Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Η κουζίνα ήταν ευρύχωρη και όμορφη. Θα μπορούσε να φιλοξενήσει μία ολόκληρη ομάδα από μάγειρες ή, τον παλιό καιρό, υπηρέτες και υπηρέτριες, που θα ετοίμαζαν το φαγητό μιας πολυμελούς οικογένειας. Σκέφτηκα πολλά πόδια παιδιών να τρέχουν, σκέφτηκα σαματά, σκέφτηκα αυγά να σπάνε μέσα σε τηγάνια και μαχαίρια να κόβουν το χοιρομέρι, την ίδια ώρα που ο χυλός θα φούσκωνε πάνω από τη φωτιά. Και όλα αυτά, ενώ τα ντουλάπια θα ξεχείλιζαν από τρόφιμα, τα καλάθια από φρούτα και λαχανικά, και τα μπολ και οι πιατέλες από γλυκά, κέικ και μηλόπιτες.
Τίποτε τέτοιο δεν συνέβαινε στην πραγματικότητα. Η κουζίνα ήταν θλιβερά άδεια, σαν να ανήκε σε ένα όνειρο. Μόνο μία μικρή γωνία έμοιαζε να χρησιμοποιείται, εκεί όπου σε ένα τραπεζάκι καθόταν ο Ρένφιλντ με μία κούπα αχνιστό τσάι μπροστά του. Φάνηκε να αιφνιδιάζεται από την είσοδό μου, όπως αιφνιδιάστηκα και εγώ βλέποντάς τον εκεί, στη γωνιά του, να είναι μαζεμένος, σκυφτός και μόνος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα που φορούσε και χθες, αν και με μια ποδιά μαγειρικής αυτή τη φορά από πάνω. Ήταν σκεφτικός, και βέβαια διατηρούσε ανεξίτηλο εκείνο το μόνιμο, βαθύ συνοφρύωμά του.
«Κυρία», είπε στενεύοντας τα μάτια και σηκώθηκε αργά, με τον ίδιο τρόπο που πλησιάζουμε μια γάτα για να μην το σκάσει.
«Καλημέρα», του είπα, προσπαθώντας να δείχνω πιο πρόσχαρη από όσο πράγματι ήμουν. Δεν ήθελα να νομίζει ότι φοβόμουν ή ότι κρατούσα αμυντική στάση.
«Καλή σας ημέρα». Έβγαλε ένα μαντίλι από μια τσέπη, και σκούπισε τα χείλη του. «Δεν περίμενα πως θα ξυπνούσατε τόσο νωρίς, γι’ αυτό και δεν έχω ετοιμάσει ακόμη το πρόγευμά σας. Αλλά θα το κάνω αμέσως. Με συγχωρείτε».
Νά που μιλούσε λοιπόν. Ενδιαφέρον, σκέφτηκα. Και πρόγευμα; Ωραία.
«Δεν χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη, προς Θεού. Αλλά… ναι, θα έπινα ευχαρίστως έναν καφέ». Του χαμογέλασα όσο πιο ζεστά μπορούσα, και τον είδα να χαλαρώνει κι αυτός. «Πρέπει να υπάρχει κάπου εδώ, σωστά;» ρώτησα κοιτώντας ολόγυρά μου, όχι με τελείως προσποιητή απορία.
«Βεβαίως», μου είπε. «Βεβαίως, θα σας τον ετοιμάσω αμέσως. Στο μεταξύ…» Κοίταξε προς το μεγάλο ξύλινο τραπέζι στην πέρα άκρη της κουζίνας, κοντά στο διπλό παράθυρο, μακριά από τη δική του ανήλιαγη γωνίτσα. «Στο μεταξύ καθίστε. Και θα σας φτιάξω και πρωινό».
Του χαμογέλασα πάλι εξακολουθώντας να παριστάνω την άνετη και την αδιάφορη, και πήγα να καθίσω σε μία από τις καρέκλες του μεγάλου τραπεζιού.
«Είστε πολύ ωραία εδώ, λοιπόν», είπα. «Το σπίτι είναι… μαγεία».
Δεν μου απάντησε κάτι, καθώς άνοιγε και έκλεινε ντουλάπια και ίσως δεν άκουγε.
«Ωστόσο είστε κάπως απομονωμένοι… Δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα αυτό, όχι πάντα τέλος πάντων. Αλλά, αλήθεια, δεν έχετε καθόλου γείτονες εδώ;»
Γύρισε και με κοίταξε.
«Είχαμε παλιότερα», είπε κοφτά.
Προσπάθησα να δείξω πως δεν με επηρέασε εκείνη η απάντηση και ο σχεδόν απειλητικός τρόπος που την είχε ξεστομίσει.
«Ωραία», είπα. «Οι γείτονες είναι φασαρία καμιά φορά. Και πάντα είναι αδιάκριτοι».
Μου έφερε τον καφέ μου, που απέσπασε αμέσως την προσοχή μου από οτιδήποτε άλλο. Και κυρίως από τον ίδιο. Έκανε πάλι μεταβολή και συνέχισε με την ετοιμασία του πρωινού. Και πολύ καλά έκανε: πεινούσα σαν λύκος, και ήθελα να απολαύσω, για μια φορά, την ηδονή τού να έχω τον προσωπικό μου υπηρέτη.
Μια μεγάλη αίσθηση χαράς και πλήρωσης με γέμιζε, ανεξήγητη αλλά ευπρόσδεκτη. Βρισκόμουν μακριά από τον κόσμο, και ουσιαστικά μόνη κάπου στην ερημιά, αλλά παρ’ όλα αυτά ήμουν καλά, ήμουν δυνατή, και ένιωθα ικανή να κάνω τα πάντα. Δεν μπορούσα να ξέρω πόσο θα κρατούσε αυτή η ψευδαίσθηση —πόσα λεπτά, ή πόσες ώρες—, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μ’ ένοιαζε να μάθω. Ή μάλλον, ανακάλυπτα μέσα μου πως έπρεπε να μάθω κάτι άλλο: να ζω τη στιγμή. Δεν θα ήταν εύκολο. Μα ούτε και αδύνατο.
Δοκίμασα τον καφέ μου, και διαπίστωσα πως δεν ήταν ο χειρότερος που είχα πιει στη ζωή μου. Χαμογέλασα και περίμενα τον Ρένφιλντ με την ωραία του ποδιά να μου σερβίρει το πρωινό μου, σαν το πουλί στη φωλιά.
* * *
Χορτασμένη, τεντώθηκα για άλλη μία φορά. Ήταν ώρα να βγω από εκεί μέσα, σκέφτηκα, οπότε έπρεπε να ντυθώ.
«Μπορώ να έχω τα ρούχα μου, σε παρακαλώ;»
Ο Ρένφιλντ με κοίταξε σμίγοντας ακόμη περισσότερο τα φρύδια του.
«Δεν έχουν στεγνώσει ακόμη».
«Από τη βροχή; Μετά από τόσες ώρες;»
«Από το πλύσιμο».
«Από το πλύσιμο; Τα έπλυνες;»
«Ναι. Μου το ζήτησε ο κύριος».
«Α, μάλιστα. Ενδιαφέρον. Αν και δεν ήταν απαραίτητο, νομίζω. Και, αγαπητέ μου Ρένφιλντ, δεν ήταν και καθόλου διακριτικό εκ μέρους σου, εδώ που τα λέμε».
Δεν απάντησε κάτι. Γύρισε πάλι στον νεροχύτη του για να πλύνει τα πιάτα. Τον κοιτούσα με σουφρωμένα χείλη, κάνοντας μία σειρά από συλλογισμούς στο μυαλό μου. Μα τελικά τα παράτησα. Δεν είχε νόημα. Έτσι κι αλλιώς, ο Ραούλ μού το είχε δηλώσει: Θα έχουμε πάλι πολλή δουλειά αύριο. Οπότε τι σημασία είχε οποιαδήποτε δική μου μικρή σκέψη; Εκείνος ήταν το αφεντικό. Και, σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσα να επιβιώσω και χωρίς να φοράω εκείνα τα αλλοπρόσαλλα ρούχα. Θα μπορούσα να φοράω οτιδήποτε άλλο. Ακόμη και εκείνη τη ρόμπα. Είχα έρθει εδώ για δουλειά, και αυτό θα έκανα.
Όμως, πριν τη δουλειά, έπρεπε να μιλήσω με την Πολέτ. Ήμουν σίγουρη ότι θα με έψαχνε κι εκείνη.
«Ελπίζω να έβγαλες το κινητό μου από τη ζακέτα μου πριν τη βάλεις για πλύσιμο», είπα στον Ρένφιλντ. «Αλλιώς θα πρέπει να αγοράσω άλλο, και είναι πανάκριβες αυτές οι συσκευές».
Γύρισε να με κοιτάξει, βάζοντας το χέρι στη μεγάλη τσέπη της ποδιάς του.
«Ορίστε», μου είπε δίνοντάς μου το κινητό μου.
«Α, τέλεια», είπα. «Μόνο που…» Δοκίμασα να το ανοίξω. Τίποτε. «Μόνο που είναι νεκρό», είπα. «Μπορώ να έχω έναν φορτιστή;»
«Φοβάμαι ότι το κινητό σας θα παραμείνει… νεκρό… στο σπίτι μας, δεσποινίς», είπε, με μία ελαφριά υπόκλιση.
«Γιατί;» του είπα. Η καρδιά μου χτύπησε ελαφρά, και κάπως παράφωνα. «Τι έχει το σπίτι σας;»
«Δεν έχουμε αυτόν τον φορτιστή που λέτε».
«Δεν έχετε φορτιστή… Μάλιστα». Αναστέναξα. «Άρα δεν έχετε καν κινητό; Κανείς σας; Κανείς από τους δυο σας;»
Δεν μου απάντησε. Στεκόταν όρθιος, ακίνητος, και με κοιτούσε.
«Να υποθέσω ότι τουλάχιστον έχετε σταθερό τηλέφωνο, ναι;»
«Βεβαίως», είπε. «Είναι στο χολ».
Αστραπιαία, θυμήθηκα εκείνη την αρχαία μαύρη τηλεφωνική συσκευή στο τραπεζάκι της εισόδου, δίπλα από το μικρό λαμπατέρ. Ωραία. Τουλάχιστον δεν ήμουν κατά εκατό τα εκατό αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο. Όμως…
Όμως δεν θυμόμουν, βέβαια, απέξω το τηλέφωνο της Πολέτ.
Το μυαλό μου άρχισε να πανικοβάλλεται, αλλά και να παίρνει στροφές ταυτόχρονα.
«Ναι», μονολόγησα. Και μετά: «Θέλω να μου δώσεις το τηλέφωνο της… της γυναίκας που πήρε χθες ο… ο Ραούλ. Ο Ραούλ Τσαντ. Το αφεντικό σου». Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα μου. Δεν ήμουν σίγουρη γιατί. Αλλά καταλάβαινα πως ένας ελεγχόμενος ακόμη πανικός ήταν έτοιμος να ξεσπάσει μέσα μου. «Πρέπει να της τηλεφωνήσω, είναι ανάγκη».
«Μετά χαράς», είπε εκείνος, αν και περίμενα πως θα σκαρφιζόταν κάποια δικαιολογία για να μη μου τον δώσει.
Άνοιξε ένα συρτάρι από την κουζίνα, έβγαλε ένα σημειωματάριο και αντέγραψε έναν αριθμό σε μία σελίδα. Την έσκισε και μου το έδωσε.
Το πήρα σαν να εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτό.
«Προς τα πού είναι η έξοδος;» τον ρώτησα. «Δεν θυμάμαι».
«Ελάτε μαζί μου», μου είπε. «Θα σας δείξω».
Βγήκαμε από την κουζίνα και τον ακολούθησα, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Επιπλέον, δεν μου άρεσε καθόλου πια που κυκλοφορούσα γυμνή, με μόνο ρούχο μου εκείνη τη ρόμπα. Ένιωθα άβολα, και εκτεθειμένη. Έπρεπε να ντυθώ κανονικά, και να ντυθώ άμεσα. Ήθελα πίσω τα κανονικά μου ρούχα. Ήθελα να είμαι έτοιμη.
* * *
Φτάσαμε στο σαλόνι, και από εκεί περάσαμε στο τεράστιο χολ. Το σπίτι ήταν πολύ μεγαλύτερο τελικά από όσο είχα καταλάβει όταν πρωτομπήκα χθες εδώ. Και ακόμη δεν είχα καν ανεβεί στον δεύτερο όροφο, σκέφτηκα κοιτώντας τη σκάλα που ανέβαινε επάνω, στις κρεβατοκάμαρες. Και ειδικά στην κρεβατοκάμαρα του ιδιοκτήτη… Πράγμα που δεν προβλεπόταν βέβαια, μάλωσα αμέσως τον εαυτό μου. Τι ήταν αυτά που σκεφτόμουν; Πού πήγαινε το μυαλό μου;
Κράτησα το χαρτί που μου είχε δώσει ο Ρένφιλντ και σήκωσα το ακουστικό. Ήταν βαρύ. Είχα πάρα πολλά χρόνια να χρησιμοποιήσω σταθερό τηλέφωνο, και μάλλον ποτέ πριν δεν είχα κρατήσει ένα ακουστικό από βακελίτη. Το καντράν, που δεν είχε κουμπιά αλλά έναν διάτρητο κύκλο που έπρεπε να τον γυρίζεις με το δάχτυλο, ήταν άβολο, αλλά πήρα τα νούμερα με όσο πιο σταθερό χέρι μπορούσα. Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της γραμμής άρχισε να καλεί. Μία… δύο… τρεις φορές. Και έπειτα, ξαφνικά, η γραμμή κόπηκε και ακούστηκε ένας γρήγορος συνεχόμενος ήχος. Έκλεισα το ακουστικό, το έφερα πάλι μεταξύ του κεφαλιού και του ώμου μου και ξαναπήρα τον αριθμό, πιο αποφασιστικά και με τα χείλη μου σφιγμένα. Αυτή τη φορά, ακούστηκε απευθείας εκείνος ο ήχος.
«Δεν μπορώ να πιάσω», είπα στον Ρένφιλντ, που καθόταν και με κοιτούσε με το αιώνιο συνοφρύωμά του στο μέτωπο.
Ανασήκωσε τους ώμους, με μία νότα εκνευρισμού στο βλέμμα.
Έκλεισα το τηλέφωνο αγχωμένη.
«Και πού είναι λοιπόν ο κύριος Τσαντ;»
«Ο κύριος λείπει, σε δουλειές».
«Σε δουλειές;»
«Μάλιστα. Επείγουσες».
«Α, επείγουσες δουλειές», επανέλαβα. «Δηλαδή είμαστε μόνοι στο σπίτι;»
Ο Ρένφιλντ δεν απάντησε. Μάλλον θεώρησε αφελή την ερώτησή μου, ή απλώς θέλησε να φανεί ακόμη πιο εκνευριστικός από όσο ήταν συνήθως — και, δόξα τω Θεώ, ήταν αρκετά. Ξεφυσώντας, πέρασα πάλι στο σαλόνι, μακριά από το τζάκι στο βάθος. Περνώντας μπροστά από τα παράθυρα στα δεξιά, που έβλεπαν στον κήπο, το είδα.
Σταμάτησα απότομα.
«Και αυτό;» είπα. «Τι θέλει αυτό εδώ;»
Ο Ρένφιλντ, που εξακολουθούσε να με ακολουθεί σαν σκυλάκι, γύρισε για να δει τι του έδειχνα. Ήταν το μαύρο αυτοκίνητο με το οποίο με είχε φέρει χθες το βράδυ εδώ. Το καπό του ήταν ανοιχτό, στερεωμένο με μία μεταλλική βέργα. Το κοίταξε ατάραχος, και έπειτα γύρισε και στύλωσε το βλέμμα του επάνω μου.
«Ο κύριος έφυγε με το δικό του αυτοκίνητο», είπε. «Έτσι κι αλλιώς…» —συνέχισε με ένα σκοτείνιασμα στο βλέμμα του— «…αυτό έχει μία μικρή βλάβη».
Ξεφύσησα πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Ώστε έτσι λοιπόν. Ήμουν μόνη εκεί πέρα, μαζί με τον απαράδεκτο Ρένφιλντ, και έπρεπε να μείνω εκεί, χωρίς τηλέφωνο, πιθανότατα χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με την Πολέτ και τον υπόλοιπο κόσμο, μέχρι… μέχρι πότε;
«Πότε επιστρέφει;» ρώτησα.
«Το βράδυ», ήταν η απάντηση.
«Το…;» Αισθάνθηκα σαν να με χαστούκισε. «Τι εννοείς το βράδυ;»
Ούτε αυτή τη φορά θεώρησε απαραίτητο να μου απαντήσει.
«Και τι θα κάνω ώς το βράδυ, μου λες;»
«Ούτως ή άλλως, κυρία, η δουλειά για την οποία πληρώνεστε γίνεται μόνο τις νυχτερινές ώρες. Δεν θα ήσασταν με τον κύριο κατά τη διάρκεια της ημέρας».
Το είπε σαν να ζήλευε, σαν να με θεωρούσε ένα είδος αντίζηλης. Το αίμα ανέβηκε απροειδοποίητα στο κεφάλι μου και τον πλησίασα πραγματικά θυμωμένη αυτή τη φορά. Ένιωθα όλη εκείνη την αδικία να με πνίγει σαν κύμα. Μια παράλογη αδικία, μα που ήμουν ανίκανη να την αναχαιτίσω. Μια αρχαία οργή ορθώθηκε μέσα μου, και τα δάχτυλά μου έγιναν δέκα μικροί γάντζοι που έτρεμαν. Θα τον χτυπούσα.
«Θέλεις να πεις ότι…Θέλεις να πεις…»
Σταμάτησα, γιατί τότε μόνο συνειδητοποίησα ακριβώς τι μου συνέβαινε. Θα έχανα μία ολόκληρη ημέρα από τη ζωή μουεκεί πάνω, σαν φυλακισμένη. Μακριά από την Πράγα, μέσα σε μια ερημική περιοχή, χωρίς γείτονες, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς τίποτε. Όχι σαν φυλακισμένη, αλλά φυλακισμένη στ’ αλήθεια. Όμως δεν ήταν στον χαρακτήρα μου αυτή η βίαιη, εκρηκτική συμπεριφορά. Δεν ήμουν τέτοια εγώ.
Τα δάχτυλά μου χαλάρωσαν, και τα χέρια μου κρεμάστηκαν στα πλευρά μου.
«Θέλω να φύγω», του είπα, με το πείσμα στη φωνή μου να σπάει από την πίκρα και από μια αίσθηση απόλυτης αδυναμίας. «Θέλω να βρεις έναν τρόπο για να φύγω αμέσως από εδώ. Δεν γίνεται να με κρατάτε χωρίς τη θέλησή μου σ’ αυτό το σπίτι. Είναι παράνομο».
«Κυρία», είπε ο Ρένφιλντ, μαλακώνοντας εκείνο το άσχημο, ειρωνικό βλέμμα που είχε συνήθως. «Ο κύριος μου είπε, εκ των προτέρων, ότι λυπάται πολύ γι’ αυτή την κατάσταση. Και επίσης πως θα σας αποζημιώσει με κάθε δυνατό τρόπο όταν τελειώσετε τη συνεργασία σας. Με κάθε δυνατό τρόπο», επανέλαβε. «Και, θα προσέθετα…»
«Ναι…;» τον πίεσα.
«Θα προσέθετα ότι ο κύριος είναι πράγματι εξαιρετικά γενναιόδωρος. Εξαιρετικά γενναιόδωρος».
Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό; Ότι θα με αποζημίωνε οικονομικά για αυτή τη φυλάκιση; Ενδεχομένως. Και ενδεχομένως, επίσης, μπορούσε να σημαίνει ότι αυτή η «γενναιόδωρη» οικονομική αποζημίωση θα άξιζε και με το παραπάνω όλες εκείνες τις ώρες του αθέλητου εγκλεισμού μου στην έπαυλή του. Ίσως εντέλει να κάλυπτα με τα χρήματα που θα έπαιρνα, όχι μόνο εκείνες τις δύο ημέρες, αλλά όλη την εβδομάδα. Ή και το δεκαπενθήμερο. Ήταν ένας φανερά πλούσιος άντρας, αν μη τι άλλο. Μπορούσε να πληρώσει ένα μοντέλο για τις δύο μέρες που έκλεψε από τη ζωή του, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Μήπως λοιπόν θα έκανα καλά να σταματούσα τις διαμαρτυρίες; Μήπως θα ήταν πιο έξυπνο εκ μέρους μου να εκμεταλλευτώ εκείνες τις ώρες για να…
Όμως τι μπορούσα, αλήθεια, να κάνω σ’ εκείνο το αραχνιασμένο σπίτι; Κοίταξα γύρω μου. Απολύτως τίποτε άλλο από το να κάθομαι σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και να φυλλομετράω ένα από τα αρχαία βιβλία του, σκέφτηκα. Σαν τις κυρίες του παλιού καιρού.
Τι έπρεπε να αποφασίσω λοιπόν; Ή μάλλον: τι περισσότερο θα έκανα έτσι και μπορούσα να επιστρέψω στην πόλη μέχρι το βράδυ; Πιθανότατα, τίποτε πιο ενδιαφέρον και εποικοδομητικό από μια ακόμα βόλτα στο κέντρο της Πράγας, ακολουθώντας τα πλήθη των τουριστών ή προσπαθώντας να τους αποφύγω. Άξιζε άραγε τον κόπο; Όχι, ήταν η απάντηση. Δεν άξιζε τον κόπο. Δεν είχα πάθει κάτι τόσο τρομακτικό, αν το καλοσκεφτόμουν. Είχε απλώς πληγεί η αξιοπρέπειά μου. Όμως αυτό ήταν και θέμα συγκυριών. Το αυτοκίνητο με το μηχανικό πρόβλημα, εκείνη η επείγουσα δουλειά, η δεδομένη μεγάλη απόσταση από την πόλη…
«Καλώς», είπα στον Ρένφιλντ. «Καλώς. Θα μείνω εδώ λοιπόν αφού το αμάξι είναι… χαλασμένο». Σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι, το κοίταξα πάλι μέσα από το τζάμι του παραθύρου. Στο φως της ημέρας, έμοιαζε με πληγωμένη φάλαινα που ξεβράστηκε στην ακτή καιαναπολούσε, ξεψυχώντας, τα μεγάλα μυστήρια του βυθού. «Αλήθεια, ειδοποίησες το συνεργείο;»
Ο Ρένφιλντ δεν μου απάντησε αυτή τη φορά. Είχε δει πως ηττήθηκα, και σταμάτησε να είναι διαλλακτικός. Μάλιστα, είχε ήδη υποχωρήσει αρκετά για να με πείσει. Όπως και εγώ, άλλωστε, για να πειστώ. Γύρισα και είδα την πλάτη του, καθώς επέστρεφε στην κουζίνα.
Τον ακολούθησα, με έναν αναστεναγμό και με μικρό πανικό στην καρδιά. Μικρό και ελέγξιμο πάντως. Έπρεπε απλώς να δω τι θα έκανα όλη την ημέρα εκεί πέρα — πώς θα περνούσα τις ώρες μου.
Γιατί το βράδυ ήξερα πώς θα το περνούσα. Και με ποιον.