Μυθιστόρημα - 12ο Μέρος (12/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το μαύρο μετάξι την τύλιγε σαν την ανάσα ενός αιλουροειδούς που είχε βγει για κυνήγι μέσα στο βράδυ. Όλο της το σώμα ήταν σε επιφυλακή, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, να γίνει ένα πυροτέχνημα που θα ανέβαζε αυτήν, την καρδιά της, το μυαλό της, ό,τι είχε και δεν είχε, ό,τι ήταν και δεν ήταν, στον ουρανό. Αλλά θα ήταν ένας ουρανός που δεν θα τον μοιραζόταν με κανέναν άλλον. Κανέναν άλλον στον κόσμο.
Εκτός από αυτόν.
Θα ήταν ο δικός του ουρανός. Το δικό του στερέωμα. Το δικό του νεφέλωμα.
Θα ήταν όλα δικά του —όλο το αίμα, όλες οι ανάσες, όλος ο χρόνος—, όλα δικά του για πάντα.
Πόσο κρατάει μία στιγμή έκρηξης; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να σβήσει ένα λαμπρό πυροτέχνημα; Μία στιγμή; Μία αιωνιότητα; Μήπως το άθροισμά τους; Και τι σήμαινε αυτό; Το μυαλό της ήταν σαστισμένο, το σώμα της ερεθισμένο, το αίμα της —όλο το αίμα— ένα ποτάμι που κόχλαζε στις υπόγειες σήραγγες του κορμιού της. Ίσως αυτό το δευτερόλεπτο, ή το επόμενο, να μην άντεχε άλλο και να έβγαζε μια λεπτή, πνιχτή κραυγή που θα της ήταν αδύνατον να την κρατήσει άλλο μέσα της, διαλύοντας την πόζα της, σπάζοντας εκείνη τη διαβεβαίωση της σιωπής, καταστρέφοντας την ισορροπία ανάμεσά τους. Την ισορροπία του μοντέλου, και του καλλιτέχνη.
Και στο μεταξύ εκείνος…
Ω Θεέ μου, εκείνος ήταν εκεί, ήταν πάντα εκεί, τόσο κοντά και τόσο μακριά της ταυτόχρονα, μια υπόσχεση έκρηξης, πάθους και τέχνης, ένας άντρας που δεν μπορούσε να διακρίνει καλά μέσα στο σκοτάδι, γιατί ήταν ο ίδιος το σκοτάδι.
Ένιωσε πάλι το μαύρο μετάξι να την τυλίγει με τις σπείρες του, αγκαλιάζοντας το γυμνό της σώμα, ανατριχιάζοντάς την ολόκληρη και σφίγγοντάς τη στις απαλές πτυχές του. Πώς μπορούσε κάτι τόσο αγνό, τόσο ελαφρύ, τόσο αιθέριο, να είναι ταυτόχρονα και ατσάλινο; Πώς μπορούσε να μένει δέσμια της αραχνοΰφαντης πλέξης του, της καμωμένης από ψιθύρους και ανείπωτους, κρυφούς όρκους; Ήταν άραγε σε θέση να ξεφύγει; Τι θα γινόταν αν απλώς τολμούσε να κινήσει το χέρι της, να φουσκώσει το γυμνό της στήθος, να κρατήσει την ανάσα της, να στρέψει ελαφρά τους ώμους; Κυρίως όμως: άραγε ήθελε να το κάνει;
Πάσχισε να καταπιεί το σάλιο της εξακολουθώντας πάντα να έχει στραμμένο το βλέμμα επάνω του, σε εκείνο το σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι, εκμεταλλευόμενη κάθε βοήθεια από το τρεμάμενο φως των μπηγμένων στα μανουάλια κεριών, που ένα αδιόρατο ρεύμα αέρα κινούσε τις φλόγες τους σαν την ανάσα δύο μικρών, φουσκωμένων αγγελικών χειλιών.
Ναι, ήταν εκεί, λίγα βήματα μόλις μακριά της, ντυμένος την πορφυρή ρόμπα του, με τα γυμνά του πόδια να πατούν γερά στο ξύλινο πάτωμα, το χέρι του με τον χρωστήρα να χαϊδεύει άλλοτε απαλά και άλλοτε με τραχύτητα τον καμβά που στηριζόταν στο παμπάλαιο καβαλέτο, με τα μάτια του να πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε αυτήν και στον επεξεργασμένο μουσαμά μπροστά του, που έπαιρνε κομμάτια από την ίδια και τα μετέφερε εκεί, στις σφιχτοδεμένες του ίνες, κλέβοντας την υπόστασή της, διπλασιάζοντάς την και μεταφέροντάς την με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να σκέφτεται, γιατί όποτε τον σκεφτόταν τής κοβόταν η αναπνοή, καθώς εκείνο το πινέλο, και εκείνη η πυρωμένη γκρίζα ματιά, ήταν δυο άγρια χέρια —τα χέρια του— και μια ατίθαση βούληση, που μπροστά τους δεν μπορούσε να κάνει άλλο από το να περιμένει.
Να περιμένει, όμως, τι; Δεν ήξερε να πει. Ήξερε μόνο… να ελπίζει.
Και νά που τώρα τα μάτια του καρφώνονταν πάλι επάνω της, ένα βλέμμα πεινασμένου πάθους και αρχαίας λαχτάρας, και το χέρι του με τον χρωστήρα τεντωνόταν δείχνοντάς την, φτάνοντας ώς αυτήν, μέσα της, μέσα στην ίδια της την καρδιά, ψάχνοντας στο εσωτερικό της, σε πράγματα κρυφά, πράγματα δικά της, πράγματα μυστικά, ρωτώντας την τι ήταν και ποια ήταν, ποια ήταν στ’ αλήθεια, και —Θεέ μου— νά που ήταν αδύνατον να του πει ψέματα, ήταν αδύνατον να πει ψέματα στον εαυτό της, και του ανοιγόταν ολόκληρη, του επέτρεπε να διαρρήξει ακόμη και τις τελευταίες της άμυνες και να του αποκαλυφθεί όπως ήταν, όπως όφειλε να είναι, σε όλο το βάθος τού εγώ της.
Ποια είσαι; της έλεγε. Πες μου. Δείξε μου αυτό που κρύβει η μορφή σου.
Και, ναι, θα του το έλεγε, θα του έλεγε τα πάντα, αρκεί να σταματούσε να τη δείχνει με αυτό το πινέλο, αρκεί να ξεκολλούσε για μια στιγμή το πυρωμένο κάρβουνο των ματιών του από πάνω της, αρκεί να την ελευθέρωνε από την αρπάγη της ματιάς και της βούλησής του.
Αυτή είμαι, του είπε, αυτή. Και είμαι εδώ. Και είμαι δική σου. Νιώσε το αίμα μου. Πάρε την εικόνα μου, δέξου την ψυχή μου — κατάλαβέ με. Δες τι είμαι στ’ αλήθεια, δες την ουσία της ψυχής μου, μάθε πόσο απόλυτα δοσμένη είμαι στο όνειρό σου και πόσο δικό μου είναι επίσης.
Ναι, αυτό ήταν και το δικό της όνειρο, και η δική της αλήθεια, και το δικό της ταξίδι. Και ήθελε να του το πει, να του το δείξει, να του το φωνάξει, μα… μα φοβόταν να το κάνει γιατί τα μάτια του έκαιγαν, και γιατί οι φλόγες των δεκάδων κεριών της αίθουσας τρεμόπαιζαν σαν μεθυσμένες νεράιδες, και γιατί δεν έπρεπε να κινηθεί για να μη γλιστρήσει το μαύρο μετάξι από επάνω της, για να μην κυλήσει σαν αιθέρια μέδουσα στο ξύλινο πάτωμα, αφήνοντάς την απόλυτα γυμνή και απόλυτα τρωτή, και παντοδύναμη μαζί, μπροστά του.
Μπροστά σε εκείνον τον πυρετικό καλλιτέχνη, μπροστά σε εκείνον τον διψασμένο ζωγράφο, μπροστά σε εκείνον τον άντρα με τον χρωστήρα και τον καμβά.
Μπροστά στην καυτή του ανάσα.
Δέκα ημέρες πριν…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μίνα
Η Πράγα το βράδυ ήταν ένα κουβάρι από φώτα και χρώματα λιωμένα στο σκοτάδι, όπως και το μυαλό μου. Καθόμουν μαζεμένη στις πίσω θέσεις του μεγάλου αυτοκινήτου που θα με πήγαινε στο ξενοδοχείο μου, έχοντας γείρει στην πόρτα και με το μάγουλό μου κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου. Φώτα από διαφημιστικές πινακίδες, φώτα από τα σπίτια πέρα μακριά, φώτα από τους ηλεκτρικούς φανοστάτες του δρόμου και, από ένα σημείο και μετά, φώτα από τις βιτρίνες των καταστημάτων και από τα παράθυρα των σπιτιών από πάνω τους, μπερδεμένα όλα μαζί σε μια πολύχρωμη παλέτα με ένα σωρό διαφορετικά μεταξύ τους μπλε, κόκκινα και κίτρινα, που έμοιαζαν να λιώνουν και να χύνονται στην ατμόσφαιρα ζαλίζοντάς με και μισοτυφλώνοντάς με τον χορό τους. Έκλεισα τα μάτια γιατί δεν χρειαζόμουν άλλο πονοκέφαλο. Ήμουν ήδη εντελώς έξω από τα νερά μου με το τζετ-λαγκ της υπερατλαντικής πτήσης από τη Νέα Υόρκη, και ένιωθα όλο το κεφάλι μου να πλέει μέσα σε κάτι που θύμιζε ταυτόχρονα υγρό και αέριο, σαν μέλι που είχε εξαερωθεί.
Αλλά χωρίς τη γλυκύτητά του.
Αναστέναξα και άνοιξα πάλι τα μάτια, γιατί ήθελα να δω την πόλη, ήθελα να συμμετάσχω ολόκληρη σε εκείνη τη νυχτερινή είσοδό μου στη μυστηριακή πρωτεύουσα της Τσεχίας. Έπρεπε να κατανικήσω τον πόνο και τη ζαλάδα μου, και εκείνο το μουντό ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου, που με έκανε να αισθάνομαι αδιάθετη και άκεφη.
Ο οδηγός μου, ένας τριαντάρης της Uber με καστανά ματιά που μοσχοβολούσε ολόκληρος κάτι απροσδιόριστο αλλά ευχάριστο, μια μυρωδιά εσπεριδοειδών ίσως, ήταν εντελώς αμίλητος σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Αμίλητος, και σοβαρός. Είχε διαρκώς τα μάτια του καρφωμένα στον δρόμο, και μόνο πού και πού έριχνε μία ματιά στον ανοιχτό πλοηγό μπροστά του. Προφανώς ήξερε απέξω κι ανακατωτά τη διαδρομή, αλλά συμβουλευόταν την εξελιγμένη εφαρμογή για να ελέγχει την κίνηση στους δρόμους, είτε απλώς για να τονίζει τον επαγγελματισμό του. Μου άρεσε που δεν με κοιτούσε μέσα από το καθρεφτάκι του, ή που δεν επιχειρούσε να μου πιάσει κουβέντα. Οι οδηγοί της Uber το συνήθιζαν αυτό, ήταν σχεδόν πάντα σοβαροί και απόμακροι, μα αυτός εδώ έμοιαζε να νομίζει πως ήταν μόνος του μέσα στο αυτοκίνητο. Αλλά δεν με πείραζε. Ίσα-ίσα. Είναι καλό μερικές φορές να αισθάνεσαι πως κάποιος σέβεται όσο τίποτε άλλο την ατομικότητά σου, τον ιδιωτικό σουχώρο, τον πολύτιμο χρόνο σου. Ήταν κάτι που μπορούσα να το καταλάβω και να το εκτιμήσω. Κάτι ωραίο.
Ανασηκώθηκα λιγάκι και κοίταξα πάλι έξω, τον δρόμο. Είχαμε αφήσει πια τη μεγάλη λεωφόρο, μία περιφερειακή οδό κατά πάσα πιθανότητα, και είχαμε μπει τελείως μέσα στην πόλη, αν και ακόμη απείχαμε αρκετά από το κέντρο της. Το αυτοκίνητο έτρεχε με σταθερή ταχύτητα σε έναν φαρδύ δρόμο που περιστοιχιζόταν από βαριά τετραώροφα κτίρια, σχεδόν όμοια το ένα με το άλλο, λες και έπαιζαν κάποιο παιχνίδι διαφορών και ομοιοτήτων. Λιγότερα από τα μισά παράθυρα ήταν αναμμένα σε κάθε κτίριο, γεγονός που μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει: οι άνθρωποι εδώ κοιμόντουσαν νωρίς — ή νωρίτερα τέλος πάντων από ό,τι στη Νέα Υόρκη, που η ξαφνική ανάμνησή της έκανε το στομάχι μου να πονέσει ελαφρά, σάμπως κάποιος να το τσίμπησε για μισό δευτερόλεπτο με μία βελόνα.
Δεν την είχα πεθυμήσει, και ούτε τη σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου με το αεροπλάνο. Άλλωστε, τις περισσότερες από τις σχεδόν δώδεκα ώρες που κράτησε, κοιμόμουν, και πάντα φορώντας μια μαύρη μάσκα στα μάτια μου. Κοιμόμουν ακόμη και τις τρεις ώρες που φάγαμε περιμένοντας την ανταπόκριση στο γεμάτο κόσμο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, καθώς στάθηκα τυχερή και βρήκα μία άδεια καρέκλα, για να καθίσω ανάμεσα σε δύο υπέρβαρους άντρες που δεν έπαψαν στιγμή να κοιμούνται. Έκανα μόνο μία μικρή βόλτα στα μαγαζιά με τα ρούχα, τα καλλυντικά, τις σοκολάτες και τα κοσμήματα, αλλά χωρίς να έχω πραγματικά όρεξη να δω όλα εκείνα τα υπέροχα και πανάκριβα πράγματα που πουλούσαν — και πόσο μάλλον να μπω στη διαδικασία να αγοράσω κάτι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είχα αρκετά χρήματα για ξόδεμα. Δεν χρειαζόμουν απολύτως τίποτε. Αυτό άλλωστε μαρτυρούσαν και οι μόλις δύο βαλίτσες με ρούχα που είχα πάρει μαζί μου. Μου έφταναν και μου περίσσευαν. Δεν ήθελα τίποτε περισσότερο. Αυτό που λαχταρούσα στ’ αλήθεια ήταν το άκρως αντίθετο: μια ήσυχη και διακριτική ζωή· μια ζωή χωρίς εντάσεις, χωρίς εξόδους, χωρίς υποχρεώσεις, και χωρίς υποχρεωτικά καλά ντυσίματα, μια ζωή κάτω από το ραντάρ αυτού που λέμε κοινωνική ζωή. Θα τα κατάφερνα; Δεν είχα ιδέα. Όμως έπρεπε να το προσπαθήσω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να βρω πάλι τον εαυτό μου και για να βάλω σε μια σειρά όλα εκείνα που στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου και πετάριζαν μέσα στην καρδιά μου. Είχα ανάγκη αυτή την αλλαγή, και ήμουν περήφανη με τον εαυτό μου που τα είχα καταφέρει μέχρι εδώ. Είχα κάνει πράξη ένα απλό καπρίτσιο, μια απόφαση της στιγμής. Ναι, ήμουν στ’ αλήθεια περήφανη.
Ανασηκώθηκα κι άλλο στη θέση μου και τεντώθηκα διακριτικά, για να μη δώσω στόχο στον ήρεμο και συγκεντρωμένο στη δουλειά του οδηγό. Κοίταξα πάλι έξω, και χάθηκα για λίγο σε εκείνο το παιχνίδι του σκοταδιού με τα φώτα, όλα εκείνα τα χρυσά και κόκκινα και πράσινα που έμοιαζαν να χορεύουν στον αέρα, μπροστά στα κουρασμένα μάτια μου. Εδώ και πέντε λεπτά είχε αρχίσει να πέφτει μία αραιή βροχή, και τώρα τα φώτα αντανακλούνταν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο και στα πλακόστρωτα πεζοδρόμια. Ήταν όμορφα, σκέφτηκα. Ναι, όμορφα. Ήσυχα, κάπως μαζεμένα, και όμορφα. Το περιβάλλον φαινόταν ιδανικό, κι ας μην είχα μέχρι τώρα την ευκαιρία να το δω από κοντά. Όμως οι πρώτες εντυπώσεις είναι το παν. Έτσι πιστεύω. Είμαι κάπως όπως οι σκύλοι σε αυτό το θέμα: κάτι, ή κάποιος, μου αρέσει από την πρώτη στιγμή· από την πρώτη ματιά.
Ή το αντίθετο, σκέφτηκα με έναν μικρό σπασμό στο στομάχι μου.
Ή το αντίθετο. Κυρίως το αντίθετο.
Μπορώ να αντιπαθήσω κάποιον την ίδια τη στιγμή που τον βλέπω, λες και, σαν σκυλί, είμαι σε θέση να μυρίσω εκείνο το αδιόρατο άρωμα που αποπνέει. Ένα άρωμα που συνοδεύει τις ορμόνες του καθώς εκείνες ξεγλιστρούν από τους πόρους του σώματός του για να τυλίξουν το επόμενο υποψήφιο θύμα του. Οι άνθρωποι που αντιπαθώ είναι πολλοί, δυστυχώς. Και δεν είμαι με τίποτα σε θέση να το αντιστρέψω όλο αυτό. Η πρώτη μου εντύπωση εγκαθίσταται μέσα μου και μένει εκεί, για πάντα, ό,τι και να συμβεί. Είναι κάτι σαν κατάρα. Αλλά μαζί είναι και κάτι σαν προστασία. Η δική μου προσωπική προστασία — το ξόρκι μου για να αποφεύγω το κακό. Είμαι μαθημένη σε αυτό. Είμαι καλά εκπαιδευμένη, από πολλά χρόνια τώρα. Και χαίρομαι που αυτή η κατάρα με ακολουθεί πιστά, όπου κι αν πάω, με όποιον κι αν βρεθώ. Κι ας ξέρω πως δεν πρόκειται να έρθω ποτέ μα ποτέ έστω και λίγο κοντά σε οποιονδήποτε αισθανθώ πως εκκρίνει έστω και μία σταγόνα μόνο εκείνης της προειδοποιητικής μυρωδιάς, μιας μυρωδιάς που μόνο τα δικά μου ρουθούνια είναι σε θέση να πιάσουν. Ακόμη και αν είναι πανέμορφος. Ακόμη και αν είναι ο πιο ελκυστικός, ο πιο σέξι άντρας του κόσμου. Ακόμη και αν θα ήταν ο μοναδικός άντρας του κόσμου.
Γιατί, ξέχασα να το πω: εκείνοι που εκκρίνουν αυτή την οσμή είναι σχεδόν όλοι τους άντρες. Τόποι, και άντρες.
Ανακάθισα με έναν ελαφρύ αναστεναγμό, παρακολουθώντας τη βροχή να παίζει με τα τζάμια των παραθύρων στα σχεδόν ομοιόμορφα κτίρια που έβλεπα στον δρόμο μας. Ήταν όλα τους όμορφα, όσο μπορούσα να τα διακρίνω, απλά, δωρικά και επιβλητικά με έναν τρόπο που δεν είχα ξανασυναντήσει. Ήταν ίσως εκείνη η ευρωπαϊκή σοβαρότητα που τα τύλιγε, ένα αίσθημα σφιχτών χειλιών που απαιτούσε απόλυτη λειτουργικότητα από καθετί, και που το πασπάλιζε με μια χούφτα καλό, παλιό, αυστηρό γούστο, για να το καταστήσει ταυτόχρονα ελκυστικό και, με κάποιον τρόπο, χαριτωμένο. Ήταν μια παλιά πόλη αυτή, παλιά και γεμάτη αδιάκοπη ιστορία. Μια ιστορία που είχα διαβάσει σε βιβλία και σε άρθρα στο ίντερνετ όσο έκανα τη βιαστική προετοιμασία μου πριν τακτοποιήσω τις λιγοστές μου υποθέσεις πίσω στη Νέα Υόρκη και πριν κλείσω το εισιτήριό μου για εδώ.
Ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ραούλ
Ήθελε να ξεσπάσει κάπου την οργή του, και ήθελε αυτό το κάτι να βρισκόταν μπροστά του τώρα. Και να ήταν κάτι που να ματώνει. Όχι η παλέτα του, όχι το καβαλέτο, όχι ένα κρυστάλλινο ποτήρι, όχι ένα αναλόγιο, όχι ένα ράφι γεμάτο παμπάλαια δερματόδετα βιβλία.
Αλλά κάτι που να ματώνει.
Κάτι που να πονά.
Και να πεθαίνει.
Έσφιξε σε γροθιές τα λερωμένα με μπογιές χέρια του και τα έφερε στους κροτάφους του μουγκρίζοντας. Μουγκρίζοντας σαν ζώο. Ήθελε να νιώσει καλά μέσα του το φυλακισμένο αγρίμι, εκείνο το πλάσμα που δεν το χωρούσε τίποτε, το ανήμερο θηρίο που δεν ήξερε τι σημαίνει φραγμός και απαγορεύσεις. Εκείνο το γήινο κτήνος που υπήρχε μόνο για να πανηγυρίζει την ελευθερία του. Μια ελευθερία απόλυτη όσο απόλυτο είναι το σκοτάδι μέσα σε μια σπηλιά νυχτερίδων, το βράδυ.
Η ράχη του καμπούριασε, και οι μύες της πλάτης του σφίχτηκαν και διογκώθηκαν, ενώ οι φλέβες στον λαιμό του έμοιασαν με σχοινιά που μέσα τους κάτι συστρεφόταν θέλοντας να πεταχτεί έξω και να καλπάσει μακριά. Η μανία του συνεχίστηκε καθώς σηκωνόταν αργά από την πολυθρόνα του, πάντα σκυφτός, πάντα με τις γροθιές στους κροτάφους, και πάντα με τα μακριά, κατάλευκα δόντια του σφιγμένα και τα μάτια του σφαλιστά.
Η φωνή του, σαν υπόγειος καταρράκτης που κάνει το έδαφος να αναριγεί πριν πεταχτεί στη γη αφρισμένος και σε πλήρη λαμπρότητα μέσα από ένα άνοιγμα που ο ίδιος δημιούργησε τρυπώντας τον βράχο, ήταν υπόκωφη και μουντή στην αρχή, ίδια με βοή τρένου που βρισκόταν ακόμη μακριά· μα όσο περνούσαν οι στιγμές γινόταν όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο τρομακτική, όλο και πιο ανατριχιαστική και μεγαλειώδης.
Ούρλιαξε, ναι. Ούρλιαξε τη μοναξιά και την τρέλα του, τη βαθιά του επιθυμία για λύτρωση, τη λαχτάρα του για σάρκα και αίμα.
Τη δίψα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Μίνα
Η άσφαλτος χάθηκε κάποια στιγμή που ήμουν απορροφημένη από τις σκέψεις μου ή χαμένη στο παιχνίδι του σκοταδιού με τις λάμψεις από τα διάσπαρτα φώτα της πόλης. Τώρα, κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου υπήρχε μόνο πλακόστρωτο. Ένα παλιό, μαύρο και χιλιοπερπατημένο πλακόστρωτο, που έδινε τον τόνο σε όλο το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μας. Μου άρεσε και αυτό. Ήταν κάτι που το περίμενα, και κάτι που ήθελα να δω από κοντά. Και να το περπατήσω. Οι μαύροι παμπάλαιοι κυβόλιθοι έδιναν τη θέση τους σε γκριζωπούς και πολύ μικρότερους στα πεζοδρόμια, που έλαμπαν από το νερό της βροχής. Αισθάνθηκα ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά, μια κλειστοφοβική αίσθηση, μα την απέδωσα στην επήρεια του τζετ-λαγκ — αυτό ήταν που έφταιγε για όλα, και ευτυχώς ήταν κάτι απολύτως παροδικό. Μετά από πέντε με έξι ώρες ύπνο στο δωμάτιό μου, θα μου περνούσε και θα μπορούσα να φερθώ και πάλι φυσιολογικά. Όλα θα πήγαιναν καλά, είπα στον εαυτό μου. Όλα θα πήγαιναν τέλεια. Δεν έπρεπε να φοβάμαι. Ήμουν σε μια ξένη πόλη, ήμουν σε μια ευρωπαϊκή πόλη, και ήταν απολύτως φυσιολογικό να αισθάνομαι κάπως παράξενα. Το αντίθετο θα ήταν πολύ πιο ανησυχητικό. Αύριο όλα θα ήταν πολύ-πολύ καλύτερα. Αύριο θα ήταν μια άλλη μέρα.
Αύριο θα ήταν η πρώτη μέρα αυτού του καινούργιου κεφαλαίου της ζωής μου. Ένα κεφάλαιο που θα έγραφα μόνη μου. Ολομόναχη.
Ναι, θα τα κατάφερνα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τα καταφέρω.
Έσφιξα τα χείλη μου. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να τα καταφέρω, γιατί απλούστατα αυτή εδώ ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Δεν θα μου παρουσιαζόταν καμία άλλη. Είχα κάψει τις γέφυρές μου με τη Νέα Υόρκη, και δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσω πίσω.
Ακόμα και αν το ήθελα.
Δεν το ήθελα. Όχι τώρα. Και ίσως όχι ποτέ πια. Έτσι κι αλλιώς, είχα φτάσει στο σημείο να μισώ εκείνη την πόλη. Κι ας μην έφταιγε πραγματικά η ίδια.
Βλέποντας τον δρόμο να στενεύει και τα κτίρια δεξιά και αριστερά να έρχονται σχεδόν επικίνδυνα κοντά το ένα με το άλλο, έφερα και τις δυο μου παλάμες στο στόμα και ξεφύσησα μέσα στα δάχτυλά μου, απολαμβάνοντας εκείνη τη νοτερή ζεστασιά που δημιουργήθηκε αμέσωςμέσα στις χούφτες μου. Ένιωσα μία τρομερή κούραση. Ήθελα να ξαπλώσω κάτω από ένα ελαφρύ και ζεστό πάπλωμα και να μείνω εκεί, μόνη, ασφαλής, μέσα σε απόλυτη ησυχία, πέρα για πέρα σίγουρη πως δεν θα είχα κανέναν δίπλα μου για να με παρακολουθεί και να με κατασκοπεύει, με την πόρτα του δωματίου μου κλειστή και καλά κλειδωμένη και τα παντζούρια σφαλισμένα. Αυτό ήθελα. Για να κοιμηθώ και να ξεκουραστώ. Και μετά… μετά όλα θα πήγαιναν καλά.
Ναι. Θα πήγαιναν καλά. Δεν ήταν δύσκολο. Υπήρχαν απλώς κάποια βήματα που έπρεπε να ακολουθήσω: Έπρεπε να δουλέψω. Και έπρεπε να ξεχάσω. Και έπρεπε να βρω από την αρχή τον εαυτό μου. Την πραγματική Μίνα Χάρκερ.
Εμένα.
«Φτάσαμε».
Τίναξα το κεφάλι μου ακούγοντας τον οδηγό μου να μου απευθύνει τον λόγο. Σχεδόν τρόμαξα στο άκουσμα της φωνής του, και βέβαια εντελώς αναίτια. Εκείνος είχε στραφεί ελαφρά και με κοιτούσε. Ήρεμα, με ένα βλέμμα σχεδόν κενό, σαν να μην υπήρχε μια τρεμάμενη σαν κερί ψυχή πίσω από τα μάτια του. Μα ίσως απλώς να ήταν κουρασμένος κι αυτός από τη δουλειά. Ή ίσως —το πιθανότερο— να έφταιγα εγώ.
«Ευχαριστώ…» ψέλλισα. «Ευχαριστώ».
Και βιάστηκα να ανοίξω την πόρτα μου για να βγω. Μέσα στη βροχή.
Στην αιώνια βροχή της Πράγας.