PEaCH: Μεγαλώνοντας δίγλωσσα παιδιά

Η Χρύσα Οικονομίδου και η Ελισάβετ Αρκολάκη, πρέσβειρες του ευρωπαϊκού πρότζεκτ PEaCH, μιλούν για τους στόχους του προγράμματος και δίνουν συμβουλές σε γονείς που μεγαλώνουν δίγλωσσα παιδιά.

Χρύσα Οικονομίδου, Ελισάβετ Αρκολάκη: Μας μιλούν για τους στόχους του πρότζεκτ PEaCH και δίνουν συμβουλές σε γονείς που μεγαλώνουν δίγλωσσα παιδιά.

Η Χρύσα Οικονομίδου ζει στη Δανία τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι εκπαιδευτικός προσχολικής ηλικίας με ειδίκευση σε πολύγλωσσα παιδιά και παρέχει συμβουλές σε γονείς και εκπαιδευτικούς πολύγλωσσων παιδιών. Είναι ιδρύτρια του paidokipos.com και του bilingualmus.com και έχει δύο υπέροχα δίγλωσσα παιδιά.

Η Ελισάβετ Αρκολάκη ζει στο εξωτερικό εδώ και πολλά χρόνια και τα τελευταία έξι έχει τη βάση της στη Νορβηγία μαζί με την οικογένειά της. Ασχολείται με διάφορα πράγματα τα οποία έχουν ως κοινό παρανομαστή τις λέξεις και τις γλώσσες, ενώ τα τελευταία χρόνια γράφει και εκδίδει κυρίως δίγλωσσα παιδικά βιβλία όπως τα «Cousins Forever – Ξαδέρφια για πάντα» και «Happiness Street – Οδός Ευτυχίας». Τον Ιούλιο του 2018 μας μίλησε στην AthensVoice σχετικά με το πρώτο της βιβλίο-πρότζεκτ Where am I from? Θα τη βρείτε στο www.maltamum.com.

Οι δυο τους είναι πρέσβειρες του PEaCH: ένα ευρωπαϊκό πρότζεκτ που στοχεύει στη διάδοση του θετικού μηνύματος της διγλωσσίας σε όλον τον κόσμο. Μιλήσαμε μαζί τους.

Χρύσα Οικονομίδου και Ελισάβετ Αρκολάκη

Τι είναι το PEaCH του οποίου είστε πρέσβειρες;
Χρύσα: Το PEaCH είναι ένα πρότζεκτ που χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Erasmus+ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο στόχος είναι η υποστήριξη και η ενδυνάμωση των δίγλωσσων παιδιών και μέσω των παιδιών αυτών και των οικογενειών τους, η προώθηση και διατήρηση της πολιτιστικής και γλωσσικής κληρονομιάς της Ευρώπης.
Με απλά λόγια, το PEaCH προσφέρει δωρεάν καθοδήγηση για το πώς μπορεί κάποιος, ένας γονιός ή ένας εκπαιδευτικός, για παράδειγμα, να υποστηρίξει ένα πολύγλωσσο παιδί και, στην περίπτωσή μας, να διατηρήσει την ελληνική γλώσσα στο εξωτερικό αλλά και την επαφή του με την ελληνική κουλτούρα.
Στα πλαίσια του PEaCH, έχουν δημιουργηθεί δύο εγχειρίδια που διανέμονται δωρεάν στο κοινό σε μορφή PDF:
- «How to raise a bilingual child»/«Πώς να μεγαλώσετε ένα δίγλωσσο παιδί»): ένας οδηγός στα αγγλικά για γονείς που μεγαλώνουν δίγλωσσα παιδιά ηλικίας 0 έως 12 ετών, με εύκολες και πρακτικές συμβουλές, ταξινομημένες σύμφωνα με την ηλικία του παιδιού.
- «How to support multilingual children»/«Πώς να υποστηρίξετε τα πολύγλωσσα παιδιά»): ένας οδηγός στα αγγλικά για εκπαιδευτικούς, με ιδέες και πρακτικές λύσεις σε θέματα που αφορούν τα δίγλωσσα και πολύγλωσσα παιδιά.
Επίσης, στην ιστοσελίδα έχουμε συγκεντρώσει δωρεάν εκπαιδευτικό υλικό σε όλες τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ποιες γλώσσες μιλούν τα παιδιά σας; Τις μιλούν «καλά»;
Χρύσα: Τα παιδιά μου μιλούν δανικά και ελληνικά πολύ καλά. Επίσης καταλαβαίνουν και μιλούν λίγα αγγλικά.
Ελισάβετ: Τα δικά μας έχουν πλουσιότερο λεξιλόγιο στα νορβηγικά, αλλά καταλαβαίνουν και μιλούν πολύ καλά τα ελληνικά, μιας και είναι η γλώσσα με την οποία επικοινωνούν μαζί μου καθώς και με οικογένεια και φίλους από Ελλάδα. Η μικρή (5), που γεννήθηκε Νορβηγία, καταλαβαίνει αρκετά στα αγγλικά αλλά μας απαντάει σε μία από τις άλλες δύο γλώσσες, ενώ ο μεγάλος (8), που γεννήθηκε Μάλτα και τα πρώτα χρόνια της ζωής του έδειχνε προτίμηση στα αγγλικά, καταλαβαίνει και μιλάει αρκετά και στα αγγλικά. Καταλαβαίνει επίσης και σουηδικά. Όπως συμβαίνει με όλα τα παιδάκια του κόσμου αλλά και με τους μεγάλους που μαθαίνουν γλώσσες, το λεξιλόγιο ανά γλώσσα χτίζεται με διαφορετικούς ρυθμούς με βάση τις εκάστοτε ανάγκες και την καθημερινή -ή μη- χρήση της κάθε γλώσσας.

Σε ποια γλώσσα σκέφτονται; 
Χρύσα: Θεωρώ ότι σκέφτονται και στα δανικά και στα ελληνικά, ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται, τις διαθέσεις τους, τη στιγμή. Τα παρατηρώ, για παράδειγμα, όταν παίζουν μόνα τους, ή όταν τυχαίνει και βλέπουν κάποιο όνειρο και μιλούν στον ύπνο τους. Κάποιες στιγμές θα χρησιμοποιήσουν ελληνικά και κάποιες δανικά.
Ελισάβετ: Πιστεύω ότι και τα δικά μας σκέφτονται σε δύο γλώσσες, στα νορβηγικά και τα ελληνικά: ότι δεν κάνουν δηλαδή μετάφραση στο μυαλό τους από τη μία γλώσσα στην άλλη. Ίσως όταν κολλάνε καμιά φορά σε κάποια λέξη αλλά όχι όσον αφορά τον ειρμό της σκέψης τους. Σκέφτονται και μιλούν αυτόματα σε κάποια γλώσσα ανάλογα με τον συνομιλητή τους. Στα αγγλικά ίσως ο μεγάλος να κάνει μετάφραση από τις άλλες δύο μετά από τόσα χρόνια στη Νορβηγία αλλά, ακόμα και αν συμβαίνει τώρα αυτό, μπορεί να αλλάξει αργότερα μιας και τα αγγλικά είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Το βλέπω και από τον εαυτό μου που, ενώ μεγάλωσα με τα ελληνικά και έμαθα γλώσσες στο φροντιστήριο, μετά από τόσα χρόνια έξω σκέφτομαι εξίσου στα αγγλικά -και ας κάνω λάθη- όπως και στα ελληνικά. Μάλιστα, μια φορά, ο άντρας μου με έπιασε να παραμιλώ στον ύπνο μου, πιθανότατα σε όνειρο, στα αγγλικά! Άρα αν συμβαίνει αυτό με ανθρώπους σαν και μένα, πόσο μάλλον στα μικρά που από τη μήτρα ακόμα ακούν αυτές τις γλώσσες και δεν τις μαθαίνουν ως «ξένες».

Από ποια ηλικία και μετά τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι στο σπίτι μιλιούνται δύο γλώσσες;
Χρύσα:
Θεωρητικά και επιστημονικά μιλώντας, νωρίτερα από όσο θα περίμενε κανείς. Υπάρχουν πολλές έρευνες που δείχνουν ότι τα μωρά αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ κάποιων γλωσσών ακόμα και λίγες ώρες μετά τη γέννησή τους. Συνήθως, οι έρευνες σε βρέφη έως 3 μηνών γίνεται με τη μέθοδο της «ανάκτησης συνήθειας». Τα βρέφη έχουν από τη γέννηση το αντανακλαστικό του πιπιλίσματος, του οποίου τα χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται για να μετρηθεί η προσοχή του βρέφους (π.χ. η συχνότητα, η ένταση κλπ). Κατά τη διάρκεια του πειράματος, τα βρέφη πιπιλούν μια πιπίλα που έχει έναν αισθητήρα που καταγράφει τα χαρακτηριστικά του πιπιλίσματος όσο το βρέφος ακούει το ερέθισμα μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, τα βρέφη συνηθίζουν το ερέθισμα της γλώσσας που τους παρουσιάζεται και βαριούνται, συνηθίζουν και πιπιλούν λιγότερο. Αν εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, το γλωσσικό ερέθισμα αλλάξει και το βρέφος εκτεθεί σε μία διαφορετική γλώσσα, τα χαρακτηριστικά του πιπιλίσματος αλλάζουν. Κάτι τέτοιο υπονοεί ότι το βρέφος αντιλαμβάνεται ότι κάτι άλλαξε, ότι κάτι είναι διαφορετικό. Και αν αυτό δεν σας φαίνεται μαγικό, υπάρχουν και κάποια είδη μαϊμούδων, ακόμα και ποντικών που αντιλαμβάνονται τη διαφορά σε γλώσσες με πολύ διαφορετικά φωνολογικά χαρακτηριστικά.
Ελισάβετ: Εδώ απλά θα ήθελα να προσθέσω κάποια πράγματα από την εισαγωγή στο κεφάλαιο «Language delays in multilingual children: what are they and what to do about them» το οποίο έγραψε η Dr. Mary-Pat O’Malley-Keighran στο βιβλίο μου How to Raise Confident Multicultural Children. Τα μωράκια φαίνεται ότι μπορούν να μας ακούσουν από την 26η εβδομάδα εγκυμοσύνης. Δεν ακούνε βέβαια όπως ακούμε εμείς, μιας και βρίσκονται μέσα στη μήτρα, αλλά έρευνες έχουν δείξει πως μπορούν ήδη από τόσο νωρίς να ξεχωρίσουν ήχους όπως το «μπ» και το «ζ». Από τη στιγμή που γεννιούνται είναι ξεκάθαρο ότι μπορούν να ξεχωρίσουν γλώσσες και δείχνουν προτίμηση προς εκείνες που άκουγαν ενόσω ήταν στην κοιλιά της μαμάς τους. Με άλλα λόγια το ταξίδι της διγλωσσίας για ένα μωράκι ξεκινάει πριν από τη γέννησή του!

Μπερδεύονται; Ανακατεύουν τις γλώσσες είτε όταν μιλούν στους γονείς τους είτε όταν συνομιλούν με τους φίλους τους;
Χρύσα: Και ναι και όχι. Στο σπίτι μας, αλλά και με τους φίλους μας, οι προτάσεις μας έχουν λέξεις από 2, 3 γλώσσες, μπορεί και παραπάνω κάποιες φορές! Το θεωρώ αυτό προβληματικό; Η απάντηση είναι όχι. Μπορώ εγώ και η οικογένειά μου, αν το επιλέξουμε και εφόσον χρειάζεται, να μη βάλουμε δανικές ή αγγλικές λέξεις στον λόγο μας και να μιλήσουμε μόνο ελληνικά; Ναι. Προσωπικά αποφεύγω να χρησιμοποιώ το ρήμα «μπερδεύονται» όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε τα δίγλωσσα παιδιά. Κι αυτό γιατί έχει αρνητικό αντίκρισμα. Είναι αλήθεια ότι πολλά δίγλωσσα παιδιά, σε διάφορα στάδια της γλωσσικής τους ανάπτυξης, τείνουν να αναμειγνύουν λέξεις κι από τις δύο γλώσσες στις προτάσεις τους. Εδώ αξίζει αρχικά να καταλάβουμε ως γονείς: σε τι στάδιο βρίσκεται το παιδί που αναμειγνύει τις γλώσσες του; Μιλάμε για παιδί 2 ετών που χρησιμοποιεί λέξεις από όλες τις γλώσσες που καταλαβαίνει στις προτάσεις του; Αυτό θα έπρεπε να θεωρείται σημάδι ευφυίας και είναι απολύτως φυσικό και αναμενόμενο. Μέχρι και εμείς οι ενήλικες πολλές φορές δε βρίσκουμε τη σωστή λέξη που θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε. Τα δίγλωσσα παιδιά έχουν το πλεονέκτημα να έχουν λεξιλόγιο σε πάνω από μία γλώσσα. Γιατί να μην το χρησιμοποιήσουν για να γίνουν κατανοητά όταν χρειάζεται και εφόσον λειτουργεί; Η γλώσσα άλλωστε δεν υπάρχει με σκοπό να επικοινωνούμε και να κατανοούμε ο ένας τον άλλον;
Μήπως μιλάμε για ένα παιδί 7 ετών που έχει κατακτήσει δύο γλώσσες, αλλά επιλέγει συνειδητά να αναμείξει λέξεις και από τις δύο στην ίδια πρόταση (κάνει δηλαδή «code-switching» / εναλλαγή κώδικα); Τις περισσότερες φορές, είμαι σίγουρη ότι και οι γονείς τους κάνουν ακριβώς το ίδιο! Απλώς επιλέγουμε μεταξύ των γλωσσών που κατέχουμε εμείς και οι συνομιλητές μας και όταν και εφόσον δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια λέξη σε μια γλώσσα, ή εάν υπάρχει μια καλύτερη έκφραση για αυτό που θέλουμε να πούμε σε μια διαφορετική γλώσσα, το προτιμούμε.  
Ελισάβετ: Όπως τα είπε παραπάνω και η Χρύσα. Όπως επίσης και ο τρόπος που παίζουν αλλάζει. Στη Νορβηγία συνήθως παίζουν στα νορβηγικά, ενώ στην Ελλάδα αλλάζουν και το παιχνίδι τους πολλές φορές γίνεται στα ελληνικά. Δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι μπερδεύονται αλλά με το ποια λέξη σε ποια γλώσσα τούς έρχεται πρώτα στο μυαλό. Αν π.χ. μιλούν μεταξύ τους τα δυο αδέρφια, μπορεί να πουν όλη την πρόταση στα νορβηγικά και να πετάξουν μέσα και μία ελληνική λέξη, π.χ. «καπάκι». Γνωρίζουν ότι ο συνομιλητής τους θα τους καταλάβει, οπότε δεν αλλοιώνεται κάτι στη μεταξύ τους συνομιλία. Τώρα αν έχουν στην παρέα και κάποιον φίλο τους από εδώ, δεν θα πουν «καπάκι» αλλά την αντίστοιχη νορβηγική λέξη. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου μπορεί να ξέρουν μια λέξη σε μια γλώσσα και όχι στην άλλη. Σε τέτοιες περιπτώσεις ψάχνουμε επί τόπου τη μετάφραση για να συνεννοηθούμε :). Τώρα που είναι πιο μεγάλα είναι πολύ πιο εύκολο. Όταν ήταν πιο μικρά ήταν θέμα κάποιες φορές. Θυμάμαι μια φορά που, ενώ φεύγαμε από τον σταθμό, θυμήθηκε ο γιος μου ότι ήθελε να πάμε πίσω να πάρουμε τα γάντια του. Δεν ήξερε τη λέξη στα ελληνικά, δεν τον καταλάβαινα στα νορβηγικά και έπεσε κάτω και χτυπιόταν και έκλαιγε και ρώτησα έναν περαστικό γονιό αν μπορεί να κάνει μετάφραση στα αγγλικά να λύσουμε το πρόβλημα. Ήταν μικρούλης τότε, κάπου στα 3 1/2 - 4, οπότε τέτοιου είδους γλωσσικά θέματα απλά προστίθενταν ως έξτρα στα τάντρουμ της ηλικίας αυτής.

Αρκεί κάθε γονιός να μιλάει σε ένα παιδί στη γλώσσα του ή απαιτείται και εκπαίδευση, «μάθημα», ώστε το παιδί να κατέχει επαρκώς τις δύο γλώσσες; 
Χρύσα: Για να κατακτήσει ένα παιδί μία γλώσσα, να μάθει δηλαδή να τη μιλάει και να την καταλαβαίνει, αρκεί η έκθεση σε αυτήν. Η κατάκτηση της γλώσσας είναι μια φυσική, αβίαστη διαδικασία, που γίνεται υποσυνείδητα, χωρίς διδασκαλία και στην οποία το παιδί ορίζει τον ρυθμό. Ένα παράδειγμα είναι το πώς τα μωρά κατακτούν μια γλώσσα και τελικά μιλούν χωρίς να χρειάζονται κάποιο δάσκαλο. Παρατηρούν τους γονείς τους, το περιβάλλον τους, μιμούνται, και τελικά, κάπως μαγικά, μιλούν και καταλαβαίνουν. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα πολύγλωσσα παιδιά. Οι ειδικοί λένε ότι ένα παιδί πρέπει να εκτίθεται σε μια γλώσσα για τουλάχιστον το 30% του χρόνου που μένει ξύπνιο για να αρχίσει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα ενεργά. Ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, το 30% είναι περίπου 25 ώρες την εβδομάδα. Με αυτό σαν δεδομένο, στις οικογένειες στις οποίες οι γονείς μιλούν διαφορετικές γλώσσες, αρκεί κάθε γονιός να μιλάει στη γλώσσα του σε ένα παιδί για να αρχίσει το παιδί να μιλάει και να καταλαβαίνει. Ο προβληματισμός έρχεται όταν ο γονιός καλείται να αποφασίσει τι θα γίνει με την ανάγνωση και τη γραφή. Γιατί εδώ μιλάμε για εκμάθηση γλώσσας, μια σκόπιμη διαδικασία που χρειάζεται προσπάθεια και διδασκαλία. Αλλά για την ομιλία, χρειάζεται ένα πράγμα: η επικοινωνία. Χρειάζεται δηλαδή έκθεση σε περιβάλλοντα στα οποία τα μέλη επικοινωνούν στη γλώσσα στόχο κάθε φορά.

Τι θα συμβουλεύατε δύο γονείς δίγλωσσων παιδιών σχετικά με την εκμάθηση των γλωσσών καταγωγής τους; Πώς μπορούν να ενσωματώσουν την εκμάθηση της γλώσσας στην οικογενειακή καθημερινότητα; 
Χρύσα: Οι πολύγλωσσες οικογένειες βάζουν συχνά τον πήχη στο υψηλότερο επίπεδο επάρκειας για όλες τις γλώσσες στις οποίες σκοπεύουν να εκθέσουν τα παιδιά τους, χωρίς να σχεδιάζουν πραγματικά το πώς θα συμβεί αυτό και καταλήγουν να απογοητεύονται με τα αποτελέσματα. Πολλές φορές έρχομαι σε επαφή με γονείς που αναρωτιούνται: «Γιατί το παιδί μου αρνείται να μιλήσει τη γλώσσα μου;». Είναι σημαντικό να θέσουμε από νωρίς τους δικούς μας στόχους για την πολύγλωσση οικογένειά μας. Έστω ότι έχουμε μία οικογένεια που χρησιμοποιεί 2 ή 3 γλώσσες. Θα έλεγα στους γονείς να αναρωτηθούν: Ποιες γλώσσες χρειάζονται πραγματικά για να μπορεί η οικογένειά σας να επικοινωνεί και να είναι λειτουργική και ενσωματωμένη στην κοινωνία; Πρέπει/θέλετε το παιδί σας να μιλά και να κατανοεί όλες αυτές τις γλώσσες; Τι γίνεται με τη γραφή και την ανάγνωση; Χρειάζεται το παιδί να γράφει και να διαβάζει σε όλες τις γλώσσες; Ανάλογα με τις απαντήσεις που θα δώσουν οι γονείς σε αυτές τις ερωτήσεις, θα μπορέσουν να σχεδιάσουν τη δική τους στρατηγική σχετικά με τις γλώσσες της οικογένειας, η οποία θα ταιριάζει στα θέλω τους και στη μοναδική τους κατάσταση. Η στρατηγική αυτή θα είναι και ο δρόμος προς τον τελικό στόχο. Όταν ο στόχος θα είναι ξεκάθαρος, τότε θυμηθείτε ότι η ομιλία για να υπάρξει χρειάζεται επικοινωνία και για να υπάρξει επικοινωνία, χρειαζόμαστε τρία σημαντικά πράγματα: έκθεση, αυτοπεποίθηση και κίνητρο. Άρα συνοψίζοντας θα τους έλεγα:
- Κάντε το σταθερή συνήθεια να επικοινωνείτε με τα παιδιά σας στη γλώσσα σας.
- Παίξτε: το παιχνίδι είναι απίστευτα αποτελεσματικό ως μέσο μάθησης στα παιδιά.
- Διαβάστε βιβλία και παραμύθια στα παιδιά στη γλώσσα σας.
- Μην τα πιέζετε, ενθαρρύνετέ τα και επιβραβεύστε την προσπάθειά τους.
- Και τέλος: μην απογοητεύεστε και μην αγχώνεστε. Να είστε περήφανοι για κάθε μικρή νίκη, το αξίζετε.
Για περισσότερες συμβουλές και ιδέες, μπορείτε να παρακολουθήσετε και αυτό το δωρεάν webinar, το οποίο έγινε στα πλαίσια του PEaCH Summit τον Νοέμβριο του 2021.

Χρύσα, είσαι εκπαιδευτικός με ειδίκευση στα multilingual παιδιά. Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζεις στην εκπαίδευσή τους;
Χρύσα: Δεν θα έλεγα ότι αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα. Υπάρχουν πάντα προκλήσεις, αλλά ξεπερνιούνται. Η πρόκληση που αντιμετωπίζω πιο συχνά είναι η άρνηση κάποιων παιδιών να μιλήσουν ελληνικά, ή, όταν έρχονται, να είναι στην αρχή αρνητικά διακείμενα προς τη γλώσσα. Έχουμε όμως τρόπους και εργαλεία να αλλάξουμε αυτή την αρνητική διάθεση του παιδιού πολύ γρήγορα και σχετικά εύκολα. Αρκεί να γίνεις κι εσύ ο ίδιος παιδί όταν και όπου χρειάζεται και να στηρίξεις το εκπαιδευτικό σου πρόγραμμα στα ενδιαφέροντα των παιδιών. Να δουν τα παιδιά στα μάτια σου ότι είναι ευπρόσδεκτα, να καταλάβουν ότι στο πλαίσιο των μαθημάτων θα γίνουμε όλοι φίλοι, θα παίξουμε και θα περάσουμε καλά. Είναι πρόκληση, αλλά γίνεται. Στον Παιδόκηπο αυτή τη στιγμή έχουμε 107 μέλη και ο στόχος μας πάνω από όλα είναι να θέλει το παιδί να ξαναέρθει στην παρέα μας. Να θέλουν τα παιδιά να μιλήσουν και να παίξουν στα ελληνικά. Έχουμε στήσει όλο μας το εκπαιδευτικό πρόγραμμα βασισμένοι στο δεδομένο ότι τα παιδιά που έρχονται στον Παιδόκηπο είναι ήδη πιεσμένα, πάνε σχολείο και μαθαίνουν ήδη δανικά, κάνουν και άλλες δραστηριότητες. Είναι σημαντικό λοιπόν για εμάς να τους αρέσει αυτό που κάνουμε, να το αποζητούν και να το επιλέγουν.

Ελισάβετ, είσαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων για δίγλωσσα παιδιά. Πώς διαβάζει ένας γονιός στο παιδί του ένα τέτοιο βιβλίο; Μια στη μία γλώσσα και μια στην άλλη εναλλάξ; Ή αναλαμβάνει κάθε γονιός ξεχωριστά την ανάγνωση;
Αρχικά να αναφέρω εδώ πως το ταξίδι μου ήταν κατά κάποιο τρόπο το αντίστροφο της Χρύσας. Ξεκίνησα την πορεία μου φοιτώντας στο τμήμα της Γαλλικής Φιλολογίας, οπότε υπήρχε εξαρχής ένα θεωρητικό υπόβαθρο όσον αφορά τη διδασκαλία ξένων γλωσσών και στη συνέχεια ασχολήθηκα περισσότερο με τον χώρο της μετάφρασης και του μάρκετινγκ, όπου έκανα τελικά και ένα μάστερ, καταλήγοντας επαγγελματικά τα τελευταία χρόνια στη μεγάλη μου αγάπη, τον χώρο του βιβλίου.
Εμείς προσωπικά στο σπίτι διαβάζουμε ο καθένας στη γλώσσα του, αλλά σε κάθε οικογένεια υπάρχουν πολλοί παράμετροι. Μπορεί, για παράδειγμα, ο ένας γονιός να διαβάζει την ιστορία στα αγγλικά και ο παππούς στο βίντεο τσατ να το διαβάζει στα εγγόνια του στα ελληνικά. Ή μπορεί να το διαβάζουν στο σπίτι στα γαλλικά και στο ελληνικό σχολείο/φροντιστήριο να τους το διαβάσει η δασκάλα στα ελληνικά. Ή ακόμα ακόμα να μιλούν, για παράδειγμα, οι γονείς στο σπίτι ελληνικά και στην προσπάθειά τους να μάθουν παρέα τη γλώσσα της νέας τους χώρας, π.χ. γερμανικά, να προσπαθήσουν να διαβάσουν και να καταλάβουν με βάση το ελληνικό κείμενο την γερμανική μετάφραση. Εδώ παρέα με μερικούς ακόμη συγγραφείς δίγλωσσων βιβλίων απαντούμε στα αγγλικά στο ερώτημα «Why do we need bilingual books for children?».

Είχα κάποτε ένα καθηγητή αγγλικών, ο οποίος, ενώ μου μιλούσε στα αγγλικά, πετούσε ξαφνικά λέξεις τύπου «περίπτερο» στα ελληνικά. Μου εξηγούσε πως είναι αμετάφραστο το ελληνικό περίπτερο, ότι δεν υπάρχει αγγλικό ανάλογο. Συμβαίνει κάτι σχετικό, με συγκεκριμένες λέξεις, στις οικογένειές σας; 
Χρύσα: Ναι, βέβαια! Σε καθημερινή βάση και σε διάφορες καταστάσεις. Στη Δανία, για παράδειγμα, τον χειμώνα, τα παιδιά φοράνε μια ολόσωμη, αδιάβροχη, αντιανεμική στολή που τη λένε «flyverdragt» στα δανικά. Εννοείται ότι το πρωί που όλοι ετοιμαζόμαστε να πάμε στις δουλειές μας θα ακούσεις «Παιδιά, φορέστε τα flyverdragt σας!», και όχι «Παιδιά, φορέστε την ολόσωμη, αδιάβροχη, αντιανεμική στολή σας!».
Ελισάβετ: Γελάω :). Έτσι ακριβώς και σε μας. Υπάρχουν λέξεις που δε μεταφράζονται με μία μόνο λέξη ακριβώς, γιατί δεν έχει υπάρξει η ανάγκη να ενταχθούν αυτά τα αντικείμενα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο στα ελληνικά, στην Ελλάδα. Οπότε αυτό που λέει η Χρύσα σε μας λέγεται dress και τους λέω «βάλτε το ντρες σας». Αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο, το «κουλουράκι» είναι πάντα κουλουράκι, δεν το μεταφράζουμε :).

Πέρα από τη γλώσσα, είναι και η κουλτούρα, η πολιτιστική καταγωγή-κληρονομιά κάθε γονιού. Πώς φέρνει σε επαφή το παιδί με τον πολιτισμό της καταγωγής του; 
Χρύσα: Το παιδί έρχεται μοιραία σε επαφή με τον πολιτισμό και την κουλτούρα του γονιού, γιατί απλά εγώ, που είμαι Ελληνίδα, για παράδειγμα, πολλές φορές ακολουθώ τα ελληνικά έθιμα, μαγειρεύω ελληνικά φαγητά, ακούω ελληνική μουσική στο σπίτι, διαβάζω ελληνικά βιβλία, βλέπω ελληνικές ταινίες και πάει λέγοντας. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας. Επιπλέον, ομάδες και προσπάθειες όπως αυτή του Παιδόκηπου στη Δανία υπάρχουν σε όλες τις χώρες. Θα πρότεινα στους γονείς να ψάξουν αντίστοιχες ομάδες εκεί που μένουν και να πηγαίνουν στις συναντήσεις τους, όχι μόνο για να έρθει το παιδί σε επαφή με τον πολιτισμό τους, αλλά και για να κατανοήσει το παιδί ότι υπάρχουν κι άλλοι που μιλούν ελληνικά στη χώρα που ζουν. Να υπάρξει σε μία ομάδα ανθρώπων με τους οποίους να μπορεί να ταυτιστεί σε επίπεδο γλώσσας και καταγωγής. Να καταλάβει ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί και ότι αυτό είναι όμορφο. Να αγκαλιάσει τη διαφορετικότητά του και να αναπτύξει αυτό που λέμε διαπολιτισμική ικανότητα σε βάθος χρόνου. Να ακούσει ελληνικά, να μιλήσει ελληνικά, να παίξει στα ελληνικά και σε βάθος χρόνου να αγαπήσει τα ελληνικά και να τα επιλέξει συνειδητά χωρίς πίεση, χωρίς υποχρέωση, με φυσικό τρόπο, παίζοντας, μιλώντας στους φίλους του.
Ελισάβετ: Συμφωνώ με όλα τα παραπάνω. Το μόνο που έχω να προσθέσω ίσως, μιας και ο μπαμπάς των παιδιών μου είναι Νορβηγός και πλέον μένουμε Νορβηγία, οπότε το ελληνικό στοιχείο δεν είναι έντονο στο σπίτι μας, είναι η προσπάθεια να αποκτήσουν τα παιδιά δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς με την οικογένεια και φίλους από Ελλάδα. Να αγαπούν εξίσου δηλαδή ανθρώπους κι εκεί, όπως κι εδώ, να νιώθουν σπίτι τους και στις δύο πατρίδες. Νομίζω κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μόνο μέσα από το δέσιμο με ανθρώπους και την αγάπη. Η πανδημία ήταν αρκετά δύσκολη για εμάς σε αυτό το κομμάτι συναισθηματικά, αλλά ελπίζουμε πως από εδώ και πέρα θα είναι καλύτερα τα πράγματα.