εγώ την έχουμε αρπάξει από μία φορά η κάθε μια, περιμένοντας τη μαμά σε αυτήν την αίθουσα, που αερίζεται συγκλονιστικά καλοκαίρι και χειμώνα.
Αλλά ο γιατρός είναι καλός, ο καλύτερος στο είδος του, και η μαμά μας, που δεν είναι ο ευκολότερος άνθρωπος του κόσμου ούτε καν του σπιτιού, τον συμπαθεί, παρόλο που της κάνει ξαφνικά κάτι ενέσεις από το πουθενά και την φρουμάζει. Με ρωτάει κάθε φορά πώς τον λένε και πόσο χρονών είναι, λες και τον πάμε για προξενιό. «Μα είναι νέος άνθρωπος!» μου λέει προσβεβλημένη όταν της λέω ότι πρέπει να πλησιάζει τα 65, μπορεί τα 67.
Μερικές φορές ξεχνιέται και μακαρίζει την «άλλη γιαγιά», την Αλίκη Γεωργούλη, που πέθανε νέα και δεν πρόλαβε να ταλαιπωρηθεί με τα μάτια της. Της θυμίζω ότι η Αλίκη έφυγε ενώ ήταν ακόμα κοντά στη δική μου ηλικία, και ότι χίλιες φορές να έχεις θέματα με τα μάτια σου παρά να πεθαίνεις, και να μην λέει τέτοια γιατί θα την πετάξω καμιά ώρα στις ρόδες κανενός τραμ. Το μαζεύει αμέσως, ότι ήταν τρομερό κρίμα που έφυγε τόσο νέα η Αλίκη, που τόσα πράγματα θα έκανε. Ή δεν θα έκανε, δεν είναι σίγουρη.
Το χειρότερο με τη μαμά μας, χειρότερο από το άγχος και την αγωνία της για μικροπράγματα, χειρότερο από τις απειλητικές ωχρές κηλίδες, το πιο αναστατωτικό είναι η αβεβαιότητα με την οποία ζει: δεν είναι βέβαιη για αυτά που σκέφτεται, αυτά που θυμάται (που δεν είναι και πολλά), για το αν κάνει σωστά βάζοντας το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, για τίποτα. Τα παιδιά ασχέτως ηλικίας θέλουνε τους γονείς τους σταθερούς, σίγουρους για όλα. Κι όσο ανώριμο κι αν ακούγεται, η μόνιμη αβεβαιότητα της μαμάς μας κάνει να παίρνουμε βαθιές ανάσες και να κρατιόμαστε μη βάλουμε τις φωνές.
Προχθές στην αναμονή ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που φορούσε τις μάσκες σαν μούσι, κατεβασμένες στο πηγούνι. Μια άλλη ηλικιωμένη κυρία στον απέναντι καναπέ (έχει πολλούς καναπέδες) τους έκανε παρατήρηση, γιατί δεν ανεβάζουν τις μάσκες. «Δεν με πειράζει να αρρωστήσει και να πεθάνει αυτός», είπε η γυναίκα δείχνοντας τον άντρα της που είχε καταπιεί μπαστούνι δίπλα της, «εγώ πάλι έχω εμβολιαστεί, οπότε δεν θα πεθάνω. Αυτός, ας κάνει ό,τι θέλει.»
Η μαμά μας κούνησε το κεφάλι με κατανόηση, «Βέβαια» είπε, «έχετε δίκιο, και αν δεν πονάει το δόντι του, γιατί να φοράει τη μαντήλα στο πηγούνι…;»
Την κοιτάξαμε όλοι ανέκφραστοι. Έπειτα ο ηλικιωμένος κύριος ανέβασε τη μάσκα μέχρι τη μύτη του και αναστέναξε, «Δεν φτάνει το χάλι μου…» Αλλά τουλάχιστον φορούσε πια μάσκα, που κάτι ήταν κι αυτό.
Όταν φεύγουμε από το γιατρό, κατεβαίνουμε με τα πόδια, σιγά σιγά, με τη μαμά να διαμαρτύρεται ότι δεν βλέπει από το «ένα μάτι, το καλό», εμένα να της λέω ότι δεν είναι διάβαση εδώ και θα μας σκοτώσουν τα αμάξια, αυτή να μου απαντάει ότι κακώς βιάζονται κι όποιος βιάζεται σκοντάφτει, έστω και αν το ζήτημα είναι να μην σκοντάψουμε εμείς.
Έτσι πάντως είναι τα απογεύματα στον οφθαλμίατρο όταν ένας συγγενής σου έχει ωχρά κηλίδα, σας τα έγραψα με λεπτομέρειες σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ΠΩΣ διάολο να είναι, κι αν έχουν κάποια αξία αυτά τα απογεύματα. Η απάντηση είναι, ναι, έχουν. Είναι ο χρόνος που περνάμε με άτομα τα οποία αγαπάμε, και τα οποία είχαν την μεγάλη τύχη να φτάσουν σε ακόμα μεγαλύτερη ηλικία...