«Είναι µ@λ#$% φουλ, αλλά εγώ τον θέλω. Έχω κόλληµα µαζί του χρόνια»
Σ’ αγαπώ αλλά δεν θέλω να σε δω για τις επόμενες έξι εβδομάδες
Παίρνοντας «άδεια» — ’’sabbatical’’ έξι εβδομάδων— από τον γάμο ίσως μπορούμε να τον σώσουμε
Σχόλιο για την ιδέα μιας άδειας από το γάμο, ώστε να ανανεωθεί η σχέση του ζευγαριού.
H ιδέα δεν είναι διαζύγιο, δοκιμαστικός χωρισμός ή μια ευκαιρία για μια εξωσυζυγική περιπέτεια. Πρόκειται για άδεια ενός ή ενάμισι μήνα ώστε άνδρες και γυναίκες, ή άνδρες και άνδρες, ή γυναίκες και γυναίκες να ξεχάσουν τους μικρούς εκνευρισμούς της κάθε μέρα και να συνειδητοποιήσουν πόσο λείπει ο ένας στον άλλον. Μετά από πολύ στενή συμβίωση στη διάρκεια του λοκντάουν αλλά και αργότερα καθώς συνεχίστηκαν κάποιοι περιορισμοί κινήσεων, πολλά ζευγάρια που θα μπορούσαν να πάρουν μια ανάσα: αλλά οι ποιος από τους δύο θα φύγει έξι εβδομάδες από το σπίτι; Και πού θα πάει για έξι ολόκληρες εβδομάδες; Σε ξενοδοχείο; Στη μαμά του; Σε φίλους;
Στις ΗΠΑ υπάρχει ακόμα η παλιά συνήθεια να φεύγει η σύζυγος μαζί με τα παιδιά από την πόλη για ολόκληρο το καλοκαίρι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο σύζυγος μένει στο σπίτι και εργάζεται, πιθανώς κάνοντας κάπου κάπου μια επίσκεψη στον τόπο παραθερισμού της οικογένειας. Αλλά η «άδεια» είναι ένας όρος που επινόησε το 1999 η Cheryl Jarvis από το Σεντ Λούις του Μισούρι στο βιβλίο της ’’The Marriage Sabbatical: The Journey that Brings You Home’’: η Jarvis εννούσε ένα είδος της εργασιακής άδειας που παίρνει κανείς για να πραγματοποιήσει ένα προσωπικό του όνειρο· κάτι που δεν μπορεί να κάνει μένοντας στον τόπο του και έχοντας όλες τις καθημερινές υποχρεώσεις. Το 1999 η Jarvis πρότεινε το «sabbatical» κυρίως στις γυναίκες που ίσως ίσως θυσιάσει κάποιο σχέδιό τους στη φροντίδα της οικογένειας και τών παιδιών: μπορούσε να είναι κάτι απλό, όπως ένα ταξίδι ή κάτι που είχε σχέση με τη μάθηση.
Από το 1999, η «συζυγική άδεια» έγινε μέρος του life style. Πολλά ζευγάρια αποφασίζουν να δώσουν την ευκαιρία στο ένα από τα δύο συστατικά τους να κάνει κάτι που επιθυμεί απουσιάζοντας από το σπίτι. Η απουσία από το σπίτι δεν είναι κάτι πρωταφανές: αντιθέτως, στους περασμένους αιώνες, όταν τα ζευγάρια ήταν λιγότερο συγχωνευμένα οι γυναίκες έλειπαν συχνά από τη συζυγική εστία σε παρατεταμένες επισκέψεις στους συγγενείς τους. Η
σημερινή «συζυγική άδεια» έχει διαφορετικό περιεχόμενο: είναι μια διατάραξη των προτεραιοτήτων. Αυτός που λείπει επί ενάμισι μήνα βάζει σε προτεραιότητα ένα δικό του πρότζεκτ: δεν «αναγκάζεται» να φύγει για να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα σε μια άλλη πόλη, ούτε συνοδεύει τα παιδιά σε καλοκαιρινές διακοπές· δηλώνει ότι χρειάζεται να απομακρυνθεί από τα καθήκοντά του/της για να ξεκουραστεί ή για να κάνει κάτι που τον/την ενδιαφέρει. Με λίγα λόγια το «sabbatical» δεν χρειάζεται δικαιολογίες: βασίζεται στην ιδέα ότι ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται όχι μόνο ένα διάλειμμα, αλλά καινούργιες εμπειρίες οι οποίες μπορούν να ανανεώσουν τη συζυγική και οικογενειακή τους ζωή.
Η εξίσωση του sabbatical με την απιστία είναι κάπως αναχρονιστική. Στον σύγχρονο κόσμο ο καθένας μπορεί να έχει ερωτικές περιπέτειες μένοντας κανονικά στο σπίτι του. Οι περισσότερες υποθέσεις μοιχείας εκτυλίσσονται στο γραφείο, στη γειτονιά ή στην την ίδια την πολυκατοικία. Εξάλλου, ποιος θα ήθελε να το σκάσει με κάποιον για έξι ολόκληρες εβδομάδες; Σε τέτοια περίπτωση, αν δηλαδή ήταν ευχάριστος τόσος πολύς καιρός δίπλα σε κάποιον, πιθανότατα να μην υπήρχε επιστροφή στον «σπίτι».
Πολλά έχουν αλλάξει στον γάμο τα τελευταία χρόνια: οι άνθρωποι παντρεύονται αργότερα, γύρω στην ηλικία των 30, και πολλοί από αυτούς να αντιλαμβάνονται τη συνεχή συντροφικότητα σαν θυσία, αφού έχουν συνηθίσει να ζουν περισσότερο χρόνο μόνοι. Ο συσχετισμός οικονομικής δύναμης μέσα στο νοικοκυριό έχει επίσης αλλάξει: πολλές γυναίκες βγάζουν περισσότερα χρήματα από τους άνδρες και πολλοί άνδρες αισθάνονται ότι τα όνειρά τους έχουν ισοπεδωθεί. Επίσης, υπάρχουν εξίσου πολλοί άνδρες που νιώθουν ότι ο γάμος ή μια μόνιμη σχέση τούς έχει απομονώσει από τις παρέες τους: είτε εξιδανικεύουν αυτές τις παρέες, είτε όχι, η άδεια από τον γάμο μπορεί να τους κάνει να δουν την πραγματικότητα. Ζώντας έξι εβδομάδες μακριά από το συνηθισμένο ενδιαίτημα, με τα συνηθισμένα πρόσωπα, μπορεί να αποβεί αποκαλυπτικό: οι περισσότεροι «αδειούχοι» επιστρέφουν τρέχοντας στον γάμο και την καθημερινότητα.
Τα ζευγάρια δοκιμάστηκαν στη διάρκεια της πανδημίας η οποία ανέδειξε τη σπουδαιότητα του χώρου, της privacy, του προσωπικού χρόνου στις σχέσεις. Και παρότι πολλοί άνθρωποι ανακάλυψαν ξανά τις απολαύσεις της οικειότητας, άλλοι ένιωσαν ασφυξία —ιδιαίτερα όταν ο χώρος και τα χρήματα δεν επαρκούσαν για τις βασικές ανάγκες. Ο οικονομικός παράγοντας επηρεάζει τη «συζυγική άδεια» όπως κι όλα τα άλλα. Οι πιο εύποροι και οι
συνταξιούχοι έχουν περισσότερη ελευθερία. Όπως και οι πολύ νέοι που δεν τους πειράζει να μείνουν για κάμποσο καιρό σε κάμπινγκ ή στον καναπέ κάποιου φίλου. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να παραδεχτούμε τον πραγματικό ρυθμό του γάμου, όχι ως μια σταθερή κατάσταση αρμονίας, αλλά μάλλον σαν έναν κύκλο αρμονίας, δυσαρμονίας και επανόρθωσης σε συνεχή ροή. Αν η «άδεια» μπορεί να ιδωθεί ως μια ακτίνα φωτός και όχι ως. απειλή, αν δηλαδή αποδεχτούμε με ηρεμία ότι μερικές φορές θα προτιμούσαμε να είμαστε χώρια παρά μαζί, ίσως δυσκολευόμασταν λιγότερο να συνταιριάξουμε τον μύθο του γάμου με την πραγματικότητά του.