Η παγίδα τού να συγκρίνουμε τη σχέση μας με άλλες

Αυτό που κάνει τα ευτυχισμένα ζευγάρια να ξεχωρίζουν από τα δυστυχισμένα δεν είναι οι καθημερινές συγκρούσεις αυτές καθαυτές, αλλά το πώς κάθε πλευρά σκέφτεται και επικοινωνεί όσον αφορά αυτό

Γιατί συγκρινουμε τη σχέση μας με άλλες; Τι δείχνουν οι έρευνες και μελέτες

Ως θεραπευτής ζευγαριών (couples therapist) ο Joshua Coleman ακούει συχνά τους πελάτες του να συγκρίνουν τη ρομαντική τους σχέση με αυτή των φίλων ή των συναδέλφων τους. Κάποιοι το κάνουν για να εκφράσουν την ικανοποίησή τους με τον σύντροφό τους. Αλλά πιο συχνά αναρωτιούνται αν θα ήταν πιο ευτυχισμένοι με κάποιον άλλον άνθρωπο, πιο ελκυστικό, πιο ευαίσθητο, πιο αστείο, πιο έξυπνο ή πιο πλούσιο από αυτόν με τον οποίο είναι σε σχέση. Στους συλλογισμούς τους ενσωματώνονται μια σειρά από άλλα ερωτήματα: Μήπως χάνω κάτι καλύτερο; Είναι η προσωπική μου ζωή τόσο καλή όσο θα μπορούσε να είναι; Εγώ, είμαι;

Το να συγκρίνεις είναι ανθρώπινο. Αλλά αυτή η εξιδανίκευση των άλλων ζευγαριών αναιρεί πως οι περίοδοι πλήξης, βάρους ή δυσαρέσκειας σε μια σχέση είναι περισσότερο αναμενόμενες παρά ανησυχητικές. Αυτό που κάνει τα ευτυχισμένα ζευγάρια να ξεχωρίζουν από τα δυστυχισμένα δεν είναι οι καθημερινές συγκρούσεις αυτές καθαυτές, αλλά το πώς κάθε πλευρά σκέφτεται και επικοινωνεί όσον αφορά αυτό. Ο ομότιμος καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον John Gottman διαπίστωσε ότι το 69% των προβλημάτων μεταξύ των παντρεμένων ζευγαριών που μελέτησε, εντέλει δεν επιλύονται ποτέ. Τόσο αυτός, όσο και άλλοι ερευνητές, έχει παρατηρήσει ότι συνήθως οι συγκρούσεις στην επικοινωνία συμβαίνουν για θέματα όπως τα χρήματα, την ανατροφή των παιδιών ή τον καταμερισμό των οικιακών εργασιών.

Εν τω μεταξύ, η ιδέα ότι άλλα ζευγάρια κάνουν καλύτερο σεξ -πιο συναρπαστικό ή ίσως απλά περισσότερο- είναι συνηθισμένη. «Η πιο σέξι περίοδος είναι συνήθως ο πρώτος χρόνος μιας σχέσης, αλλά με την πάροδο του χρόνου, αυτό φθίνει σε μια φορά την εβδομάδα και μετά γίνεται ασταθής», είπε ο Pepper Schwartz, κοινωνιολόγος του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον. Ο Schwartz, ο οποίος είναι επίσης ειδικός σχέσεων στο ριάλιτι Married at First Sight, είπε ότι πολλοί άνθρωποι έχουν μη ρεαλιστικές ιδέες για τη σεξουαλική ζωή των άλλων και «ξεσπούν» αυτές τις υποθέσεις επάνω στους συντρόφους τους. «Τα ζευγάρια χρησιμοποιούν αυτή την ιδέα ότι όλοι οι άλλοι το κάνουν και αυτοί όχι σαν “όπλο”. Και αυτό σίγουρα δεν είναι μια φιλική συζήτηση».

Η κοινωνική σύγκριση φέρνει δυστυχία. Οι μελέτες δείχνουν ότι όταν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με αυτούς που φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα μπορεί να μειώσει την αυτοεκτίμησή μας. Αυτοί που πιστεύουν ότι βρίσκονται σε χειρότερη θέση από άλλους ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο κακής σωματικής υγείας καθώς και μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι σε συμπτώματα κατάθλιψης και κοινωνικού άγχους.

Ομοίως, η σύγκριση της σχέσης μας με άλλων οδηγεί σε λιγότερη ευτυχία στη δική μας. Ο Justin Buckingham, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Towson, και η ερευνήτρια Lavonia Smith LeBeau ανέπτυξαν την «κλίμακα κοινωνικής σύγκρισης σχέσεων» (Relationship social comparison scale) και διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που συγκρίνουν συχνά τον εαυτό τους με άλλα ζευγάρια ήταν πιο πιθανό να βιώσουν χαμηλή ικανοποίηση από τη σχέση τους, αισθήματα δέσμευσης και συναισθήματα οικειότητας.

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu ονόμασε αυτή κατάσταση «positional suffering», την αντίληψη δηλαδή ότι ο πόνος μας δημιουργείται όχι τόσο από αυτά που έχουμε αλλά από αυτά που έχουμε σε σχέση με τους άλλους. Στην πρακτική του, ο Joshua Coleman έχει δει πολλά άτομα να πιστεύουν ότι αξίζουν κάποιον καλύτερο και ως εκ τούτου να αγνοούν ή να μειώνουν τους πολλούς τρόπους με τους οποίους ο/η σύντροφός τους τους ωφελεί ή δημιουργεί μια σταθερή βάση για τα άλλα μέρη της ζωής τους.

Έχει δει επίσης ότι δεν κάνουν όλοι συγκρίσεις με τον ίδιο τρόπο. Βλέποντας ένα ζευγάρι που φαίνεται πιο ευτυχισμένο μπορεί να προκαλέσει έμπνευση σε ένα άτομο («Θα μπορούσαμε να γίνουμε σαν αυτούς αν προσπαθούσαμε!») και απελπισία σε ένα άλλο («Δεν θα γίνουμε ποτέ έτσι, άρα θα πρέπει απλώς να χωρίσουμε!»). Αυτό ισχύει και για τις «downward» συγκρίσεις (αυτές όπου συγκρίνουμε με χειρότερα παραδείγματα και όχι καλύτερα): Όταν περνάμε χρόνο με ένα ζευγάρι που φαίνεται να έχει προβλήματα, κάποιος μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως κίνητρο να εργαστεί σκληρότερα στη σχέση του για να αποφύγει μια παρόμοια μοίρα, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να το εκλάβει απλώς ως σημάδι ότι η σχέση του είναι τέλεια όπως είναι. Στην έρευνά τους, η Marian Morry και η Tamara Sucharyna γράφουν ότι «δεν είναι απαραίτητα η κατεύθυνση της σύγκρισης που επηρεάζει την ποιότητα της σχέσης και τα επακόλουθα αποτελέσματα, αλλά οι ερμηνείες που κάνει ο καθένας».

Στην πραγματικότητα, ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι οι αυτοαξιολογήσεις των σχέσεων τείνουν να είναι πιο θετικές όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τους τρόπους με τους οποίους η σχέση τους είναι καλύτερη από των άλλων. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσπαθούμε να περιβαλλόμαστε από δυστυχισμένα ζευγάρια ή να έχουμε μια λίστα ανωτερότητας για να μας φτιάχνει τη διάθεση όταν αισθανόμαστε άσχημα. Το θέμα είναι ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά από τα ζευγάρια που φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα και χειρότερα από εμάς.

Ωστόσο, το κλειδί για να ξεφύγουμε από την παγίδα του φθόνου είναι να κατανοήσουμε ότι δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε την απόλυτη αλήθεια για τη σχέση κάποιου άλλου απ’ έξω. Αντί να συγκρίνουμε επιφανειακά τους συντρόφους μας με άλλους, θα πρέπει να ενστερνιστούμε το γεγονός ότι είμαστε όλοι ευάλωτοι σε αυτό και να μοιραζόμαστε τις αναπόφευκτες δυσκολίες μας. Αυτό υποστηρίζεται από έρευνα: Σε μια μελέτη ζευγαριών με χαμηλό εισόδημα με στόχο τη βελτίωση της συμμετοχής των πατεράδων στη ζωή των παιδιών τους, οι επίτιμοι καθηγητές ψυχολογίας του UC Berkeley, Phil και Carolyn Cowan, παρατήρησαν ότι το να συναντιούνται οι γονείς μικρών παιδιών σε ομάδες για να συζητήσουν τις προκλήσεις και δυσκολίες που αντιμετωπίζουν φάνηκε αποτελεσματικό στη μείωση της αρνητικής κοινωνικής σύγκρισης. «Κατά τη διάρκεια των 16 εβδομαδιαίων συναντήσεων, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ενθαρρύνθηκαν να σκεφτούν πιο συνειδητά πώς τους επηρέασαν τα όνειρα και τα τρωτά τους σημεία ως άτομα», είπε η Carolyn. «Τα μέλη της ομάδας συχνά εξέφραζαν ανακούφιση και έκπληξη όταν ανακάλυπταν ότι δεν ήταν οι μόνοι που ένιωθαν άγχος ή βάρος με διλήμματα γονικής μέριμνας και επικοινωνίας ως ζευγάρι. Όταν άκουγαν για τις δυσκολίες άλλων γονέων μείωνε σημαντικά το στίγμα και την απομόνωση που ένιωθαν».

Αν και πολλοί από εμάς συγκρίνουμε τις ρομαντικές μας σχέσεις με εκείνες των πιο στενών μας φίλων, το θετικό είναι ότι -αν είναι ειλικρινείς- θα μιλήσουν για τα δικά τους ζητήματα, μειώνοντας τη ντροπή και την απομόνωσή μας.


*Με στοιχεία από The Atlantic