Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 4ο
Σχεσεις

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 4ο

Μυθιστόρημα - 4ο Μέρος (04/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Μίνα

Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα, ρουφώντας όλο το φως που έμπαινε μέσα από τις λεπτές κουρτίνες του δωματίου. Κάτι που ζούσε μέσα στο στόμα μου —μια άγρια φωνή— έκανε για μια στιγμή να πεταχτεί έξω, αλλά το συγκράτησα και το κατάπια, τρομαγμένη. Είχα δει κάποιο όνειρο, κάτι απίστευτα αληθινό και τρομαχτικό, μα δεν μπορούσα να το θυμηθώ ξεκάθαρα. Ήταν… είχε να κάνει με κάτι, με… με κάποιον, με κάποιον που ήταν τρομερά, αφύσικα, αδιανόητα δυνατός και… και ξένος.

Αυτό, ναι: στον ύπνο μου, με είχε επισκεφτεί ένας ξένος άντρας, μια οντότητα που ξεπερνούσε πέρα από κάθε μέτρο κάθε δυνατότητα που είχα για να αναλύω και να κατανοώ τον κόσμο ολόγυρά μου.

Έκλεισα ξανά για μια-δυο στιγμές τα μάτια, πήρα μια βαθιά ανάσα και μόνο τότε προσπάθησα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, βλέποντας πως ήμουν ακόμη με τα ρούχα του ταξιδιού, που ζάρωναν τσαλακωμένα και βρόμικα επάνω μου. Θεέ μου, ήμουν αξιολύπητη. Αυτό ήμουν.

Πετάχτηκα από το κρεβάτι και, από αμηχανία, έστρωσα το όμορφο πάπλωμα με τα δάχτυλα. Δεν το είχα αναστατώσει γιατί είχα κοιμηθεί από πάνω του, γεγονός που από μόνο του ήταν αλλόκοτο. Αναστέναξα ξεφυσώντας δυνατά, και νιώθοντας πως οι δυνάμεις μου προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν για να με βοηθήσουν να τα βγάλω πέρα. Έπειτα, κρύωνα. Και ήταν απολύτως λογικό. Αυτό που ονειρευόμουν, να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να κουκουλωθώ στα στρωσίδια του κρεβατιού, είχε πεταχτεί στα σκουπίδια. Η πρώτη μου νύχτα στην Πράγα είχε στεφθεί με απόλυτη αποτυχία.

Κοίταξα δεξιά και αριστερά μου. Οι βαλίτσες μου. Ούτε αυτές είχα φτιάξει. Δεν είχα κάνει τίποτε. Είχα παραδοθεί στην κούρασή μου από το πολύωρο ταξίδι. Ήταν μια ήττα, αλλά εν μέρει δικαιολογημένη, είπα από μέσα μου. Αν μη τι άλλο, και σύμφωνα με τον υπεύθυνο του ξενοδοχείου, είχα έρθει μια μέρα πριν. Οπότε μπορούσα, υποτίθεται, να πετάξω στα σκουπίδια εκείνο το πρώτο μου βράδυ. Όπως άλλωστε και έκανα.

Παρ’ όλο το κρύο, ξεντύθηκα με δύο κινήσεις, έκανα ένα κουβάρι τα ρούχα μου και τα πέταξα δίπλα στη στενή ντουλάπα. Άνοιξα το ένα της φύλλο και, ω του θαύματος, βρήκα μία ντάνα με πετσέτες εκεί μέσα. Νά και κάτι καλό λοιπόν. Νά και κάτι ενθαρρυντικό.

Πήρα ένα μεγάλο μπουρνούζι και μία μικρότερη πετσέτα, άνοιξα το σακβουαγιάζ μου και βρήκα το νεσεσέρ με το σαμπουάν μου, το αφρόλουτρο και το γάντι μου, και πήγα κατευθείαν στο μικροσκοπικό μπάνιο με την, περιέργως, μεγάλη μπανιέρα, ανοίγοντας χωρίς χρονοτριβή τη βρύση του ζεστού. Οι σωλήνες έκαναν έναν θόρυβο σαν να προσγειωνόταν αεροπλάνο μέσα στο λουτρό τρομάζοντάς με, αλλά τελικά οι ατμοί από το καυτό νερό με καθησύχασαν και έκαναν την καρδιά μου να ηρεμήσει. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσα να απολαύσω το μπάνιο μου. Για τα υπόλοιπα, θα έβλεπα τι θα έκανα. Ή, τέλος πάντων, θα αυτοσχεδίαζα στην πορεία.

Ρύθμισα το νερό και μπήκα στην μπανιέρα χωρίς να καθίσω. Πλύθηκα και τρίφτηκα όσο πιο δυνατά μπορούσα, σχεδόν τιμωρώντας το σώμα μου. Ένιωθα πως σε κάθε τετραγωνικό χιλιοστό του δέρματός μου ήταν κολλημένη βρομιά από το ταξίδι, από τους συνεπιβάτες μου, από τα αεροδρόμια… και από τη Νέα Υόρκη. Δεν τα ήθελα, με βάραιναν και με ενοχλούσαν. Τρίφτηκα και γδάρθηκα κάνοντας την επιδερμίδα μου να κοκκινίσει και να πονέσει παντού, αλλά δεν με ενόχλησε αυτό. Ίσα-ίσα. Ήταν το μόνο πραγματικά σωστό πράγμα που μπορούσα και έπρεπε να κάνω με το σώμα μου.

Ξεβγάλθηκα, τυλίχτηκα στη μεγάλη καθαρή πετσέτα και στάθηκα δίπλα στον οβάλ καθρέφτη ξέπνοη, σαν να είχα τρέξει μία μεγάλη απόσταση στο Σέντραλ Παρκ. Ναι, ήμουν εκεί, και ήμουν καλά, και είχα τον εαυτό μου στα δικά μου χέρια. Και τα είχα καταφέρει — να το σκάσω, να μην πνιγώ, να μην αφεθώ να πεθάνω μέσα σε έναν βούρκο ατολμίας και απάθειας. Και βίας…

Σκουπίστηκα και ντύθηκα με τα πιο απλά ρούχα που είχα πάρει μαζί μου. Ήταν κι αυτό μέρος του σχεδίου μου: το ξεβαμμένο τζιν μου και η μονόχρωμη μπλούζα, τα βαρετά φλατ παπούτσια μου με τα κορδόνια, και το μπουφάν μου που έμοιαζε περισσότερο αγορίστικο παρά γυναικείο, και που μπορούσε πράγματι να φορεθεί από ένα αγόρι, με έκρυβαν κάνοντάς με να νιώθω πως φορούσα κάποιου είδους πανοπλία. Γιατί, καμιά φορά, είναι καλό να κρύβεσαι. Να αποσπάς τη γυναικεία σου υπόσταση, την εικόνα σου, αυτό που πράγματι είσαι, από τα μάτια των άλλων. Από τις αδηφάγες, αρπακτικές ματιές τους. Και να τους δείχνεις κάτι άλλο. Κάτι που δεν θα θέλουν να το αρπάξουν με τα νύχια τους και να το ξεσκίσουν.

Μόλις ντύθηκα, τακτοποίησα στα γρήγορα τις αποσκευές μου και κοίταξα ολόγυρα μέσα στο δωμάτιο για να δω τι άλλο έπρεπε να κάνω. Δεν υπήρχαν και πολλά. Το δωμάτιο ήταν μια σταλιά, τα πράγματά μου —η περιουσία μου— ήταν ακόμη λιγότερα, και, αν μη τι άλλο, παρά τα όποια προβλήματα είχα και την αγωνία που με έτρωγε, μπορούσα να περηφανευτώ πως ήμουν ανεξάρτητη από τα πάντα. Ακόμη καλύτερα: ήμουν ελεύθερη. Για πόσο; Αυτό δεν μπορούσα να το ξέρω. Αλλά μέχρι τότε, μέχρι να δω ότι είχα αποτύχει, θα απολάμβανα τη διαδρομή με όλες μου τις αισθήσεις.

Έστω και κρυμμένη πίσω από τα ξεβαμμένα μου τζιν και τα αγορίστικα μπουφάν μου.

Έβαλα στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν το πορτοφόλι μου με το διαβατήριο και την πιστωτική μου κάρτα, έκρυψα τα μαλλιά μου μέσα σε έναν σκούρο μπλε σκούφο, και βιάστηκα να φύγω από το δωμάτιό μου, αφού πρώτα έριξα μια ματιά στο στενάκι μέσα από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα: ψιλόβρεχε ακόμη, ψιλόβρεχε πάντα.

Θα βρεχόμουν. Και πραγματικά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου.

* * *

Η ρεσεψιόν ήταν πάλι άδεια. Ο ψηλός νεαρός με το γιλέκο ήταν άφαντος. Μπορεί να είχε πάει στο σπίτι του βέβαια, και να τον είχε αντικαταστήσει κάποιος άλλος. Όμως ούτε αυτός ο άλλος ήταν πίσω από τον πάγκο. Δεν με ένοιαζε· το αντίθετο. Δεν είχα καμία όρεξη για τυπικές καλημέρες.

Βγήκα από την πόρτα και κατέβηκα γρήγορα-γρήγορα τα τρία σκαλοπάτια μέχρι το πλακόστρωτο πεζοδρόμιο. Και επιτέλους ανέπνευσα τον αέρα της Πράγας. Σχεδόν ήθελα να φωνάξω από τη χαρά μου.

Στράφηκα και κοίταξα το ξενοδοχείο μου. Ήταν απελπιστικά μικρό και στενό, και πολύ, πολύ παλιό. Όλο το κέντρο της πόλης ήταν παλιό, χτισμένο σε επάλληλα στρώματα του παρελθόντος που το ένα γειτόνευε με το άλλο συνθέτοντας ένα αρχιτεκτονικό παζλ, ή μάλλον ένα πάτσγουορκ, αλλά αυτό το κτίριο έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει, αν όχι από την πλημμελή συντήρηση, σίγουρα πάντως από τα γηρατειά. Όμως γι’ αυτό ακριβώς και το είχα επιλέξει. Ήταν το ιδανικό ξενοδοχείο για εμένα.

Όχι βέβαια επειδή ήταν παλιό και ουσιαστικά ετοιμόρροπο. Αλλά επειδή, λόγω τού ότι ήταν παλιό και ουσιαστικά ετοιμόρροπο, ήταν και φτηνό. Δεν είχε, φυσικά, κανένα κομφόρ, δεν είχε απολύτως τίποτε που περιμένει κανείς και από το πιο χαμηλής κατηγορίας ξενοδοχείο μιας τριτοκοσμικής χώρας. Δεν είχε τραπεζαρία, δεν προσέφερε πρωινό, δεν είχε Wi-Fi, δεν είχε υπηρεσία δωματίου και —όπως αποδεικνυόταν— δεν είχε καν ένα άτομο στη ρεσεψιόν έστω και μόνο για να σου δίνει το κλειδί ή τουλάχιστον για να απαντά στις πιο απλές ερωτήσεις που θα μπορούσε να κάνει ένας ταξιδιώτης. Όπως, για παράδειγμα, πού θα μπορούσε να φάει μια ομελέτα, ή να πιει έναν καφέ, ή ποιο μουσείο ήταν πιο κοντά. Όχι, ο ρεσεψιονίστ είτε ήταν κρυμμένος πίσω από την πορτούλα του, είτε… είτε δεν ξέρω. Είτε απλώς ήταν σπίτι του και κοιμόταν.

Είχα βρει το Σπίτι στον Μολδάβα ψάχνοντας στο ίντερνετ, και φυσικά όχι επειδή επισκέφθηκα το σάιτ του. Το Σπίτι στον Μολδάβα δεν είχε σάιτ. Όχι βέβαια. Το βρήκα διαβάζοντας σχόλια άλλων ταξιδιωτών σε κάποια φόρουμ, και κατόπιν γκουκλάροντας με κάπως έξυπνους και ιδιαίτερα σύνθετους τρόπους το όνομά του. Το Σπίτι στον Μολδάβα. Μάλιστα. Δεν ήταν σπίτι ακριβώς, και ο Μολδάβας δεν φαινόταν καν από τα παράθυρά του, αλλά το όνομά του ήταν το λιγότερο κακό από όλα τα άλλα του χαρακτηριστικά.

Όμως είχε και πολλά συν, και αυτά στάθηκαν αρκετά για να το προτιμήσω. Καταρχάς, όπως επαναλάμβανα διαρκώς μέσα μου, η τιμή του. Ήταν μακράν το φτηνότερο από όλα τα άλλα. Πιθανότατα το πιο φτηνό ξενοδοχείο της πόλης. Και αυτό αρκούσε για εμένα, καθώς δεν επρόκειτο να μείνω μία νύχτα ή έστω μία εβδομάδα στην Πράγα, αλλά για πάντα. Έτσι, έπρεπε να έχω μία αρχική προσωρινή στέγη που να μπορώ να την πληρώνω χωρίς να έχω άγχος, για όσο καιρό θα μου έπαιρνε να βρω κάτι μονιμότερο και πιο σταθερό: ένα κανονικό σπίτι, ένα μικρό διαμέρισμα. Όμως μέχρι τότε δεν έπρεπε με τίποτα να βγω εκτός προϋπολογισμού. Δεν ήταν στα σχέδιά μου κάτι τέτοιο, γιατί θα σήμαινε αυτομάτως κατάρρευση του στόχου μου για μόνιμη εγκατάσταση εδώ, και επιστροφή σε μια πόλη και μία χώρα που ήθελα να τις αποφύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι.

Οικονομία, λοιπόν. Αυτός ήταν ο νούμερο ένα κανόνας μου.

Ο νούμερο δύο ήταν αυτός της απόκρυψης. Έπρεπε να περνώ απαρατήρητη εκεί όπου έπρεπενα περνώ απαρατήρητη. Εξ ου και ο σκούφος, και το αγορίστικο μπουφάν, και όλα τα άλλα. Ήθελα την ησυχία μου, και έπρεπε να αποφεύγω πάση θυσία οτιδήποτε θα με αποσπούσε από τον εαυτό μου και από τα σχέδιά μου: ματιές, φλερτ, άντρες — οτιδήποτε τέτοιο.

Όχι. Έπρεπε να ήμουν αόρατη. Να γλιστράω ανάμεσα στον κόσμο χωρίς να με παρατηρεί κανείς. Και, ναι, ήμουν πέρα για πέρα αποφασισμένη να το πετύχω.

Για λίγες στιγμές, σκέφτηκα αν έπρεπε να πάω προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Αν δεν έκανα πολύ μεγάλο λάθος, η πρώτη κατεύθυνση θα με οδηγούσε προς τα ενδότερα του κέντρου, ενώ η αντίθετη θα με απομάκρυνε. Έτσι, άρχισα να περπατώ προς τα αριστερά. Δεν είχε πολύ μεγάλη σημασία αυτή η επιλογή. Ήταν περισσότερο συναισθηματικής φύσεως. Άλλωστε, η βροχή ήταν ίδια παντού, σε όλη την πόλη. Έσκυψα το κεφάλι, το έχωσα ανάμεσα στους ώμους μου και προχώρησα. Στα αυτιά μου άκουγα συνέχεια, εδώ και λίγα λεπτά, μια σιγανή μελωδία — τη μελωδία της ανεξαρτησίας, τη μελωδία της προσωπικής μου ευτυχίας.

Οι στρωμένοι με εκείνες τις μεγάλες μαύρες πέτρες δρόμοι και τα πεζοδρόμια με τους γκρίζους κυβόλιθους άστραφταν από το νερό της βροχής, την ίδια ώρα που τα αυτοκίνητα, πολύ περισσότερα από όσα θα περίμενα για μία σχετικά μικρή κεντροευρωπαϊκή χώρα, κυλούσαν προσεκτικά. Οι πεζοί ήταν επίσης αρκετοί, αν και οι περισσότεροι ήταν φανερά ξένοι: τουρίστες. Μου άρεσε τρομερά η ιδέα πως εγώ δεν ήμουν μία από αυτούς. Δεν ήμουν τουρίστρια. Ήμουν καινούργια στην πόλη, ήταν οι πρώτες μου ώρες εδώ και δεν είχα πραγματικά ιδέα για το τι θα συναντούσα, αλλά όχι: δεν ήμουν μία ακόμα τουρίστρια.

Η Πράγα ήταν η πόλη μου. Έστω: η Πράγα θα γινόταν η πόλη μου. Αν με καταδεχόταν, τέλος πάντων.

Μα στ’ αλήθεια θα έκανα τα πάντα για να με καταδεχτεί και για να γίνω ένα από τα παιδιά της. Όχι μόνο επειδή την είχα κάπως αγαπήσει χαζεύοντας όλα εκείνα τα βιντεάκια στο YouTube. Όχι βέβαια μόνο γι’ αυτό. Και ούτε μόνο γιατί δεν είχα πουθενά αλλού να καταφύγω. Όχι. Η Πράγα ήταν η πόλη μου πολύ πριν την επιλέξω για να αποδράσω από τη Νέα Υόρκη. Καταγόμουν από εδώ.

* * *

Το είχα μάθει πριν από αρκετά χρόνια, όταν ακόμη ζούσαν οι γονείς μου. Δεν ήταν κάτι που συζητούσαν μεταξύ τους, ή κάτι που ερχόταν συχνά στο μυαλό και στη σκέψη τους. Υποθέτω πως αυτό ήταν φυσιολογικό, καθώς οι ίδιοι είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αμερική, και δεν είχε τύχει να ταξιδέψουν ποτέ έξω από τα σύνορά της — με την εξαίρεση μιας εκδρομής στον Καναδά και ενός ολιγοήμερου τους στο Μεξικό για να πιουν τεκίλα φορώντας ανόητα πολύχρωμα πουκάμισα υπό τους ήχους μιας θορυβώδους, κακόηχης μουσικής. Ήταν Αμερικανοί μέχρι το κόκαλο, κι ας είχαν και οι δύο ρίζες από την Ευρώπη, και συγκεκριμένα από αυτήν εδώ την πόλη. Οι γονείς τους το είχαν σκάσει λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι διώξεις εναντίον των Εβραίων είχαν αρχίσει πια για τα καλά, και όταν η περίφημη, και πανάρχαια, εβραϊκή συνοικία της Πράγας ξανάγινε ένας τόπος που δεν μπορούσε να σε προστατεύσει αν τυχόν είχες τη λάθος ράτσα: ένα γκέτο. Ήταν κάτι τρομακτικό και απάνθρωπο — και ακόμα δενείχε καν ξεκινήσει η μεγάλη σφαγή. Οι παππούδες μου, και οι τέσσερις —που ακόμη τότε δεν ήταν παρά δύο φιλικές οικογένειες—, έφυγαν σχεδόν γυμνοί από την πόλη μαζί με πολλούς άλλους, που κατάλαβαν από τους πρώτους ότι έρχονταν άσχημες, άθλιες, τρομακτικές ημέρες. Περιπλανήθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, πριν καταλήξουν στο Λονδίνο και από εκεί, με ένα θεόρατο ατμόπλοιο, στη Νέα Υόρκη και στο Στάτεν Άιλαντ, όπου υποβλήθηκαν σε ανάκριση και σε ιατρικές εξετάσεις, και όπου —ευτυχώς— τους δόθηκε μία προσωρινή άδεια διαμονής. Αυτή η άδεια έμελλε να γίνει μόνιμη τα επόμενα χρόνια, και οι παππούδες μου κατάφεραν να μείνουν και να ριζώσουν στην πόλη, μένοντας πάντα σε γειτονικά σπίτια και συνασπιζόμενοι απέναντι σε κάθε πρόβλημα και κάθε συμφορά. Τα παιδιά που έκαναν εκεί, ένα αγόρι η μία οικογένεια, και ένα κορίτσι η άλλη, μεγάλωσαν μαζί, και, όταν μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο, και ωρίμασαν, είδαν πως δεν ήθελαν να μείνουν χωριστά, ποτέ. Παντρεύτηκαν, έφτιαξαν το δικό τους σπιτικό, δούλεψαν, κουράστηκαν, κοπίασαν, έθαψαν τους δικούς τους, ξέχασαν το παρελθόν τους και προσπάθησαν να ζήσουν εκείνη τη νέα ζωή που τους είχε προσφερθεί όσο περισσότερο και όσο καλύτερα το μπορούσαν.

Ήμουν το τελευταίο τους παιδί, τρίτο στη σειρά και μοναδικό κορίτσι. Με έκαναν όταν πια ήταν αρκετά μεγάλοι για παιδιά, και με θεωρούσαν σαν ένα θαύμα, ένα δώρο από τον Θεό, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγηθεί με κανέναν νόμο της λογικής. Η μητέρα μου, φιλάσθενη από μικρή λόγω μίας ασθένειας στο αίμα, κόντευε ήδη τα πενήντα τότε, και όλοι τη συμβούλευαν πως έπρεπε να ρίξει το παιδί γιατί θα πέθαινε. Άλλωστε, τη συμβούλευαν, ακόμη κι αν εκείνη γλίτωνε τελικά, το παιδί κινδύνευε να βγει με κάθε πιθανή και απίθανη αρρώστια και μειονεξία. Δεν τους άκουσε —ήταν αγύριστο κεφάλι— και δεν το έριξε. Το ρίσκαρε και, πέρα από κάθε λογική, με γέννησε. Και η ζωή και των δυο τους άλλαξε πάλι όταν με πρωτοκράτησαν στην αγκαλιά τους. Ξανάνιωσαν. Άνθησαν. Και ξεκίνησαν για ακόμη μία φορά τη ζωή τους από την αρχή.

Όμως η μοίρα είχε άλλα στο μυαλό της…

* * *

Το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε έντονα, και κατά πάσα πιθανότητα αντανακλαστικά, τη στιγμή που πέρασα μπροστά από έναν φούρνο. Ήταν όμορφος, και μάλλον παράξενος. Μέσα από την τζαμαρία του μπορούσα να δω το παλιό ψυγείο που χώριζε τους πελάτες από τους υπαλλήλους, που είχαν στην πλάτη τους τα ράφια με τα ψωμιά. Στο ίδιο το ψυγείο, που ήταν ταυτόχρονα και βιτρίνα, υπήρχαν πολλά γλυκά που δεν είχα ξαναδεί, γλυκά που με μια πρώτη ματιά μού φάνηκαν αυτό που λέμε παραδοσιακά, ενώ κολλητά στην τζαμαρία υπήρχε ένα στενό ξύλινο πάσο με καμιά δεκαριά σκαμπό, που χρησίμευαν για να κάθεται ο κόσμος και να παίρνει πρωινό.

Παραήταν δελεαστικό όλο αυτό για να μη σταθώ, να ανοίξω την πόρτα και να πάω κατευθείαν στο ταμείο για να παραγγείλω. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να φάω από όλα αυτά ή τι παρήγγειλα εντέλει, με μισά αγγλικά και μισές χειρονομίες, αλλά όταν μού έδωσαν έναν μικρό δίσκο με δύο πανέμορφα πορσελάνινα πιάτα και μία κούπα αχνιστό καφέ, ένιωσα να μου τρέχουν τα σάλια. Έκατσα στο πλησιέστερο σκαμπό και γεύτηκα το γλυκό μου και τα μπισκότα που είχα παραγγείλει — και, πραγματικά, ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο. Το γλυκό, όπως είδα σε έναν εικονογραφημένο κατάλογο στον τοίχο, λεγόταν μέντοβνικ, και ήταν φτιαγμένο από παντεσπάνι, κρέμα και μέλι. Και ήταν ό,τι νοστιμότερο είχα γευτεί ποτέ στη ζωή μου. Τα μπισκότα μου ήταν απλά, από βρόμη και ξηρούς καρπούς, και τα έφαγα βουτώντας τα στον καφέ μου. Και αισθάνθηκα πραγματικά άνθρωπος. Ήμουν σχετικά ξεκούραστη, είχα πάρει ένα απίθανο πρωινό, βρισκόμουν σε έναν παλιό φούρνο της Πράγας, ήμουν μόνη και άγνωστη μεταξύ αγνώστων, είχα κάθε δυνατότητα και κάθε προοπτική ανοιχτές μπροστά μου, και έβλεπα —με ένα χαμόγελο που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω— ένα τραμ να περνάει στον δρόμο, κρεμ και κόκκινο, όλο θόρυβο και φούρια, λίγο γερασμένο αλλά ακμαίο και γεμάτο Τσέχους όλων των ηλικιών που πήγαιναν στις δουλειές τους και στις υποχρεώσεις τους. Ήμουν και εγώ μια από αυτούς. Ήμουν στην πόλη μου. Και όλα θα πήγαιναν καλά. Έτσι δεν ήταν;

Έτσι δεν ήταν,Μίνα Χάρκερ;…

Αντί να κλάψω, και να δώσω την ευχαρίστηση να με δουν δακρυσμένη όλες οι μαύρες σκέψεις και οι μαύρες αναμνήσεις που κλωθογύριζαν στο μυαλό και στο στήθος μου, έπαιξα τα μάτια μου ξεφυσώντας και κοίταξα έξω. Τα προηγούμενα δύο με τρία λεπτά η βροχή είχε ενταθεί, και τώρα έβρεχε πραγματικά δυνατά, χτυπώντας σχεδόν με μανία πάνω στα αυτοκίνητα που στριμώχνονταν στον στενό δρόμο και αναγκάζοντας τους περαστικούς να τρέχουν, να βάζουν τσάντες πάνω στα κεφάλια τους, ή να βρίσκουν εισόδους σπιτιών και καταστημάτων για να καλυφθούν. Ένιωσα προνομιούχα που μπορούσα να απολαμβάνω την ξαφνική νεροποντή μέσα από εκείνο το φιλόξενο, ζεστό και μοσχομυρωδάτο μαγαζί που μοσχομύριζε. Ήταν σχεδόν τέλεια.

Αναστέναξα πάλι, για μία τελευταία φορά όπως ήλπισα, και έβγαλα το κινητό μου από μια τσέπη. Αν εξαιρούσες το λάπτοπ μου, αυτό το μικροσκοπικό μηχάνημα ήταν το μοναδικό μέσο που είχα για να επικοινωνώ με τον κόσμο, να μαθαίνω τα νέα… και να δείχνω τον εαυτό μου. Από σήμερα κιόλας θα άρχιζα την επιχείρηση ανεύρεσης εργασίας. Δεν είχα έρθει για διακοπές στην Πράγα. Είχα έρθει για να ζήσω εδώ. Και, για να ζήσει κανείς οπουδήποτε, πόσο μάλλον σε μια ξένη πόλη, χρειάζεται δουλειά, έτσι δεν είναι; Ήξερα να κάνω κάπως καλά ένα πράγμα μόνο, να παίζω στο θέατρο, ή έστω μόνο σ’ αυτούς τους μη εμπορικούς θιάσους που με εμπιστεύονταν, και δεν θα σταματούσα να ψάχνω μέχρι να τα καταφέρω — εκτός και αν με προλάβαινε ο τραπεζικός μου λογαριασμός. Όσο και να έκοβα από δω κι από κει, όσο λιτοδίαιτα και αν περνούσα —γιατί δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να τρώω νόστιμα μέντοβνικαν ήθελα να μείνω στην επιφάνεια για όσο περισσότερες μέρες θα ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο—, μέσα στις επόμενες ελάχιστες εβδομάδες θα έμενα με μηδέν χρήματα. Και τότε θα έπρεπε να βρω μια οποιαδήποτε δουλειά, γκαρσόνα ίσως ή κάτι τέτοιο. Κι αυτό, αφού θα εξασφάλιζα μία άδεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Πράγμα που θα κανόνιζα να γίνει άμεσα, και κατά πάσα πιθανότητα αύριο κιόλας. Σήμερα, η μέρα θα ήταν αφιερωμένη σε εμένα.

Μπορεί να μην ήμουν τουρίστρια όπως αυτό το γκρουπ που περνούσε εκείνη την ώρα μπροστά από τον φούρνο μου, εκείνοι οι Κινέζοι που έτρεχαν γελώντας καθώς προσπαθούσαν να στριμωχτούν στο πεζοδρόμιο προχωρώντας κολλητά με τα κτίρια, αλλά ήμουν στην Πράγα, σωστά; Δεν θα μου έκανε κακό να έκανα μερικές βόλτες στα δρομάκια και στα κάστρα της, έστω απλώς βλέποντάς τα από έξω, καθώς θα περπατούσα.

Αρκεί μονάχα να έκοβε αυτή η βροχή.

Σήκωσα την κούπα μου με τον καφέ, όταν όλος ο κόσμος, έξω, σκοτείνιασε από ένα μαύρο σύννεφο. Κυριολεκτικά, το πρωινό μετατράπηκε σε σούρουπο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν… ήταν υπέροχα, σκέφτηκα. Υπέροχα, κι ας ήταν και λιγάκι τρομακτικά.

Και τότε είδα τον άντρα που με κοιτούσε μέσα από το τζάμι.

Στεκόταν έξω, στη βροχή, φορώντας μια μακριά καμπαρντίνα και ένα καπέλο, ψηλός και αδύνατος, με μια γερακίσια μύτη, μαύρα σκοτεινά μάτια και παχιά φρύδια, με ένα πρόσωπο μακρόστενο και οστεώδες, που έμοιαζε να εκπέμπει… τι;

Κακία ίσως. Μοχθηρία.

Ένιωσα να ανατριχιάζω, και έπιασα το στήθος μου με το ελεύθερο χέρι μου. Ο λαιμός μου ξεράθηκε και τα χείλη μου άρχισαν να τρέμουν. Και…

Και ο άντρας έπαψε να είναι εκεί.

Από τη μια στιγμή στην άλλη, απλώς εξαφανίστηκε, σαν να τον κατάπιε η βροχή, κι εκείνο το μαύρο σύννεφο.

Τι είχε συμβεί; Ποιος μπορεί να ήταν; Και, το κυριότερο: τι ήθελε από μένα;…

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 4ο

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice