Μια συγκινητική απεικόνιση της νόσου μέσα από τις ερμηνείες της Χριστίνα Τσάφου και της Ελένης Κόντη
Μαμαδοσύνη, η άχαρη δουλειά
Κανένα παιδί, από την εφηβεία του και μετά, δεν λέει «ευχαριστώ» στη μαμά του. Κάτι που το σκεφτόμαστε πολύ αργά, και το επισημαίνω μήπως αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε νωρίτερα…
Σκέψεις σχετικά με τη σχέση μαμάς με το έφηβο παιδί της, ή μεγάλων παιδιών με μητέρα σε άνοια
Η μεγάλη αγωνία της ηλικιωμένης μαμάς μας είναι ότι έχει αφήσει τα παιδιά μόνα τους: τα παιδιά της είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, από 48 ο μικρότερος μέχρι 64 η μεγαλύτερη, εκατό χρονών παλιολαγοί και οι τρεις. Αλλά η άνοια ή/και το Αλζχάιμερ στις γυναίκες που έχουν υπάρξει μαμάδες, δημιουργεί πολύ συχνά κάτι που λέγεται «fretting», μια βαθιά αναστάτωση, η οποία εκφράζεται με την συγκεκριμένη αγωνία… ή μάλλον, επαναφέρει στην επιφάνεια αυτήν την βασική, στάνταρ και αξεπέραστη αγωνία της μαμαδοσύνης: ότι τα μικρά παιδιά της έχουνε μείνει μόνα στο σπίτι.
Ότι κάτι πήγε στραβά και δεν γύρισε στην ώρα της η μαμά, δεν έσπευσε κάποιο άλλο άτομο (απολύτου εμπιστοσύνης) στη θέση της, ότι τα παιδιά, έτσι που έμειναν ολομόναχα, είναι ικανά να βάλουν φωτιά στο τσαρδί, να πηδήξουν από τα παράθυρα, να γκρεμίσουν κανένα πολυέλαιο ή να φάνε όλη τη Μερέντα με τα δάχτυλα.
Η αντίστοιχη αγωνία για τους άντρες με την ίδια ή παρόμοια πάθηση είναι ότι δεν έχουν λεφτά όπως και ότι κάποιος έκλεψε τα λεφτά τους. Εκεί που η υπερήλικη μαμά, συχνά και γιαγιά, αγωνιά για τα καημένα τα παιδάκια της που στο ταλαιπωρημένο μυαλό της είναι ακόμα κούτσικα, απροστάτευτα και ζημιάρικα, ο υπερήλικος μπαμπάς αγωνιά για την ικανότητά του να συντηρήσει οικονομικά την οικογένεια, ή τουλάχιστον τον εαυτό του. Οι αγωνίες αυτές είναι εξηγήσιμες με βάση το πώς έχουν μεγαλώσει οι ασθενείς, τους ρόλους των φύλων τους οποίους έφαγαν με το κουτάλι, τις πιέσεις της κοινωνίας κλπ.
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Το θέμα είναι η αχαροσύνη, μαζί και οι μακροχρόνιες συνέπειες της δουλειάς της μαμάς: πολλά χρόνια πρακτικής υποστήριξης και συμπαράστασης στα παιδιά της, σκληρής εργασίας, μαμαδισμού και συνεχούς παρουσίας, εξατμίζονται από την ώρα που το παιδί πατάει τα 14-15 του χρόνια και μέχρι τα βαθιά του γεράματα, σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Η πρακτική μαμαδίστικη υποστήριξη, εκτός από το «να είσαι εκεί»,να στηρίζεις και να χειροκροτείς, περιλαμβάνει τα κλασσικά: οργάνωση μέρας, μαγείρεμα, κόψιμο σαλάτας, σερβίρισμα, μάζεμα πιάτων, προμήθεια αναλώσιμων, πλύσιμο, άπλωμα και μάζεμα ρούχων, πασαλειματικό έστω καθάρισμα χώρων, ανακάλυψη χαμένων αντικειμένων (γυαλιών, χαπιών, βιβλίων, ακουστικών, φορτιστών, σαγιονάρων, ζακετών κλπ), βγάλσιμο σκουπιδιών, αντικατάσταση σακουλακίων σε καλαθάκια μπάνιου, αντικατάσταση οποιουδήποτε πράγματος τείνει να τελειώνει (κωλόχαρτο, κουζινόχαρτο, σαμπουάν, οδοντόκρεμα, σαπούνι χεριών-σώματος-ρούχων-πιάτων, λοσιόν, μαλακτικό, κολόνια, αποσμητικό, ξυραφάκια κλπ), αφού έχει ξεπεραστεί το «να διαβάσω το παιδί», που από τα 12 και μετά δεν θέλει με την καμία να διαβάσει το παραμικρό με την κουλή τη μάνα του.
Η μάνα γίνεται ενοχλητική παρά τη σκληρή καθημερινή δουλειά που ρίχνει ως πρακτική υποστήριξη του παιδιού της μέχρι να ενηλικιωθεί, συχνά για πολύ περισσότερα ακόμα χρόνια… και επειδή θεωρείται δεδομένη, ένα με το ρόλο, η μαμά και η δουλειά της, κανένας δεν σκέφτεται να της πει μια καλή κουβέντα. Πόσες φορές έχουμε πει «ευχαριστώ» στη μαμά μας ως ενήλικες; Ακόμα κι όταν η μαμά μας βοηθάει με χέρια και με πόδια, π.χ. μας κρατάει τα παιδιά/εγγόνια της ή μας μαγειρεύει, την έχουμε τόσο ταυτίσει με το ρόλο, που σπάνια της εκφράζουμε με λόγια την ευγνωμοσύνη και την εκτίμησή μας.
Ο ρόλος της μαμάς είναι βαρύς, δύσκολος και δεν αφήνει μεγάλα κέρδη. Μια ηλικιωμένη μαμά μού είπε ότι η ανταμοιβή είναι να έχεις καλά, γερά παιδιά. Αυτό φτάνει, και είναι αλήθεια, το ίδιο εύχομαι κι εγώ για τα παιδιά μου – να είναι γερά, να είναι καλά παιδιά, να έχουν τύχη, να βρούνε κάτι που να τους φέρνει ικανοποίηση, επαγγελματικά. Οκέυ, αυτά είναι τα βασικά. Αλλά θα ήθελα να μου πούνε κάποτε, ως ενήλικες, «μπράβο ρε μαμά, έκανες δουλίτσα τελικά!» Όλοι χρειαζόμαστε μια επιβράβευση, έστω μικρή, κυρίως από τους ανθρώπους που αγαπάμε. Και δεν αγαπάμε κανέναν άλλον τόσο, όσο τα παιδιά μας.
Από τότε που το κατάλαβα – με μεγάλη καθυστέρηση, όπως πολλοί άλλοι - λέω συχνά στη μαμά μας ότι είναι καταπληκτική μαμά, και την ευχαριστώ για όσα έκανε για μας. Την διαβεβαιώνω ότι θα αναλάβουμε εμείς τα (φανταστικά) μικρά παιδιά που έχει αφήσει μόνα τους σε κάποιο σπίτι, να μην ανησυχεί καθόλου. Της ορκίζομαι ότι θα τα αναλάβει η αδερφή μας, που είναι πιο αποτελεσματική από εμένα, κι ότι δεν έχει πια κανένα λόγο να αγχώνεται.
“Μερικές φορές με πιστεύει, και αισθάνομαι ότι έχουμε πετύχει μια μικρή νίκη απέναντι στην άνοια.
Και μια μικρή επιβράβευση της μαμαδοσύνης…„