Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 14ο
Σχεσεις

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 14ο

Μυθιστόρημα - 14ο Μέρος (14/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Ήταν το γραφείο του.

Όχι μεγαλύτερο από ένα μεγάλο σαλόνι, ήταν ντυμένο από πάνω μέχρι κάτω στους τρεις του τοίχους με βιβλιοθήκες γεμάτες απ’ άκρη σ’ άκρη, ενώ στον τέταρτο έκαιγε η φωτιά ενός τζακιού. Απέναντι από το τζάκι, αγκαλιασμένο από τα ράφια με τα βιβλία, ήταν το γραφείο του — ένα έπιπλο από κοκκινωπό ξύλο κερασιάς με πόδια που απεικόνιζαν κεφαλές λεόντων, με μια δερμάτινη πολυθρόνα από πίσω του, βαριά και επιβλητική. Χαρτιά, χειρόγραφα, μελανοδοχεία, πένες και βιβλία γέμιζαν την επιφάνεια του γραφείου, που φωτιζόταν από μία λυχνία πετρελαίου. Δεν υπήρχε άλλος φωτισμός στον χώρο, παρά μόνο εκείνη η παμπάλαιη λυχνία και οι φλόγες της φωτιάς που ξεπετάγονταν από τα χοντρά κούτσουρα στο τζάκι.

Ο Ραούλ Τσαντ καθόταν ήδη πίσω από το γραφείο του, έχοντας προλάβει να φορέσει και ένα τραχύ μάλλινο σακάκι σπιτιού πάνω από τη λεπτή του ρόμπα. Καθόταν με την πλάτη ολόισια αλλά τον λαιμό ελάχιστα γερμένο στο πλάι, όπως το συνήθιζε, με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο του και με το βλέμμα του γκρίζο και υπόλευκο, χωρίς πια εκείνη τη χρυσαφένια, καυτή απόχρωση. Ωστόσο ήταν έτσι κι αλλιώς όλος μια φωτιά—μια φωτιά μασκαρεμένη σε άνθρωπο—, κι αυτό ήταν κάτι που δεν θα έβγαινε ποτέ πια από το μυαλό μου.

Το ξανασκέφτηκα βλέποντάς τον, και καθώς στεκόμουν μπροστά από το γραφείο του.

Μια φωτιά μασκαρεμένη σε άνθρωπο… ή σε κάτι σαν άνθρωπο.

Ξεροκατάπια και έμεινα εκεί, πάντα όρθια, με την ανάσα μου να βγαίνει κοφτή από το στήθος μου. Θα μου μιλούσε; Θα μου έλεγε να καθίσω; Υπήρχαν δύο καρέκλες εκεί, παλιές και ίσως ετοιμόρροπες, αλλά καρέκλες μια φορά.

Όχι. Είτε είχε είτε δεν είχε σκοπό να μου το πει, δεν θα τον περίμενα.

Έκατσα σε μία από τις δύο καρέκλες, τη στιγμή που εκείνος έσκυβε προς τα δεξιά και εμφάνιζε δύο μεγάλα, υπέροχα ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί από ένα ντουλάπι της βιβλιοθήκης πίσω του. Πήγα να πω κάτι, αλλά το μετάνιωσα. Ξαφνικά, ήμουν σίγουρη πως οτιδήποτε και να έλεγα θα ήταν λάθος. Ή θα ήταν λίγο. Δεν μπορούσα να το προσδιορίσω καλύτερα. Όλα ήταν τόσο… περίεργα… τόσο διαφορετικά. Είτε αυτό… είτε εγώ ήμουν εκείνη που ήταν περίεργη.

Εκτός και αν εγώ τα έβλεπα όλα αλλιώς. Εκτός κι αν είχα τρελαθεί. Από αυτόν, και για αυτόν.

Χωρίς να δείχνει κάποιου είδους συναίσθημα, και σίγουρα όχι κάποιο που να ταιριάζει με τη θύελλα που μαινόταν μέσα μου, σέρβιρε κρασί στο ποτήρι μου και το έσπρωξε προς το μέρος μου, ανάμεσα από τα χειρόγραφα και τα βιβλία που γέμιζαν ασφυκτικά την επιφάνεια του γραφείου του.

«Πιείτε», είπε απλά.

«Εσείς;» ρώτησα, βλέποντας το ακόμη άδειο ποτήρι του.

Το κοίταξε και εκείνος.

«Ίσως να μην πρέπει να πιω εγώ…» είπε με έναν τόνο νοσταλγίας στη φωνή του. «Καμιά φορά, και αυτό το λέω με μεγάλη λύπη, δεν μου φτάνει το ένα ποτήρι. Και θέλω κι άλλο. Και μετά κι άλλο». Έπαιξε τα μάτια του, σαν να σκεφτόταν κάτι ωραίο, μα που ήθελε, ταυτόχρονα, να το απωθήσει. «Και καμιά φορά, ξέρετε, αυτό είναι… ολέθριο», κατέληξε γλείφοντας φευγαλέα τα χείλη του.

«Ολέθριο», επανέλαβα, πιάνοντας το ποτήρι μου. Το κρασί που μου είχε βάλει είχε ένα ασυναγώνιστο ρουμπινί χρώμα. «Στην υγειά σας», είπα και έφερα το φίνο κρύσταλλο στο στόμα μου.

Ήταν συγκλονιστικό κρασί. Ο ουρανίσκος μου μούδιασε, όπως και τα μάγουλά μουαπό μέσα, ενώ κάτι εντελώς αναπάντεχο συνέβη στο εσωτερικό των μηρών μου, που αναρίγησαν ξαφνικά λες και τους διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Έκανα να αφήσω το ποτήρι στο γραφείο, αλλά το ξανασκέφτηκα και αποτόλμησα άλλη μία μεθυστική γουλιά. Ήταν ακόμη πιο ωραία αυτή η δεύτερη γουλιά, ακόμη πιο πλούσια και μεστή από την προηγούμενη. Δεν ήξερα τι να πω. Μα ήμουν σχεδόν σίγουρη πως με αυτό το κρασί μπορούσε κανείς να μεθύσει με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Και ξαφνικά λαχτάρησα να τα καταφέρω να πιει και εκείνος. Για να μεθύσουμε παρέα. Οι δυο μας.

«Δεν πειράζει», είπα. «Ας πιούμε μαζί. Δεν είναι σωστό να πίνει ο ένας μόνο από την παρέα».

Ήμουν προκλητική, το ένιωθα, και μου άρεσε. Το πρόσωπό μου είχε ήδη κοκκινίσει από την αψάδα του κρασιού, ο λαιμός μου πανηγύριζε, και όλες μου οι αισθήσεις είχαν οξυνθεί. Ήπια ακόμη μία γουλιά, στραγγίζοντας σχεδόν το ποτήρι μου, πριν συνειδητοποιήσω πως πολύ γρήγορα θα έβγαινα εκτός εαυτού… πράγμα που θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες.

Έκανα λίγο πίσω μισοξαπλώνοντας στην καρέκλα, που έτριξε κάτω από την πίεση της πλάτης μου. Ξαφνικά, ήθελα να κοιμηθώ, αλλά να μη χάσω και την παρέα του. Τον ήθελα κοντά μου, τον ήθελα δίπλα μου, τον ήθελα να…

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πηγαίνετε», είπε διακόπτοντας τις σκέψεις μου. «Δεν είναι σώφρον, σας ξαναλέω, να… να πιούμε μαζί. Ας το αφήσουμε για κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον. Θα έχουμε και άλλες ευκαιρίες. Σας το υπόσχομαι».

«“Θα έχουμε και άλλες ευκαιρίες”». Οι λέξεις του ήχησαν όμορφα στα μουδιασμένα μου χείλη όπως τις επαναλάμβανα. «Ναι. Είμαι σίγουρη. Βάλτε μου λίγο ακόμη».

Έτεινα το άδειο μου ποτήρι προς το μέρος του. Εκείνος φάνηκε να αναστενάζει και να το σκέφτεται, αλλά την επόμενη στιγμή μού έβαζε από το μπουκάλι του — δεν πρόλαβα να δω τι είχε γίνει απ’ ανάμεσα.

«Τελευταίο», μου είπε κρύβοντας το μπουκάλι στη θέση του.

«Οπωσδήποτε», είπα και τεντώθηκα πάλι, σχεδόν παράλογα νυσταγμένη, κοιτώντας τα κατάφορτα ράφια των βιβλιοθηκών που μας περιέβαλλαν. «Πολλά βιβλία», είπα. «Κάποτε το ονειρευόμουν κι εγώ αυτό. Να ζω σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Δεν τα κατάφερα. Αλλά και πάλι…»

«Τι;» Τα μάτια του με κοιτούσαν με ενδιαφέρον. Και περιέργεια.

«Ζείτε μόνος, κύριε Τσαντ. Μόνος σας. Με τα βιβλία. Και με εκείνον τον υπηρέτη, που δεν μιλά ποτέ».

«Πώς το ξέρετε ότι ζω μόνος;»

Γέλασα.

«Ω, ελάτε τώρα. Είναι τόσο φανερό. Μπορεί κανείς να το δει στα πάντα. Από την αφόρητη ακαταστασία μέχρι το γεγονός ότι ζωγραφίζετε γυμνά κορίτσια. Μία γυναίκα μπορεί να είναι όσο ακατάστατη θέλει η ίδια, αλλά καμία δεν θα το ανεχόταν αυτό».

«Είστε σίγουρη;»

«Αν είμαι, λέει!»

Αισθανόμουν μία απόλυτη, κρυστάλλινη διαύγεια. Νύσταζα πολύ, ένιωθα τρομερή κούραση, αλλά το μυαλό μου ήταν πεντακάθαρο και ήμουν έτοιμη να εμπλακώ σε οποιαδήποτε συζήτηση με τον Ραούλ. Ακόμη και για πολύ προσωπικά θέματα. Θα το επιδίωκα, μάλιστα. Α, ναι, γιατί όχι;

«Σε όλες θα άρεσε την πρώτη φορά», του είπα. «Ίσως και τη δεύτερη. Γιατί είστε τόσο… ξέρετε. Αλλά δεν θα υπήρχε τρίτη».

«Μπορεί να έχετε δίκιο, δεν θα επιμείνω. Ωστόσο…»

«Τι ωστόσο;»

«Ωστόσο, επαναλαμβάνω πως θα ήταν καλόνα κοιμηθείτε. Να πέσετε για ύπνο. Είναι αργά, και είστε κουρασμένη. Και θα έχουμε πάλι πολλή δουλειά αύριο».

«Τι δουλειά;»

Λυπόμουν που δεν ήθελε να μιλήσουμε. Σκιζόταν η καρδιά μου. Αλλά δεν θα του το έδειχνα.

«Τον πίνακα, τι άλλο; Τον πίνακα που ξεκινήσαμε σήμερα».

«Ω! Δηλαδή θα… δηλαδή θα με ξανακαλέσετε;»

Με κοίταξε ελαφρά συνοφρυωμένος.

«Δεν νομίζω να χρειαστεί», μου είπε.

«Δεν καταλαβαίνω…»

«Θα μείνετε εδώ, δεσποινίς Χάρκερ. Οπότε, ναι: δεν θα χρειαστεί να σας ξανακαλέσω».

Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Δεν θα χρειαστεί να…

«Δηλαδή, όταν είπατε πως θα ήταν καλό να πηγαίνω…»

«Εννοούσα φυσικά το δωμάτιό σας. Την κρεβατοκάμαρά σας. Είναι έτοιμη, ο Ρένφιλντ έχει τακτοποιήσει από ώρα τα πάντα».

«Ο Ρένφιλντ…» Ξεροκατάπια, και αισθάνθηκα τέτοια δίψα, τέτοια κάψα στο μουδιασμένο από το κρασί στόμα μου, που σχεδόν τρόμαξα. «Ο Ρένφιλντ έχει ετοιμάσει την κρεβατοκάμαρά μου».

Το κεφάλι μου γύριζε. Την επόμενη στιγμή, και καθώς προσπαθούσα να μεταφράσω σε ακόμη πιο απλούς όρους εκείνες τις λέξεις που μόλις είχα επαναλάβει, είδα το πάτωμα να έρχεται με βία προς το πρόσωπό μου. Έπεφτα από την καρέκλα μου και θα χτυπούσα σε εκείνες τις αρχαίες σανίδες.

Με έστησε στη θέση μου πιάνοντάς με στην αγκαλιά του. Πώς; Πότε ήρθε; Πώς διήνυσε εκείνη τη μικρή μεν απόσταση, αλλά χωρίς να μεσολαβήσει χρόνος ανάμεσα στη στιγμή που βρισκόμουν λίγα εκατοστά από τις σκληρές σανίδες του πατώματος, ενώ εκείνος καθόταν ήρεμος πίσω από το γραφείο του;

Άνοιξα το στόμα μου για να τον ρωτήσω, και είδα πως το δικό του στόμα βρισκόταν σχεδόν ακουμπισμένο στο δικό μου. Ένα στόμα που ήξερε τόσα και μπορούσε να πει και να κάνει τόσα. Τα δόντια του έλαμπαν από μέσα λες και κάποιος τα φώτιζε, υγρά και όλο ένταση, γερά σαν να ήταν χυμένα σε ατσάλινο καλούπι. Και νά τη πάλι εκείνη η αεικίνητη γλώσσα του, μια γλώσσα πονηρή, ύπουλη, που δεν έχανε ευκαιρία να μπαινοβγαίνει ανάμεσα από τα σφιγμένα του χείλη, νοτίζοντάς τα. Έτριξα τα δικά μου δόντια γιατί ξαφνικά ήθελα να τη δαγκώσω, να την κόψω και να τη ρουφήξω.

Δεν έκανα τίποτε από αυτά.

«Πώς;» είπα μόνο, και αφέθηκα εντελώς στα χέρια του, που με κρατούσαν όπως κάποιος άλλος θα κρατούσε ένα αδύνατο παιδί, ή ακόμη καλύτερα ένα κοιμισμένο σκυλάκι.

Πώς;

Δεν θα έπαιρνα απάντηση. Ωστόσο βαθιά μέσα μου ήξερα. Ήξερα από εκείνην εκεί τη στιγμή. Ή ίσως από πάντα.

Τον είχα καταλάβει. Ήξερα τι ήταν. Και μου άρεσε. Το απολάμβανα.

Και θα το απολάμβανα ακόμη περισσότερο στο μέλλον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

Αφέθηκα στα χέρια του, χωρίς να είμαι σίγουρη αν ήμουν ολότελα παραδομένη στην αγκαλιά του, ή αν δεν με κουβαλούσε στα μπράτσα του αλλά απλώς με υποβάσταζε. Το δωμάτιό μου, όπως το είχε πει, η κρεβατοκάμαρά μου, ήταν τεράστιο, τουλάχιστον τριπλάσιο σε έκταση από το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο Το Σπίτι στον Μολδάβα, με ένα μεγάλο και πολύ υψηλό μεταλλικό κρεβάτι, με ουρανό, να δεσπόζει στο κέντρο του. Δεν θα πρόσεχα όλα τα υπόλοιπα έπιπλα παρά μονάχα την επομένη. Εκείνο που με συνάρπαζε καθώς με απίθωνε στο σκληρό στρώμα ήταν ακριβώς το κρεβάτι. Σχεδόν κοιμόμουν καθώς τον ένιωθα περισσότερο παρά τον έβλεπα να παραμερίζει τα παπλώματα, να με ξαπλώνει πάνω στα αφράτα μαξιλάρια και να με σκεπάζει μέχρι το πιγούνι, σαν να ήταν ο προσωπικός μου υπηρέτης κι εγώ μια κακομαθημένη δεσποσύνη του παλιού καιρού. Του χαμογέλασα μέσα στον ύπνο μου, και άνοιξα μόνο για μια στιγμή τα μάτια για να τον δω μια τελευταία φορά. Ήταν εκεί, στη γνωστή του στάση, ευθυτενής και όμορφος, με τον λαιμό γερμένο προς τη μια μεριά, ένα θηρίο που γεννιόταν από το σκοτάδι και ζούμε με το σκοτάδι. Του είπα κάτι τόσο μυστικό και τόσο δικό μου, που το στόμα μου αρνήθηκε να ανοίξει για να ακουστεί.

Κι έπειτα δεν ήταν πια εκεί, έτσι ξαφνικά, σαν να απορροφήθηκε από τον αέρα, και ήμουν μόνη, και το φως θάμπωσε λες και το σκέπασε ένα πέπλο, και η πόρτα στο βάθος ακούστηκε να κλείνει και να σφαλίζει, και ήμουν όσο ευτυχισμένη και τρελή δεν είχα υπάρξει ποτέ τα τελευταία χρόνια, ξαπλωμένη στο δικό μου κρεβάτι, στο δικό μου δωμάτιο, στο δικό μου —ποιος ξέρει…— σπίτι, με τον δικό μου ζωγράφο, εκείνο το πλάσμα των ονείρων, της νύχτας, του χρωστήρα και του μαύρου μεταξιού. Και της αχόρταγης γλώσσας του, που δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει πως ήταν εκεί, παρούσα και έτοιμη και διψασμένη και παθιασμένη, και των κατάλευκων, αστραφτερών, ατσάλινων δοντιών του που…

Βυθίστηκα στον ύπνο, κατάκοπη, ανήμπορη να κινήσω ούτε έναν μου μυ, παραδομένη μετά από τόσες ώρες, τόσες μέρες, τόσα χρόνια μοναξιά…

…μα ήμουν πάλι εκεί, πάλι παρούσα, πάλι σε εγρήγορση κι ας μην μπορούσα να κινηθώ, μαρμαρωμένη μα ολότελα ξύπνια, όταν εκείνος έφτασε πάλι, κρύος και καυτός, τρυφερός και πέτρινος, συμπαγής και ρευστός, για να χωθεί χωρίς να μου ζητήσει την άδεια κάτω από τα σκεπάσματα και να γίνει εκείνος το σκέπασμά μου, καθώς ξάπλωνε επάνω μου στηριγμένος μόνο από τους αγκώνες στο στρώμα του κρεβατιού μου, για να με γεμίσει με την παγωμένη του θέρμη και να με κάνει ένα μ’ αυτόν, ένα πλάσμα, κι εμένα, όλο αβυσσαλέο πάθος, όλο νύχτα και σκοτεινό ουρανό, χύνοντας μέσα μου, κατευθείαν στο στόμα μου από το δικό του, τον καυτό πάγο της καρδιάς του, σε ένα φιλί που μπορούσε να με σκοτώσει και να με αφανίσει και να με διαλύσει. Τα πόδια μου τυλίχτηκαν στη μέση του και τον πίεσα με όλη μου τη δύναμη τραβώντας τον επάνω μου, κι εκείνος αφέθηκε στην πίεσή μου και είπε ναι, ναι, και τότε ήταν που με μία ακόμη ώθηση γίναμε ένα, όπως από πάντα ήμασταν ένα, και το τέλος κάθε μαρτυρίου ήταν πιο κοντά, έφτανε, το έβλεπα, καθώς φώτα άναβαν στο μονοπάτι όπου με οδηγούσε, φώτα φτιαγμένα από κομήτες και από μακρινά αστέρια που εκρήγνυνταν μόνο για εμάς. Το στόμα μου άνοιξε και έψαξε το δικό του, και τα δόντια μου άρπαξαν τα χείλη του, και ήταν κι αυτά παγωμένα και καυτά, και συγκρούστηκαν με τα δικά μου, και η νίκη περνούσε πότε στη μια και πότε στην άλλη μεριά, ενώ εγώ, από κάτω του, υπέφερα και πανηγύριζα, έτρεμα ολόκληρη και πανηγύριζα, φώναζα και ούρλιαζα και αγκομαχούσακαι πανηγύριζα, όσο εκείνος με κρατούσε εκεί, καθηλωμένη, καρφωμένη επάνω του, κομμάτι από το σώμα του, σάρκα από τη σάρκα του και οδύνη από την οδύνη του.

Λίγο πριν το τέλος άνοιξαν και τα σφαλισμένα μου μάτια, και είδα τον πόθο στο στόμα του, τη λαχτάρα στο πρόσωπό του, και τη δίψα στα χρυσαφιά μάτια του. Εκείνα τα μάτια της νύχτας, των ψιθύρων γύρω από τη φωτιά, του ανεμίσματος κάποιων αόρατων φτερών στον βραδινό αέρα.

Άνοιξε το στόμα, έστρεψε το κεφάλι, έγινε όλος μια μεγαλειώδης Ανάγκη, και κάρφωσε τα δόντια του στον παραδομένο λαιμό μου, που τον υποδέχτηκε με ζητωκραυγές και δάκρυα, με πόνο και χαρά, με αγαλλίαση και έρωτα — και πανηγυρισμούς.

Κι έπειτα με ήπιε όλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33

Ανοίγοντας τα μάτια μου, είδα τον ουρανό. Έναν υφασμάτινο ουρανό, κεντημένο με ένα καλοφτιαγμένο, απαλό σχέδιο. Ήταν ο ουρανός του κρεβατιού μου, που με προστάτευε από όλα τα κακά. Μα τι κακό μπορούσε να έχει αυτή η όμορφη μέρα; Από το παράθυρο, γλιστρούσε ήδη και χάιδευε τα πόδια του κρεβατιού μου μια δέσμη φωτός. Οι αχτίνες του ήλιου έδιναν σχήμα και μορφή στον αέρα, κάνοντας τα μικροσκοπικά μόρια της σκόνης να λικνίζονται μέσα τους σαν μικροσκοπικοί χορευτές. Είδα τον χορό τους τεντώνοντας τα χέρια μου με τις γροθιές μου σφιχτοκλεισμένες — πόσο πολύ μπορεί να είχα κοιμηθεί;

Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι ακουμπώντας τη γυμνή μου πλάτη στα μαξιλάρια και… και τότε μόνο συνειδητοποίησα πως ήμουν γυμνή. Ποτέ δεν κοιμόμουν γυμνή. Ποτέ δεν…

Σήκωσα το πάπλωμα ψηλά, ώς το πιγούνι μου. Κάτι συνέβαινε εδώ. Δεν ήμουν μόνη. Και, το κυριότερο, πού ήμουν; Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια όλα αυτά, έτσι δεν ήταν;

Το τηλεφώνημα στην Πολέτ. Μια ευκαιρία για δουλειά. Η βροχή. Το ταξίδι με το παλιό αυτοκίνητο ώς το απομακρυσμένο, μοναχικό, πελώριο και παμπάλαιο σπίτι. Ο οδηγός. Ο καλλιτέχνης. Το μπάνιο και το μαύρο μεταξωτό μαντίλι. Το ποζάρισμα. Ο πίνακάς του. Τα μάτια του. Τα γκρίζα, λευκά και χρυσά του μάτια. Το μεθυστικό κρασί. Και μετά… μετά το κρεβάτι εδώ, το δωμάτιό μου, η εισβολή, το αγκάλιασμα, η…

Η λαχτάρα και η δίψα. Η οδύνη και η αγαλλίαση.

Τα δόντια του.

Πετάχτηκα όρθια συνεχίζοντας να κρατάω το πάπλωμα γαντζωμένο στα δάχτυλά μου, ψάχνοντας τα ρούχα μου. Δεν φαίνονταν πουθενά. Μου τα είχαν πάρει. Εκείνος ο… πώς τον έλεγαν;…

ΟΡένφιλντ. ΟΡένφιλντ, ναι. Τον θυμήθηκα. Ο αμίλητος οδηγός μου. Ο μπάτλερ του.

Ανατρίχιασα και συνέχισα να κοιτώ δεξιά και αριστερά. Και έπειτα την είδα. Εκείνη η ρόμπα.Η σκούρα μπλε σατέν ρόμπα, εκείνο το κομμάτι-αντίκα, το θεατρικό ρούχο που μου είχε δώσει να φορέσω. Ήταν ριγμένη πάνω στο ακόμη αναμμένο πορτατίφ που υπήρχε πάνω σε μια συρταριέρα. Πάνω στο πορτατίφ…

Θυμήθηκα. Μόλις με είχε βάλει στο κρεβάτι και με είχε σκεπάσει. Πρέπει να με είχε κουβαλήσει στα χέρια μέχρι εδώ, από το γραφείο του — το αναγνωστήριό του. Μου ήταν αδύνατον να κρατηθώ όρθια, εξαιτίας της κούρασής μου, της αναστάτωσης που έκανε την καρδιά μου να τρέχει, και εκείνου του κρασιού. Με κουβάλησε, με ξάπλωσε, με σκέπασε, και έφυγε αφού πρώτα κάλυψε με τη ρόμπα μου το αναμμένο πορτατίφ.

Κι έπειτα δεν ήταν πια εκεί, και ήμουν μόνη, και το φως θάμπωσε σαν να το σκέπασε ένα πέπλο, και η πόρτα στο βάθος ακούστηκε να κλείνει και να σφαλίζει…

Δεν είχε μείνει εδώ. Δεν ξανάρθε απρόσκλητος για να χωθεί, γυμνός, κάτω από τα σκεπάσματά μου. Όλο αυτό ήταν… Ω Θεέ μου, όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο λοιπόν; Έπιασα με το χέρι το στόμα μου, κι έπειτα το ’φερα προσεκτικά στον λαιμό μου, εκεί όπου με είχε δαγκώσει με λύσσα και… και τρυφερότητα μαζί. Δεν πονούσα, δεν ένιωθα τίποτε. Και ούτε υπήρχε κάποια πληγή.

Όχι. Όλα ήταν γέννημα της φαντασίας μου. Ένα όνειρο. Αλλά τι όνειρο όμως… Τι μοναδικό όνειρο. Πόσο ζωντανό. Όλο μου το σώμα ήταν ακόμη πιασμένο, πονούσα και… και ήμουν χορτάτη. Από αυτόν.

Που με είχε πιει.

Με ένα τίναγμα, άφησα το πάπλωμα να πέσει μισό στο κρεβάτι και μισό στο πάτωμα και έτρεξα να βάλω εκείνη τη ρόμπα. Μέχρι να βρω τα ρούχα μου, καλό θα ήταν να φορούσα κάτι, οτιδήποτε. Έσφιξα γερά τη ζώνη τηςρόμπας και κοίταξα πάλι ολόγυρα στο δωμάτιο. Και, όχι χωρίς κάποια περιέργεια, ένιωσα καλά. Ήρεμη. Χωρίς φόβο στην καρδιά μου. Δεν είχε συμβεί δα και κάτι τρομερό. Είχα έρθει βράδυ ώς εδώ, δούλεψα για μια-δυο ώρες, ήπια ένα ποτήρι δυνατό κρασί, και κοιμήθηκα. Μία ακολουθία απολύτως φυσιολογικών γεγονότων. Όλα, λοιπόν, ήταν εντάξει. Όλα ήταν μια χαρά. Και όλα θα πήγαιναν καλά και στη συνέχεια. Πήρα μια βαθιά ανάσα και αποφάσισα να βγω από το δωμάτιο. Έπρεπε να βρω τα ρούχα μου για να ετοιμαστώ. Και το τηλέφωνό μου, για να το φορτίσω. Και σίγουρα δεν θα έλεγα όχι σε ένα φλιτζάνι καφέ. Ίσως μάλιστα αυτό το τελευταίο να ήταν το υπ’ αριθμόν ένα στις προτεραιότητες που έπρεπε να θέσω για το ξεκίνημα της ημέρας μου. Ένας καφές, ναι.

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 14ο

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice