Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 74 ετών
Το μίνιμαλ λευκό του Δημήτρη Παρθένη
Ιστορίες και στιλ από τη Δημοκρίτου και Τσακάλωφ γωνία
Ο σχεδιαστής μόδας Δημήτρης Παρθένης έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου, το απόγευμα, σε ηλικία 74 ετών.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το κατάστημα της οδού Δημοκρίτου και Τσακάλωφ, στο Κολωνάκι, δίχως τη χαρακτηριστική του παρουσία που έδινε τον τόνο σε όλη τη γειτονιά. Ο Τάκης, για τους φίλους, αγαπούσε να κάθεται στο μαγαζί και να παρακολουθεί την κίνηση. Η γειτονιά είναι πέρασμα πολλών φίλων και γνωστών, παλιοί Κολωνακιώτες, άνθρωποι της μόδας, των τεχνών, δημοσιογράφοι, στιλίστες, γνωστές φιγούρες της πόλης. Ο Τάκης τους χαιρετούσε πάντα και τους έπιανε την κουβέντα. Κλασική εικόνα, για όποιον ανέβαινε τη Δημοκρίτου: ο Παρθένης να κάθεται με κάποιον φίλο στα τραπεζάκια του Papagalino, δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και να συζητούν.
Πολλές φορές, τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες, στεκόταν στην κορυφή της μαρμάρινης σκάλας, στην είσοδο της εκκλησίας, εκεί που έπιανε ήλιος και τσέκαρε την κίνηση της Σκουφά – σαν να ήταν μέρος κι αυτός της όλης εικόνας, μία φιγούρα ενσωματωμένη στην αρχιτεκτονική του ναού.
Από μια άποψη, ο Παρθένης *ήταν* το Κολωνάκι. Συμβόλιζε τις ημέρες της δόξας, την εποχή που η περιοχή έσφυζε από ζωή και δημιουργικότητα. Το κατάστημά του ήταν ένα στάνταρντ σημείο εκεί, μία αίσθηση ασφάλειας και κομψότητας μέσα στα χρόνια.
Ο Παρθένης, από τα 70s ακόμα, έγινε γνωστός για το φίνο μινιμαλισμό των ρούχων του. Το απαλό βαμβακερό έγινε το αγαπημένο του υλικό, η χρωματική του παλέτα αυστηρή – λευκό, μαύρο, γκρι, με μερικά ξεσπάσματα φωτεινού κόκκινου ή βαθύ μπορντό. Τα μίνιμαλ, άνετα, φαρδιά, αεράτα ρούχα του θύμιζαν έντονα Κυκλάδες. Οι απαλές λευκές γραμμές με φόντο το γαλάζιο και τον άνεμο να τις κινεί γοητευτικά, έδεναν απόλυτα με την αίσθηση που έχουμε για το ελληνικό καλοκαίρι.
Παράλληλα, την εποχή που το εσώρουχο γινόταν βασικό ρούχο και η ετικέτα του έπαιζε μεγάλο ρόλο, ο Παρθένης δημιούργησε επιτυχημένες «αρχαιοελληνικές» σειρές, άνετων, βαμβακερών ρούχων για «μέσα» ή «έξω», για γυναίκες και άντρες.
Οι κούκλες της βιτρίνας στο μαγαζί του Συντάγματος (παλαιότερα) και του Κολωνακίου για πάντα, λευκές, χωρίς πρόσωπο ή φύλο, γκρουπαρισμένες σαν χορός τραγωδίας, φορώντας τις μακριές σαν χλαμύδες πουκαμίσες του, τόνιζαν το unisex των ρούχων που σχεδίαζε. Προσφιλές στιλ σε ανθρώπους με άποψη, που στέκονται ψύχραιμοι απέναντι στη λαίλαπα και την κακοφωνία των ρευμάτων της μόδας, των τάσεων και των trends που κρατούν το πολύ μία σεζόν.
Τα ρούχα του Δημήτρη είχαν μία σοφιστικέ αύρα, τα αγαπούσαν διανοούμενοι και αρχιτέκτονες, γυναίκες με έντονη προσωπικότητα που τα προσάρμοζαν σε αυτήν μια και ήταν σαν λευκές παλέτες: μπορούσες να «ζωγραφίσεις» επάνω τους το δικό σου στιλ. Ο Παρθένης αγαπούσε τα ρούχα που αγκαλιάζουν το σώμα, το κάνουν σαν μία κολώνα που στέκεται όρθια με δωρικότητα. Αγαπούσε τις φαρδιές, βελούδινες πασμίνες που μπορούσαν να τυλίξουν ένα γυναικείο σώμα και να του δώσουν μια επιβλητική αίσθηση, ακόμα κι αν από κάτω φοράει ένα απλό μακό κι ένα βαμβακερό παντελόνι φόρμας.
Αισθητική που έχει σταθεί εξαιρετικά και σε θεατρικές σκηνές μια και ο Παρθένης είχε σχεδιάσει ρούχα –στο δικό του ύφος πάντα- και για το θέατρο.
Ακόμα και τα παιδικά ρούχα που σχεδίαζε όμως, είχαν αποκηρύξει τους σαχλούς ροζ-μπονμπόν και baby-blue τόνους που επικρατούν. Έκανε ρούχα με προσωπικότητα και απλές γραμμές, χαριτωμένα μικρά σύνολα για παιδάκια που δεν είναι απαραίτητο να είναι όλα ντυμένα σαν μίκι μάους.
Η δεκαετία του ’70 και του ’80 είχαν δύο βασικούς έλληνες σχεδιαστές προς εξαγωγή: τον Γιάννη Τσεκλένη και τον Δημήτρη Παρθένη. Ο πρώτος αποθέωσε το ντεσέν και τις μουσελίνες, τα σχέδια και τα χρώματα εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα – και ο δεύτερος, την μινιμαλιστική άποψη, τις λιτές, σιωπηλές γραμμές και το λευκό των ελληνικών νησιών.
Στα 80s, όταν κυριαρχούσαν τα περιοδικά μόδας σε όλο τον κόσμο και οι fashion editors είχαν δημιουργήσει trend με τα ασπρόμαυρα editorial μόδας, τα ρούχα του Παρθένη ήταν από αυτά που λάτρευαν να φωτογραφίζουν οι φωτογράφοι. Ταίριαζαν τέλεια με μαυρισμένο δέρμα, με παστέλ γκρι ουρανούς, με απαλό άνεμο και δυνατό, κατάλευκο ήλιο.
Την ίδια φιλοσοφία ακολουθεί και η κόρη του, Ορσαλία Παρθένη, η οποία έχει αναλάβει τη φίρμα πλέον. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα brand με ισχυρό προφίλ και δύναμη στην αγορά – της Αθήνας, της Μυκόνου και τη διεθνή, όπου έχει εξαπλωθεί η φίρμα Παρθένης.
Το στέκι του, το μαγαζί της Δημοκρίτου θα είναι τώρα σιωπηλό. Ο Τάκης είχε ιδιαίτερο χιούμορ, καυστικό και σκληρό, ανάλαφρο και ειλικρινές. Σε τακτικό πελάτη του, ο οποίος αγόραζε συχνά τα εσώρουχα ανά 12άδες, του έχει πει «Τι τα κάνετε με τον φίλο σου; Τα σκίζετε;». Το extra large μέγεθος της γραμμής των ρούχων του, τον έκανε να έχει και αρκετούς πελάτες που αναζητούσαν τα μεγαλύτερα μεγέθη. Πάντα ήξερε να τους πειράζει, στεγνά αλλά και καλόκαρδα. Τύπου «Σούζυ, έφαγες». Κανένας δεν έδειχνε να ενοχλείται.
Ήξερε τους πάντες, παρακολουθούσε τα πάντα, ήταν μία ζωντανή εγκυκλοπαίδεια της ζωής στο Κολωνάκι. Τα τελευταία χρόνια ήταν απογοητευμένος και αμείλικτος για την τροπή της ελληνικής μόδας. Πίστευε ότι έχει χαθεί η φλόγα και η γνώση. Τον ενοχλούσαν ιδιαίτερα οι άνθρωποι της μόδας, από σχεδιαστές μέχρι στιλίστες, φωτογράφοι, μοντέλα και διευθυντές περιοδικών που δεν έχουν καμία γνώση για την ιστορία του στιλ, των τεχνών, της μόδας. Τον ενοχλούσε που η μόδα μοιάζει να έχει περάσει στα χέρια ανθρώπων με τηλεοπτική αισθητική και ηθική.
Και όλα αυτά ήταν κουβέντες του, που μας τις έλεγε τα όμορφα αθηναϊκά πρωινά, όταν περνούσαμε να του πούμε ένα γειά από το μαγαζί και μας υποχρέωνε να μείνουμε για ένα καφέ «στο τραπεζάκι, απέναντι».
Η κηδεία του γίνεται τη Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου, το μεσημέρι, στον Άγιο Διονύσιο της Σκουφά, στην αγαπημένη του γειτονιά.