Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
* * *
Δεν πήγαμε προς την κεντρική πύλη. Αντίθετα, κινηθήκαμε προς το πίσω μέρος του κτιρίου, προσπαθώντας να είμαστε όσο πιο κοντά γινόταν στον πυκνό κισσό που σκέπαζε τους τοίχους σκαρφαλώνοντας επάνω τους σαν αγκαθωτό σκουροπράσινο πέπλο. Στον ουρανό, τα αστέρια ήταν χιλιάδες, αλλά δεν κατόρθωναν να φωτίσουν τον δρόμο μας, λες και τα εμπόδιζε ένα αόρατο πεδίο. Ένα μαύρο χρώμα, σαν μελάνι, είχε χυθεί στα πάντα — αν εξαιρούσες τη γυμνή πλάτη του μεταμορφωμένου Ραούλ που προπορευόταν πάντα για να μας δείχνει τον δρόμο.
Ενώ τον ακολουθούσα με τα δόντια σφιγμένα και την αναπνοή μου να βγαίνει με ένα λαχάνιασμα από το στόμα μου, στο μυαλό μου στριφογύριζαν άπειρες σκέψεις για όλο αυτό που ζούσα, μα χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω καμιά τους. Ένιωθα όπως όταν πέφτουμε για ύπνο και προσπαθούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα βάζοντας στη σειρά όλα τα δεδομένα, μόνο και μόνο για να ηττηθούμε στο τέλος από μία άσχετη σκέψη που παρεισφρέει ακάλεστη στη σκέψη μας και αναποδογυρίζει τα πάντα αποκαρδιώνοντάς μας, και αναγκάζοντάς μας να αρχίσουμε ξανά από την αρχή. Επιπλέον, δεν ήξερα καν τι ήθελα ή τι έπρεπε να σκεφτώ. Το μόνο σίγουρο ήταν πως έπρεπε να ακολουθήσω εκείνον τον ημίγυμνο άντρα με το σώμα από σάρκινο λάστιχο και δύναμη, και με τα δόντια από κόκαλο και ατσάλι. Αυτό μάλιστα. Αυτό ναι. Θα πήγαινα παντού μαζί του, και όχι μόνο επειδή ήταν τόσο ξεχωριστός, τόσο αλλόκοτος και τόσο μοναδικός και ακαταμάχητος, και στις δύο εκδοχές του. Θα τον ακολουθούσα παντού γιατί έτσι έπρεπε. Η σκέψη μου δεν είχε καμία λογική, το καταλάβαινα φυσικά, μα άλλωστε τι είχε κάποια λογική σε όσα με περιέβαλλαν; Ποιο απ’ όλα;
Τίποτε. Κανένα.
Ζούσα σε ένα πέλαγος θαυμάτων και αμφιβολιών. Όσα ήξερα, όλα μα όλα, είχαν ανατραπεί. Και όσα τυχόν θα μάθαινα στο μέλλον —εφόσον πράγματι θα υπήρχε ένα μέλλον για εμένα— θα ήταν τα πρώτα μου λόγια, η αλφαβήτα μου για τον καινούργιο κόσμο στον οποίο θα ξαναγεννιόμουν.
Όλα άλλαζαν. Όλα είχαν αλλάξει. Ακόμα και η νύχτα… ναι, ακόμα και η νύχτα ήταν μια άλλη νύχτα. Κάτι που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω εκείνη τη στιγμή, μα που ένιωθα ξεκάθαρα να με τυλίγει από παντού, να μπαίνει μέσα στο σώμα μου, και να είναι κάτι άλλο, κάτι καινούργιο. Και ξένο.
Με έναν αναστεναγμό, είδα τον Ραούλ να σκύβει στη μάντρα που έκλεινε την έπαυλη από πίσω και να σηκώνει κάτι. Κάτι τετράγωνο και φανερά βαρύ. Ο Ρένφιλντ τον έφτασε κοιτώντας γύρω του, για πιθανούς εχθρούς. Τάχυνα το βήμα μου για να δω τι συνέβαινε. Και το είδα. Ο Ραούλ είχε σηκώσει μία πέτρα, μία μεγάλη και τρομερά βαριά πλάκα σχιστολίθου, που έκρυβε από κάτω της μία τρύπα — την είσοδο σε ένα λαγούμι. Η καρδιά μου αναπήδησε ξέφρενα στο στήθος μου. Τι θα κάναμε; Θα μπαίναμε εκεί μέσα λοιπόν;
Ο Ραούλ γύρισε και με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του. Ήταν συνοφρυωμένος και απόλυτα, απόλυτα τρομακτικός. Ωστόσο έλιωνα όλη μπροστά του και θα έκανα ό,τι μού ζητούσε.
Όπως και πράγματι συνέβη.
* * *
Πρώτος κατέβηκε ο Ρένφιλντ, πάντα γρήγορος και ευλύγιστος σαν έφηβος, πέρα για πέρα μεταμορφωμένος σε σχέση με αυτό που ήταν πριν. Αμέσως μετά, τον ακολούθησα εγώ. Κρατήθηκα από το χείλος της τρύπας και, μετά από μία κοφτή και απότομη προτροπή του Ραούλ, πήδηξα στο κενό.
Δεν ήταν βαθιά. Ευτυχώς. Προσγειώθηκα στα πόδια μου χωρίς να πέσω ή να χτυπήσω, και αμέσως προσπάθησα να προσανατολιστώ. Ο Ρένφιλντ είχε ήδη ανάψει ένα σπίρτο, και μπόρεσα να δω για λίγα δευτερόλεπτα προς τα πού έπρεπε να περπατήσουμε για να βγούμε από εκεί μέσα. Βρισκόμασταν στην άκρη μιας σήραγγας, που πρέπει να είχε μήκος περί τα δέκα μέτρα — αν και δεν μπορούσα να είμαι απολύτως σίγουρη. Με τα χέρια μου να ακουμπούν στα τοιχώματα, ακολούθησα τον Ρένφιλντ που προπορεύτηκε ανάβοντας ακόμη ένα σπίρτο, ενώ μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα ένιωσα πίσω μου να προσγειώνεται ένα σώμα σαν… σαν να μην είχε καθόλου βάρος. Ήταν βέβαια ο Ραούλ. Λίγες στιγμές πριν, τον είχα ακούσει να σέρνει πάλι εκείνη την πλάκα για να κλείσει την τρύπα. Δεν άφησα το μυαλό μου να σκεφτεί πώς το είχε κατορθώσει αυτό, καθώς το άνοιγμα, εκείνη η καταπακτή, ήταν περισσότερο από δύο μέτρα ψηλά. Δεν ήθελα να ξέρω…
Μπορεί η στενή σήραγγα να ήταν τρομακτική και επίφοβη, και ο εγκλωβισμένος εκεί μέσα αέρας να μύριζε έντονα υγρό χώμα, κλεισούρα αιώνων και αηδιαστικά, τυφλά σκουλήκια, αλλά ευτυχώς η διαδρομή μας τελείωσε πολύ πιο γρήγορα από όσο φοβόμουν. Νά λοιπόν επιτέλους και κάτι που πήγαινε κατ’ ευχήν. Στην άλλη άκρη του τούνελ, που υψωνόταν απότομα, ένα άνοιγμααντίστοιχο με εκείνο στην εσωτερική μεριά της αυλής ήταν σκεπασμένο από έναν θάμνο με κομμένες τις μισές του ρίζες. Ο Ρένφιλντ τον έσπρωξε λοξά, πιάστηκε από το χείλος της στενής τρύπας και τραβήχτηκε προς τα πάνω. Την επόμενη στιγμή, άπλωνε το χέρι του για να με βγάλει και εμένα έξω από τη ζοφερή εκείνη τρύπα, στο μέσον μιας πλαγιάς γεμάτης παρόμοιους θάμνους και δέντρα. Κανείς δεν θα μπορούσε να βρει αυτή τη μυστική είσοδο στο κτήμα αν δεν του την υποδείκνυε κάποιος. Καθώς προσπαθούσα ακόμη να προσανατολιστώ, και πριν προλάβω να τινάξω τα χώματα από τα γυμνά μου πόδια, έβγαινε στην επιφάνεια και ο Ραούλ. Είχε πάλι τη φυσιολογική, ανθρώπινη μορφή του. Και ήταν, παρά το σκοτάδι, λαμπερός και όμορφος όσο ποτέ.
«Είσαι πάλι εσύ», του είπα, χωρίς να το σκεφτώ.
Με κοίταξε, χωρίς να μου απαντήσει. Η ματιά του πλανήθηκε προς τα επάνω, εκεί όπου αχνοφαινόταν κάτω από το αμυδρό φως των αστεριών η άκρη του δρόμου.
«Πάμε», είπε. Και μετά, γυρνώντας πάλι προς το μέρος μου: «Δεν μπορώ να είμαι για πολλή ώρα Θηρευτής».
Ανατρίχιασα στο άκουσμα των λόγων του —και ειδικά εκείνης της λέξης: Θηρευτής— και, αρχίζοντας να βαδίζω προς τον δρόμο, πίσω από τον Ρένφιλντ που πήγαινε όπως πάντα πρώτος, αναρωτήθηκα τι μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο.
«Χρειάζεται πολλή ενέργεια», είπα τότε, και πάλι χωρίς να προλάβω να επεξεργαστώ τις σκέψεις μου. «Το να είσαι Θηρευτής. Καταναλώνει… ενέργεια», επανέλαβα.
«Ναι», παραδέχτηκε, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει αυτή τη φορά. «Και είναι επικίνδυνο».
«Σε… σε σκοτώνει!…»
«Δεν εννοούσα πως είναι επικίνδυνο για μένα», είπε. «Μπορεί εγώ να σκοτώσω άλλους. Ανθρώπους που θα ήθελα να έχω δίπλα μου».
Τα τρομερά λόγια του γυρνούσαν και ξαναγυρνούσαν μέσα στο μυαλό μου σαν να αντιλαλούσαν στον λαβύρινθο των αυτιών μου ξανά και ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό. Ήξερα πως έπρεπε να μάθω περισσότερα, μα ακόμη και αυτά τα λίγα που είχα μάθει μέχρι τώρα με είχαν πάρει από την παλιά μου ζωή σαν να ’μουν μια χάντρα που βρήκε ένα πουλί και τη μετέφερε στη φωλιά του. Ήμουν πια αλλού. Σε μια ξένη φωλιά. Σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο νυχτερινό, έναν κόσμο θαυμάτων. Έναν κόσμο Θηρευτών.
Και θα έμενα εκεί, για πάντα.
* * *
Βγήκαμε στον έρημο δρόμο και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε κοιτώντας συνέχεια πίσω από την πλάτη μας. Ένα πουλί εντυπωσιάστηκε από την απρόσμενη κίνηση και άρχισε να μας ακολουθεί κρώζοντας πνιχτά. Μπροστά μου, η γυμνή πλάτη του Ραούλ με παρακινούσε να συνεχίσω τον δρόμο μου, σαν πυξίδα και σαν φάρος μαζί. Δεν έβλεπα τον Ρένφιλντ, που ήταν πάντα η εμπροσθοφυλακή και ο ανιχνευτής μας. Ήμουν τελευταία στη σειρά, αλλά καταλάβαινα πως αυτό γινόταν για να προφυλαχτώ. Όλα γίνονταν με στρατηγική σκέψη. Αυτή εδώ η μικρή ομάδα δεν ήταν τυχαία. Είχε πολεμήσει ξανά στο παρελθόν, και θα πολεμούσε ξανά στο μέλλον. Όποιοι κι αν ήταν οι εχθροί της.
Θυμήθηκα τους άγνωστους δολοφόνους με τα σπαθιά, τις στολές παραλλαγής και τις κουκούλες, και ανατρίχιασα. Ποιοι ήταν; Τι ήθελαν; Και γιατί διακινδύνευσαν, και έχασαν, τη ζωή τους για να μας σκοτώσουν; Ερωτηματικά, ερωτηματικά που καιγόμουν να απαντηθούν. Ωστόσο, για την ώρα έπρεπε να φύγουμε από εκεί, και να βρούμε ένα καλό καταφύγιο. Μια σίγουρη φωλιά για να προστατευτούμε. Υπήρχαν κι άλλοι που μας έψαχναν, η μυστική έπαυλη είχε ανακαλυφτεί και οι εχθροί μας την είχαν περικυκλώσει. Έπρεπε να απομακρυνθούμε από τους λόφους. Αυτό προείχε. Να κρυφτούμε στο σκοτάδι.
Μόνο που εκείνη τη στιγμή ένα βέλος έσκισε τον αέρα και όλα έγιναν φωτεινά — όλα λούστηκαν στο φως.
Ο Ραούλ μπροστά μου κοκάλωσε μόνο για μια στιγμή, πριν κάνει μεταβολή για να έρθει να με καλύψει με το σώμα του. Δεν είχα καταλάβει τίποτε μέχρι τότε, και ακόμα και όταν άκουσα τον ήχο της μηχανής δεν συνειδητοποίησα αμέσως τι συνέβαινε.
Όμως τότε τους είδα. Και τους άκουσα.
Ήταν ένα πελώριο τζιπ που ερχόταν καταπάνω μας κατηφορίζοντας τον δρόμο. Κάτι σαν τόξο ήταν στερεωμένο στην ανοιχτή οροφή του, που το χειριζόταν ένας άντρας ντυμένος όπως και οι νεκροί που αφήσαμε πίσω μας στην έπαυλη, μισός μέσα και μισός έξω από την καμπίνα του τζιπ. Τη στιγμή που γύρισα και κοίταξα προς το μέρος του, κρυμμένη πίσω από το κρύο σώμα του Ραούλ, εκτόξευε άλλο ένα βέλος εναντίον μας. Βρέθηκα στο έδαφος, πεσμένη από ένα χέρι που με κρατούσε κάτω για να με προφυλάξει.
Μας σκότωναν. Και μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα θα μας πατούσαν κάτω από τις ρόδες του μεγάλου οχήματος. Τίποτε δεν είχε τελειώσει. Εκτός ίσως από εμάς. Απέμεναν άλλα είκοσι… δεκαπέντε… δέκα μέτρα. Και μετά—
Μετά ήρθε κάτι σαν κεραυνός από την πλαγιά, μια πιο μαύρη κι από τη νύχτα σκιά, και εμβόλισε το τζιπ χτυπώντας το στο πίσω αριστερό του μέρος και πετώντας το στον αέρα, για να γκρεμιστεί από εκεί στην κατωφέρεια που έχασκε στο βάθος, μέσα σε ένα ζοφερό στροβίλισμα όλο χώμα, στραπατσαρισμένους θάμνους και ανθρώπινα μέλη.
Με την ανάσα μου πιασμένη και την καρδιά μου να χτυπά μανιασμένα, στράφηκα να δω τι ήταν αυτό που είχε τσακίσει το τζιπ σώζοντάς μας την τελευταία στιγμή. Ήταν ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο, ανοιχτό, με πελώρια μπροστινά φτερά, που μόλις εκείνη τη στιγμή σταματούσε μπροστά μας, έχοντας παλέψει για αρκετά δευτερόλεπτα με το χείλος της πλαγιάς και αποφεύγοντας για λίγα εκατοστά και τη δική του πτώση. Εκείνη που το οδηγούσε φορούσε ένα μαντίλι στα μαλλιά. Και μας ένευε να πάμε προς το μέρος της. Ήταν… το σκοτάδι και η ταραχή μου δεν με βοηθούσαν, αλλά… αλλάΘεέ μου, ήταν η Πολέτ.
Όμως δεν υπήρχε χρόνος για να κάθομαι και να κοιτάω τη σωτήρα μας με το στόμα ανοιχτό. Παρασύρθηκα από τον Ρένφιλντ που έτρεχε δίπλα μου, και από τον Ραούλ, που έριξε μία τελευταία ματιά στην πλαγιά και προχώρησε κι εκείνος προς το αυτοκίνητο της Πολέτ, για να κάτσει δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού. Καθώς καθόμουν κι εγώ από πίσω του, δίπλα στον Ρένφιλντ, είδα το βέλος που προεξείχε από τον ώμο του Ραούλ. Την ίδια στιγμή, και καθώς η Πολέτ έβαζε πρώτη για να ξεκινήσουμε σφίγγοντας τα χείλη της, το τραβούσε με το δυνατό δεξί του χέρι, κάνοντας το αίμα να τρέξει πάνω στο δερμάτινο κάθισμα του αυτοκινήτου.
Αλλά όχι για πολύ. Πολύ πριν βγούμε σε έναν κεντρικό δρόμο, η πληγή είχε κλείσει, και το αίμα είχε ξεραθεί επάνω της. Ο Ραούλ ήταν μια μηχανή που επιδιόρθωνε μόνη τις πληγές της. Δεν ήταν άνθρωπος.
Ήταν κάτι πολύ πέρα και πολύ πάνω από τον άνθρωπο.
* * *
Έμεινα ήσυχη στη θέση μου, χωρίς να μιλάω και χωρίς να αναρωτιέμαι για τίποτε. Προσπαθούσα να καθαρίσω το κεφάλι μου και απλώς να απολαύσω το γεγονός και μόνο ότι ζούσαμε. Έστω και την τελευταία στιγμή, είχαμε επιζήσει από δύο επιθέσεις. Επιθέσεις από επαγγελματίες, από ανθρώπους που ήξεραν τι έκαναν και είχαν ένα συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό τους: να μας εξοντώσουν. Δεν ήξερα τι λόγους είχαν, αλλά μπορούσα να υποπτευτώ μερικούς. Ο άντρας εκεί μπροστά μου, που είχε ψαρέψει μια κοντομάνικη μπλούζα πόλο από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και την είχε φορέσει για να κρύψει τη γύμνια του, ήταν ο βασικός στόχος εκείνων των δολοφόνων. Ο Ραούλ Τσαντ. Το βαμπίρ. Πράγμα που σήμαινε ότι…
«Καλησπέρα, Μίνα».
Η Πολέτ με κοιτούσε μέσα από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου της. Τώρα πια που ο κίνδυνος είχε περάσει και βρισκόμασταν ξανά στον κόσμο, είχε αποφασίσει να μου μιλήσει. Την κοίταξα. Το μαντίλι στα μαλλιά της την έκανε να μοιάζει πιο μεγάλη, πιο σοφή και πιο παλιά, σαν να ερχόταν από μία άλλη εποχή. Τι μπορεί να σήμαινε αυτό; Μήπως ήταν κι εκείνη…;
«Δεν ήταν όλα όπως τα περίμενες με την πρώτη σου δουλειά, σωστά;» συνέχισε.
Η πρώτη μου δουλειά…
Η αλήθεια έλαμψε μέσα μου σαν να άναψε κάποιος έναν προβολέα. Δεν είχα βρεθεί τυχαία στην έπαυλη. Δεν με είχε στείλει τυχαία εκεί η Πολέτ. Όλα ήταν… όλα είχαν γίνει βάσει σχεδίου. Με είχε στείλει επίτηδες στον Ραούλ Τσαντ. Και, ακόμα πιο πίσω: είχα μείνει στο σπίτι της γιατί εκείνη το είχε επιδιώξει· είχαμε συναντηθεί στο γραφείο εκείνου του ατζέντη επειδή εκείνη το είχε κανονίσει να βρεθούμε.
Η Πολέτ με παρακολουθούσε. Με παρακολουθούσε από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Πράγα. Και είχε κάνει τα πάντα για να γίνω ένα από τα μοντέλα του Ραούλ. Του καλλιτέχνη-βαμπίρ.
«Εσύ…» της είπα. «Εσύ τα κανόνισες όλα αυτά».
Η Πολέτ χαμογέλασε. Ή έστω ανασήκωσε τα χείλη της, έτσι όπως την έβλεπα από το πλάι.
«Προφανώς», μου απάντησε καθώς έστριβε σε ένα φανάρι, πίσω από ένα νυχτερινό ταξί. «Και, για να σου πω την αλήθεια, δεν ήταν τόσο εύκολο. Αλλά θα έχουμε χρόνο να τα συζητήσουμε όλα αυτά». Προσπέρασε το ταξί και γύρισε για να με κοιτάξει. «Ελπίζω να μη μου κρατάς κακία, Μίνα».
Φυσικά και σου κρατάω, σκέφτηκα να της πω, αλλά… αλλά δεν θα είχα δίκιο. Δεν μετάνιωνα για τίποτε από όσα είχαν γίνει. Ίσα-ίσα. Το λάτρευα που βρισκόμουν εκεί, μαζί τους, και συμμετείχα σε αυτό το… σε ό,τι ήταν τέλος πάντων αυτό στο οποίο συμμετείχα. Αυτό που έκαναν. Αυτό που ήταν.
«Όχι», είπα. «Δεν σου κρατάω». Σε ευχαριστώ, συμπλήρωσα από μέσα μου.
Σε ευχαριστώ.
Μπήκαμε μέσα στην πόλη χωρίς να συναντήσουμε κάποιο απρόοπτο. Πράγμα που με έκανε να χαρώ πολύ, γιατί δεν άντεχα περισσότερες συγκινήσεις. Αυτές που είχα περάσει ήταν ήδη πάρα πολλές, και μου έφταναν για μια νύχτα. Έπειτα, αρκούσε και με το παραπάνω το κρύο που με τυραννούσε. Ήμουν ντυμένη μόνο με εκείνη την ποδιά, μια πουκαμίσα που δεν έφτανε ούτε μέχρι τη μέση των μηρών μου. Η θερμοκρασία δεν ήταν πολύ χαμηλή, και δεν έβρεχε εδώ και ώρα, αλλά και πάλι, καθώς εκείνο το παλιό αυτοκίνητο δεν φαινόταν να διαθέτει σύστημα θέρμανσης, το κρύο ήταν αρκετό για να κάνει τα μέλη μου να μελανιάσουν. Το ίδιο δεν φαινόταν να ισχύει για τον Ραούλ, μπροστά μου, που έδειχνε να μη νιώθει το παραμικρό, αν και φορούσε μόνο εκείνο το κοντομάνικο μπλουζάκι. Αλλά αυτό σίγουρα δεν ήταν το πιο περίεργο από όλα τα περίεργα που τον χαρακτήριζαν. Καθώς κοιτούσα το πίσω μέρος του κεφαλιού του και το άνοιγμα των ώμων του, γλίστρησα στη θέση μου και υποσχέθηκα να μην γκρινιάξω, να μην παραπονεθώ και να μην τους γίνω περισσότερο βάρος μέχρι να βρεθούμε κάπου ασφαλείς — στο σπίτι της Πολέτ, υπέθετα. Σε έναν χώρο που ήξερα και που μου είχε αρέσει πολύ.
Έπεφτα έξω.
* * *
Η Πύλη της Πυρίτιδας ήταν ένα από τα παλαιοτέρα, ομορφότερα και γνωστότερα μνημεία της Πράγας. Χτισμένη σε ύστερο γοτθικό ρυθμό, λειτουργούσε σαν είσοδος στην Παλιά Πόλη από την ανατολική της πλευρά. Είχε αντικαταστήσει ένα παλαιότερο οχυρό κτίσμα, έναν από τους δεκατρείς απόρθητους πύργους που φύλαγαν κάποτε την Παλιά Πόλη. Καθώς όμως η Παλιά Πόλη περικυκλώθηκε από τη Νέα, ο πύργος έχασε την αμυντική του σημασία, ερειπώθηκε και εντέλει κατεδαφίστηκε. Η Πύλη της Πυρίτιδας χτίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα στη θέση του, προς τιμήν του βασιλιά Βλάντισλαβ, ως σημείο εκκίνησης για την μεγαλοπρεπή πομπή της στέψης του.Εκεί περίμεναν έκτοτε όλους τούς πρίγκιπες οι ξένοι πρεσβευτές, οι εκπρόσωποι της εκκλησίας και ο απλός λαός, για να τους συνοδεύσουν μέσα από την Παλιά και τη Μικρή Πόλη, τη Μάλα Στράνα, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βίτου, στο Κάστρο της Πράγας, όπου και γινόταν η στέψη. Τον 18ο αιώνα, όταν το διπλανό πρώην βασιλικό ανάκτορο μετατράπηκε σε στρατόπεδο, η πύλη έγινε μπαρουταποθήκη, από όπου προήλθε και η σημερινή της ονομασία. Από την κορυφή της Πύλης της Πυρίτιδας, αν μπει κανείς στον κόπο να ανεβεί τα εκατόν ογδόντα σκαλιά της, μπορεί να δει την υπέροχη θέα με τις στέγες της Παλιάς Πόλης, όπως είχα διαβάσει σε όλους τους ταξιδιωτικούς οδηγούς για την Πράγα.Και εκεί πηγαίναμε κι εμείς.
Η Πολέτ πάρκαρε το τρακαρισμένο της παλιό αυτοκίνητο, εκείνο το πελώριο όχημα με το οποίο μάς είχε σώσει και μας είχε φυγαδεύσει, λίγες δεκάδες βήματα πριν φτάσουμε κάτω από την Πύλη, ανεβάζοντας τις δεξιές του ρόδες πάνω στο πεζοδρόμιο. Κάνοντάς μας νόημα, άρχισε να περπατά κοιτώντας δεξιά και αριστερά προς το ψηλό, επιβλητικό κτίσμα, που έμοιαζε σαν πελώριο γκόλεμ έτοιμο να τσακίσει τα γειτονικά κτίρια με τη μαγική, απόκοσμη δύναμή του. Ευτυχώς, κανένα άλλο αυτοκίνητο δεν κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα στους δρόμους. Η Πράγα ήταν μία πόλη που κοιμόταν νωρίς, για να ξυπνήσει νωρίς. Ήμασταν τυχεροί ως προς αυτό. Και ακόμη πιο τυχεροί που εκείνη τη στιγμή δεν περνούσε κάποιο περιπολικό της αστυνομίας από την περιοχή.
Όταν συγκεντρωθήκαμε όλοι κάτω από την κατάμαυρη Πύλη, ο Ραούλ αποσπάστηκε από την ομάδα αφού κοίταξε για ακόμη μία φορά ολόγυρα και, αμίλητος, ανέκφραστος, πλησίασε έναν από τους τοίχους της βάσης και έχωσε τα δάχτυλά του στους αρμούς μίας από τις μικρότερες πέτρες της παμπάλαιας δομής. Όταν κατάφερε να την πιάσει με τις άκρες των δαχτύλων του, έβαλε όλη του τη δύναμη και την τράβηξε αργά προς τα έξω. Μόλις η πέτρα μετακινήθηκε για λίγα χιλιοστά, άρχισε να γλιστρά από μόνη της προς τα έξω, σαν ένα συρτάρι που είχε ξεκλειδωθεί και κυλούσε πάνω στις ράγες του. Όταν πια σταμάτησε, ο Ραούλ την έπιασε και την έστριψε προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, σαν κλειδί. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα, μία άλλη πέτρα, στα δεξιά και κάτω, πολύ μεγαλύτερη αυτή τη φορά, χώθηκε με έναν έντονο τριγμό προς τα μέσα, αφήνοντας στη θέση της ένα κενό. Ο Ραούλ γύρισε και μας κοίταξε.
«Βιαστείτε», είπε. «Εγώ θα μπω τελευταίος και θα ασφαλίσω πίσω μας την είσοδο».
Δεν ήμουν ακριβώς σίγουρη ότι εννοούσε αυτό που είχα καταλάβει, μέχρι που είδα τον Ρένφιλντ να γονατίζει, να στριμώχνεται χωρίς δεύτερη σκέψη μέσα στην τρύπα του τοίχου και να χάνεται στο εσωτερικό του. Η Πολέτ με κοίταξε, μου χαμογέλασε κλείνοντάς μου ταυτόχρονα το μάτι, και τον ακολούθησε. Βλέποντας τα μακριά της πόδια να εξαφανίζονται μέσα στο στενό άνοιγμα, στράφηκα προς τον Ραούλ. Δεν είχα κάτι να τον ρωτήσω. Ή, καλύτερα, δεν θυμόμουν τι έπρεπε να ρωτήσω. Ή τι κάναμε εκεί. Τη στιγμή εκείνη, είχα κυριολεκτικά ξεχάσει ακόμη και το ίδιο μου το όνομα. Ήξερα μόνο πως θα έκανα ό,τι μου έλεγε. Και ότι ήθελα να μου πει να κάνω τα πάντα. Δεν θα του έλεγα όχι.
«Μπες», είπε. Η φωνή του ήταν απόμακρη και τραχιά όπως πάντα, αλλά είχε και μια νότα καραμέλας μέσα της. Και μια μικρή φωτιά, για μένα.
«Ναι», του απάντησα. «Θα μπω».
Μετά από την επίσκεψή μου στους λόφους έξω από την Πράγα, και τη μύησή μου στον κόσμο που ζούσε δίπλα από τον δικό μας, είχε φτάσει η ώρα μου να επισκεφτώ και τις κατακόμβες της. Ωραία λοιπόν. Θα το έκανα.
Κοίταξα άλλη μία φορά τον Ραούλ για να πάρω κουράγιο, έσκυψα και, μπουσουλώντας, μπήκα μέσα στην τρύπα, σε εκείνο το λαγούμι — το δεύτερο που με υποδεχόταν μέσα σε λιγότερο από μία ώρα. Και βρέθηκα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και στο κρύο.
Γλίστρησα με το κεφάλι ίσια μέσα στο άγνωστο της υπόγειας πόλης των θρύλων και των μυστικών.