Γιατί μικραίνουν οι γυναικείες τσάντες;
Χρήσιμες και άχρηστες πληροφορίες για τα διαμάντια.
Tο ανθρώπινο μάτι νιώθει μιαν ακαταμάχητη έλξη για τα διαμάντια, γιατί έχει μάθει, από την εποχή των μύθων ακόμα, να βλέπει στη λάμψη τους την αντανάκλαση της ισχύος και της εξουσίας, κι ας υπάρχουν εκείνοι που μένουν προσκολλημένοι στην pop άποψη ότι τα διαμάντια είναι απλά «ο καλύτερος φίλος των κοριτσιών».
Τιάρα του οίκου Cartier, 1908
Αδαμάντινη δεισιδαιμονία
Στην εποχή των φαραώ, τα διαμάντια θεωρούνταν σύμβολα του ήλιου. Ήταν συνώνυμα της δύναμης, της τόλμης και της αλήθειας, και στόλιζαν την καρδιά του αιγυπτιακού σταυρού – του ιερογλυφικού που σήμαινε «ζωή». Η λέξη «αδάμας» –δηλαδή, αυτός που δεν δαμάζεται, ο ακατανίκητος– εμφανίζεται στα ελληνικά τον 8ο αι. π.Χ. Το διαμάντι θεωρείτο τότε ο πολύτιμος λίθος που δυναμώνει τη συζυγική αγάπη, απομακρύνει τα άγρια ζώα, τα φαντάσματα και κάθε άλλο τρομακτικό πλάσμα της μαύρης νύχτας. Ήταν δηλαδή ένα φυλαχτό. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η αντίληψη έφτασε στα μέρη μας –μαζί με τα διαμάντια– από τις Ινδίες, όπου ο άνθρωπος τα εξόρυξε για πρώτη φορά από τη γη.
Φαρμακευτικά διαμάντια
Κι όλα αυτά συνέβαιναν πριν ακόμα ο άνθρωπος μάθει να κόβει τα διαμάντια κι έτσι ανακαλύψει την περαιτέρω καθαρότητα και λάμψη τους ή την εντυπωσιακή ανάλυση του φωτός στα χρώματα του φάσματός του. Από τη στιγμή που συνέβη κι αυτό, οι δοξασίες πολλαπλασιάστηκαν. Τα διαμάντια έφτασαν να είναι η πιο ισχυρή πανάκεια – θεωρείτο πως η επαφή ενός κρυστάλλου με μια πάσχουσα περιοχή αρκούσε για την πολυπόθητη ίαση. Θεωρήθηκαν ακόμα και αντίδοτο κατά του οποιουδήποτε δηλητηρίου, μέχρι που, στην Αναγέννηση, ένας πάπας απεβίωσε καταπίνοντας προληπτικά μπόλικη διαμαντόσκονη. Έτσι, άρχισαν να θεωρούνται και ένα chic δηλητήριο.
Πες το μ’ ένα διαμάντι
Η σημαντικότερη αλλαγή στη συμβολική αξία τους συνέβη το 1477, όταν ο αρχιδούκας Μαξιμιλιανός της Αυστρίας πρόσφερε, ως γαμήλιο δώρο, ένα τεράστιο διαμαντένιο δαχτυλίδι στη Μαρία της Βουργουνδίας. Έτσι γεννήθηκε από τους αυλικούς και τους αριστοκράτες της εποχής η μόδα του μονόπετρου. Στην πορεία όμως αυτό ξεχάστηκε, μέχρι που, περί το 1900, ο περίφημος οίκος διαμαντιών De Beers ανέσυρε από τα έγκατα της λήθης τη χαριτωμένη χειρονομία του αρχιδούκα και –στα πλαίσια μιας οργανωμένης «προωθητικής» προσπάθειας– την περιτύλιξε με μπόλικο ηγεμονικό glam, τη στόλισε με μερικά πονπόν ρομαντισμού και τη λάνσαρε όχι απλά ως μόδα, αλλά ως ηθική προγαμιαία υποχρέωση κάθε άνδρα. Η ανταπόκριση υπήρξε τεράστια. Μόνο οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες φάνηκαν αρχικά κάπως απρόθυμοι για το νέο «εθιμοτυπικό», αλλά πλέον έχουν κι αυτοί συμμορφωθεί.
Βραχιόλι του οίκου Cartier (1968) σε σχήμα φιδιού, με 2.473 μπριγιάν
Διαμαντοπροπαγάνδα
Η κίνηση των De Beers συμπίπτει χρονικά με την ανακάλυψη των κοιτασμάτων διαμαντιών στη Βραζιλία και λίγο αργότερα στη Νότιο Αφρική (και μάλιστα, ακριβώς πάνω στην ώρα που τα αδαμαντωρυχεία της Ινδίας άρχιζαν να στερεύουν). Έτσι, καταφθάνουν περισσότερα διαμάντια στην Ευρώπη και η περίοδος 1890-1920 καταγράφεται ως ο κολοφώνας της μόδας του διαδήματος (και ως γνωστόν, ένα διάδημα χωρίς διαμάντια, δεν είναι διάδημα). Τα διαμάντια υποσκέλισαν οριστικά κάθε άλλο πολύτιμο λίθο και καθιερώθηκαν ως αρχι-must για μια πραγματικά glam εμφάνιση. Επιπλέον, ήταν η εποχή που το μέγεθος μετρούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – όσο μεγαλύτερο το διαμάντι, τόσο υψηλότερο το κύρος εκείνου ή εκείνης που το κατείχε.
Louis Vuitton
Ο κανόνας των τεσσάρων C
Οι προτιμήσεις όμως μεταβάλλονται, και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μεγάλα διαμάντια έχουν χάσει κάτι απ’ το πρεστίζ τους, γεννιούνται κάθε τόσο «μικρομόδες» από τις μετατοπίσεις τού τι θεωρείται «ωραίο» μέσα στα πλαίσια του κανόνα αξιολόγησης ενός διαμαντιού με βάση την κοπή (Cut), την καθαρότητα (Clarity), το χρώμα (Colour) και το βάρος (Carat).
Από το 1992 έχει επισήμως θεσμοθετηθεί να λέμε «μπριγιάν» το διαμάντι με κωνική βάση και 58 έδρες (γι’ αυτό και δεν έχει νόημα να λέμε στους κοσμηματοπώλες «μη μου δείχνετε μπριγιάν, θέλω διαμάντια»). Όσο πιο «ψηλός» είναι ο κώνος της βάσης, τόσο εντονότερος είναι ο «διασκεδασμός» του φωτός από την πέτρα, δηλαδή, η ανάλυσή του σε χρώματα – γνωστή με τον αγγλικό όρο fire (φωτιά). Η «φωτιά» αναδείχθηκε σε κύρια «αυταξία» από τις Αμερικανίδες (το παραδοσιακό ευρωπαϊκό γούστο κλίνει μάλλον υπέρ της λευκότητας του διαμαντιού).
Σήμερα, ζούμε τη μόδα της εξεζητημένης και περίπλοκης –πες την και funky– κοπής. Τα διαμάντια αποκτούν σχήματα (π.χ. χριστουγεννιάτικο έλατο) που άλλοτε δεν θα μπορούσε καν να διανοηθεί κανείς.Όμως «τα διαμάντια είναι παντοτινά» και άρα ευπρόσδεκτα, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε μόδας. Άλλωστε η Ζαζά Γκαμπόρ, μια σταρ που ο βίος και η πολιτεία της είχε αποδείξει πόσο σπουδαία και αδυσώπητη πραγματίστρια ήταν, είχε πει: «ποτέ δεν μίσησα κάποιον τόσο, που να χρειαστεί να του επιστρέψω τα διαμάντια που μου χάρισε».
Glamorama με διαμάντια
Tο Γλυκό Πουλί της Νιότης είναι ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Στην τηλεοπτική μεταφορά του, το 1989, με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο ρόλο της γηρασμένης σταρ Αλεξάντρα ντελ Λάγκο και τον Μαρκ Χάρμον να υποδύεται τον Τσανς Γουέιν, το έργο ξεκινά σε ένα παραλιακό ξενοδοχείο, κάπου στον κόλπο του Μεξικού. Ο Χάρμοντ παίρνει από το χέρι της Λιζ μια κρέμα με την οποία υποτίθεται ότι θα της κάνει μασάζ (πριν εκτελέσει τα υπόλοιπα καθήκοντά του ως ζιγκολό) κι η κάμερα νετάρει στο βραχιόλι που στολίζει τον καρπό της. Τότε, εκείνος ρωτάει:«Φοράτε πάντα τα σμαράγδια σας στην παραλία;». Ο φακός εστιάζει αυτή τη φορά στο λαιμό της Τέιλορ, η οποία φοράει το περίφημο σμαραγδένιο περιδέραιο «Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας» –από την περιβόητη συλλογή κοσμημάτων της– και απαντά: «Εξαρτάται από την παραλία. Στο Ακαπούλκο και τη Νότια Γαλλία φοράω τα διαμάντια μου». Η ατάκα αυτή από το στόμα της Τέιλορ (δεν παίζει η γυναίκα! Είναι ο εαυτός της!) αντηχεί κάπως σαν παγερό καλτ τελεσίγραφο, αλλά το μήνυμα είναι σαφές: για τις star-glam εμφανίσεις χρειάζονται διαμάντια.
Η ίδια έτσι κι αλλιώς το απέδειξε. Από την μπιζουτιέρα της έχουν περάσει, μεταξύ άλλων, το 39 καρατίων διαμάντι “Krupp”, το 69,42 καρατίων αχλαδόσχημο “Taylor-Burton” (η διαμαντο-επιτομή ενός πολυκύμαντου έρωτα μεταξύ δύο μεγάλων σταρ), η διαμαντένια καρφίτσα της δούκισσας του Ουίνδσορ και το “Taj Mahal”, ένα καρδιόσχημο διαμάντι του 17ου αι. Επιπλέον, η Τέιλορ ονόμασε το άρωμά της White Diamonds και στο βιβλίο της Η Ερωτική μου Περιπέτεια με τα Κοσμήματα (βλ. “My Love Affair with Jewelry” 2002) εξηγεί ότι «ήθελε να προσφέρει στον κόσμο μια κλεφτή ματιά στο σκίρτημα και την αγνή ευτυχία που της χάρισαν αυτές οι όμορφες πέτρες».
Αντίθετα από τη Λιζ, η Μέριλιν (Μονρό), η μεγάλη «θεωρητικός» τού γιατί «τα διαμάντια είναι ο καλύτερος φίλος των κοριτσιών», δεν είχε παρά μια βέρα με 39 μακρόστενα διαμαντάκια (ένα εκ των οποίων της είχε φύγει, χωρίς να το αντικαταστήσει). Ωστόσο, φωτογραφιζόταν συχνά με διαμάντια «δανεικά» από μεγάλους οίκους κοσμημάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση φορούσε το 24 καρατίων αχλαδόσχημο κίτρινο διαμάντι “The moon of Borada”, και με την ευκαιρία εκείνη η Αμερικάνικη Ακαδημία Κοσμημάτων τής απένειμε τον τιμητικό τίτλο της «καλύτερης φίλης των διαμαντιών».
Σήμερα, τα πρωτεία ανάμεσα στις αδαμαντοφορεμένες σταρ κατέχει η Monica Bellucci, η οποία έχει ανακηρυχθεί (με συμβόλαιο) ηγερία του οίκου Cartier.
Κατά τα άλλα, όταν ο Πάρις (Κασιδόκωστας) έκανε πρόταση στην Paris (Hilton – και συγνώμη για το παράδειγμα, αλλά… είναι πολλά τα καράτια), της πρόσφερε όχι ένα, αλλά δύο μονόπετρα. Το πρώτο είχε ένα διαμάντι 24 καρατίων, ενώ το δεύτερο ζύγιζε «μόλις» 15 καράτια.
(Το άρθρο του Γ. Κωνσταντινίδη δημοσιεύθηκε τα Χριστούγεννα του 2008 στο LOOKmag, το γυναικείο περιοδικό της ATHENSVOICE)
Ακολουθήστε το LOOKmag στο Instagram.