Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ραούλ
Κρατούσε χαμηλά το κεφάλι της πιέζοντάς το με το χέρι του, όσο με το άλλο τραβούσε κι άλλο προς τη μεριά του τα λαγόνια της. Τα δικά της χέρια ήταν απλωμένα μπροστά, γαντζωμένα από το τραπεζάκι, από όπου είχε ρίξει στο πάτωμα οτιδήποτε υπήρχε μέχρι πριν από λίγο επάνω του. Το στόμα της ήταν ανοιχτό και μικρές και μεγάλες κραυγές εναλλάσσονταν βγαίνοντας από τα χείλη της, ενώ τα κλειστά μάτια της πάλευαν να διακρίνουν μέσα της την εικόνα του, εκείνη που δεν είχε προλάβει να απολαύσει μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα, όλα κι όλα, που διήρκεσε η γνωριμία τους. Ωστόσο δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το πρόσωπο. Είχε εντυπωθεί στο μυαλό της όσο τίποτε άλλο: υπερίσχυε των πάντων. Και δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, σε όλη της τη ζωή.
Aν και αυτός δεν θα ήταν πολύς χρόνος.
Το ήξερε.
Το καταλάβαινε.
Είχε φτάσει σε ένα σημείο από όπου δεν ήθελε πια να φύγει. Βρισκόταν πέρα από την ηδονή, πέρα από τη χώρα της απόλαυσης, βρισκόταν σε μία περιοχή όπου οι αισθήσεις της ήταν ξεγυμνωμένες, και εκείνος ο μυστηριώδης άντρας με τα γκρίζα και χρυσαφιά μάτια και… και με όλα τα άλλα… τις έκανε ό,τι ήθελε — πράγματα αδιανόητα, πράγματα που δεν είχαν περάσει από το μυαλό της μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Πράγματα που δεν ήθελε να ξεχαστούν από το βασανιστήριο της καθημερινότητας, από τη φτώχεια των άλλων της επαφών, των επόμενων εραστών, του φτωχού της αύριο.
Δεν έπρεπε να αφήσει εκείνο τον άντρα.
Κι αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τον κάνει δικό της για πάντα, ήξερε καλά πώς θα μνημείωνε αυτές τις στιγμές, πώς θα τις έκανε να διαρκέσουν ώς την αιωνιότητα.
Θα τις έπαιρνε μαζί της.
Νιώθοντάς τον να χαλαρώνει το σφίξιμο των χεριών του και να τη γυρίζει προς το μέρος του, αισθάνθηκε την πλάτη της να ακουμπά στο τραπεζάκι και τα πόδια της να ανασηκώνονται για να γαντζωθούν από τους δυνατούς ώμους του. Μισάνοιξε τα μάτια για να τον θαυμάσει, μεθυσμένη από την ευδαιμονία της στιγμής και ξέροντας καλά πια πως το σχέδιό της ήταν σοφό και πως ήταν τυχερή που το είχε καταστρώσει. Είδε το πρόσωπό του να έχει σκοτεινιάσει με μία αρνητική λάμψη, κάτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της και που δεν είχε ξαναϋπάρξει, και το στόμα του να έχει μισανοίξει σε μια γκριμάτσα που θύμιζε ταυτόχρονα οργή και ηδυπάθεια — κάτι γυάλιζε εκεί μέσα, και ήθελε να το κάνει κι αυτό δικό της. Ωστόσο εκείνος δεν σταματούσε να μπαίνει μέσα της και να την ελέγχει, να της δίνει αυτό που είχε και που απόψε προοριζόταν γι’ αυτήν, μόνο γι’ αυτήν, και δεν μπόρεσε να σφίξει τους καλά γυμνασμένους κοιλιακούς της, να βάλει δύναμη στα χέρια της και να κουλουριαστεί για να φτάσει το στόμα του και να το δαγκώσει με το δικό της. Μα τότε… τότε εκείνο το στόμα άνοιξε, και ταυτόχρονα έγιναν και άλλα πράγματα, και άλλες αλλαγές, και…
Θεέ μου, ναι, ναι, Θεέ μου σ’ ευχαριστώ σ’ ευχαριστώ, ναι, ναι, είναι αυτό.
Ω Θεέ μου είναι αυτό, επιτέλους.
Και ο Ραούλ ένιωσε πως εκείνη είχε καταλάβει τα πάντα, και είχε δεχτεί τα πάντα, και άνοιξε κι άλλο το στόμα του εξαπολύοντας μια κραυγή, μια πολεμική ιαχή κι ένα βογκητό μαζί, που πλημμύρισαν το παλιό και βαρυφορτωμένο ατελιέ, αντήχησαν στους τοίχους με τα κάδρα και έκαναν κάθε έπιπλο και κάθε αντικείμενο εκεί μέσα να τρεμουλιάσει — ενώ ταυτόχρονα σήκωσε στον αέρα τη μέση της κοπέλας εντείνοντας το σφυροκόπημά του και φτάνοντάς το στα άκρα, βλέποντάς τη να μην αντέχει πια και να λιώνει παραδομένη στο έλεός του.
Στο έλεός του.
Στη μοίρα της, που είχε το δικό του πρόσωπο.
Με μία σειρά τελικών τιναγμάτων που την έκαναν να ουρλιάξει όσο ποτέ πριν, έσκυψε και τη σήκωσε προς το μέρος του σαν να μη ζύγιζε παραπάνω από ένα πούπουλο, αρπάζοντάς την από τη βάση των μαλλιών της στο σβέρκο. Το στόμα της ήταν σχεδόν κολλημένο στο δικό του τώρα, όπως και το τρεμάμενο στήθος της, και τα μάτια της κοιτούσαν θολωμένα τα δικά του αλλαγμένα μάτια, ενώ υγρασία, ιδρώτας και μυστηριακοί χυμοί κυλούσαν στους μηρούς του που στέκονταν ακίνητοι και στητοί από κάτω της.
Όλα είχαν τελειώσει. Και όλα άρχιζαν τώρα, για μια ακόμη φορά. Ήταν η ιερή ώρα της δίψας αυτή, η ιερή και ανίερη συνάμα, το τέλος και η αρχή, το πάντρεμα των τρομερών δοντιών και της απαλής σάρκας —η ώρα του αίματος.
Την ίδια στιγμή που τα μάτια της άνοιγαν και τον έβλεπαν σε όλο του το μεγαλείο με λαχτάρα, αγωνία και κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αγάπη, ο Ραούλ άνοιξε κι άλλο το στόμα του —Κι άλλο, κι άλλο—, αφήνοντας τα μακριά, μυτερά και υπέροχα δόντια του να πανηγυρίσουν τον ερχομό τους στη νύχτα, σκύβοντας άξαφνα πάνω από τον λαιμό της και —Η ανάγκη, η ανάγκη— τρυπώντας την ανυπεράσπιστη σάρκα ψάχνοντας για τη μαγεία της ζωής που κρυβόταν και κυλούσε από κάτω, απατηλά προστατευμένη μέσα στις ευαίσθητες αύλακες των αγγείων της. Οι δύο πελώριοι κοπτήρες πίεσαν, τρύπησαν και βυθίστηκαν στον λαιμό του κοριτσιού, και το αίμα της πετάχτηκε αμέσως με προθυμία μέσα στο στόμα του, πανηγυρίζοντας, σαν να ήταν κάτι που ονειρευόταν από πάντα να το κάνει, καυτό, υπέροχο και γεμάτο ζωή, ζωή, ζωή απ’ αυτή που του έλειπε και που τόσο λαχταρούσε, ζωή κόκκινη και υπέροχη και εκρηκτική και μεθυστική, ζωή πάλλουσα, ζωή αθάνατη και ζωή θεϊκή. Ρούφηξε κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που τα μάγουλά της χλόμιασαν και τα χείλη της άσπρισαν, και μετά ρούφηξε ακόμα λίγο, και άλλο, και άλλο, και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν εκείνη, ξεψυχώντας, του είπε:
«Σ’ ευχαριστώ».
Μόνο τότε σταμάτησε ο Ραούλ, με το στόμα του κόκκινο, με το σώμα του γεμάτο, με την ψυχή της στο λαρύγγι του, με την πείνα του κορεσμένη, με μια πυρκαγιά να μαίνεται στο μυαλό του, και με την καρδιά του κομματιασμένη από τη μοίρα του κι απ’ αυτά που τον ανάγκαζε να κάνει — από όλη αυτή την τρέλα, τη φρίκη, από όλον αυτό τον θάνατο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Μίνα
Επέστρεψα στο δωμάτιό μου, με έναν φόβο στην καρδιά ότι θα το έβλεπα αλλαγμένο, ότι… ότι κάποιος, κάτι, θα είχε έρθει και θα είχε αναστατώσει τα πράγματά μου, θέλοντας να κοιτάξει μέσα στη ζωή μου. Να την παραβιάσει. Ευτυχώς, τίποτε τέτοιο δεν είχε συμβεί. Έκλεισα και κλείδωσα πίσω μου την πόρτα κοιτώντας με μια ματιά τον χώρο, πέταξα τα ρούχα μου από πάνω μου και έτρεξα στο μπάνιο για να κάνω ένα γρήγορο ντους. Το αποζητούσα περισσότερο σαν ένα είδος κάθαρσης από όλα εκείνα τα ζοφερά συναισθήματα που με είχαν καταβάλει. Ενώ το νερό με ξέπλενε έτσι όπως στεκόμουν όρθια μέσα στην μπανιέρα, αναλογιζόμουν πόσο θα πρέπει να ρεζιλεύτηκα σε εκείνους τους δύο αθώους, γλυκούς ανθρώπους στην μπιραρία. Γιατί ο άντρας είχε, πιθανότατα, φερθεί φυσιολογικά. Εγώ ήμουν αυτή που διέστρεψα τα λόγια του, που τα φούσκωσα μέσα μου, που τον είδα σαν ένα τέρας που ήθελε να με βλάψει. Έπρεπε να φυλάγομαι. Να φυλάγομαι από τον εαυτό μου. Και να προστατεύω και τους άλλους από εμένα. Καμιά φορά μπορεί να έριχνα εκείνο το ποτήρι πάνω σε κανένα κεφάλι, και όχι απλά στο πάτωμα…
Ντύθηκα ξανά, έκατσα για λίγο στο τραπέζι με τον υπολογιστή μου σβηστό και έπειτα από λίγα λεπτά ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Δεν μπορούσες να κάνεις και τίποτε άλλο εκεί μέσα. Μόνο να ξαπλώνεις, και να κάθεσαι στην καρέκλα. Αυτά τα δύο. Εναλλάξ. Κρεβάτι-καρέκλα. Καρέκλα-κρεβάτι. Αναστέναξα και σκέφτηκα την πόλη, έξω. Ήταν όμορφη, και ζωντανή, και γεμάτη χιλιάδες καταπληκτικά και μοναδικά πράγματα που μπορούσες να ανακαλύψεις περπατώντας στα δρομάκια της, μπαίνοντας στους ναούς και στα κάστρα της και επισκεπτόμενη ένα από τα άπειρα μαγαζιά της που προσέφεραν φαγητό, μπίρα ή καφέ. Κανονικά, έπρεπε να είμαι έξω. Κανονικά, ένας φυσιολογικός άνθρωπος τώρα θα έβγαζε σέλφι πάνω σε μία λαμπρή γέφυρα ή μπροστά από ένα ιστορικό κτίριο. Όμως εγώ είχα μία ακόμη κρίση και το είχα σκάσει. Είχα κρυφτεί εδώ, στο πιο φτηνό ξενοδοχείο της παλιάς πόλης, τρέμοντας από τον φόβο μου για όσα μπορούσαν να μου συμβούν εκεί έξω, και για όσα συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι μου.
Έπρεπε να το σκάσω — από τις φοβίες μου, δικαιολογημένες και μη, και από την τρέλα που έμοιαζε να έχει εγκατασταθεί στο μυαλό μου. Δεν ήταν κάτι που το είχα επιλέξει η ίδια, δεν ήμουν πάντα έτσι, αλλά δεν θα είχα και καμία δικαιολογία έτσι και εξακολουθούσα να το αφήνω να με επηρεάζει, καταστρέφοντας τις μέρες μου και κάνοντάς με να φαίνομαι σαν τρελή στα μάτια των άλλων. Και σαν τέρας. Τα μάγουλά μου κοκκίνισαν ξανά, καθώς σκεφτόμουν το περιστατικό στην μπιραρία. Δεν είχα καν πληρώσει, είχα φύγει κυνηγημένη από το τίποτε. Ξεφύσησα βαθιά και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν έπρεπε να ξαναφήσω να συμβεί κάτι παρόμοιο, είπα για χιλιοστή φορά μέσα στο μυαλό μου. Και επίσης: έπρεπε να ψάξω για δουλειά. Άμεσα. Τώρα κιόλας. Αν έβρισκα δουλειά, κι αν, επομένως, ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα, όλα αυτά που με τυραννούσαν και με αποπροσανατόλιζαν θα χάνονταν, θα έσβηναν, θα έχαναν τη δύναμή τους και την ικανότητα που είχαν να χώνονται στο μυαλό μου και να με τρελαίνουν. Έπρεπε να βρω δουλειά, ώστε να σκέφτομαι μόνο αυτήν. Μπορούσα να το κάνω. Ο καθένας το μπορούσε, πόσο μάλλον εγώ που είχα πείρα και όρεξη.
Ναι… Όχι εκείνη την ίδια στιγμή βέβαια, αλλά αύριο κιόλας θα πήγαινα να χτυπήσω τις πρώτες πόρτες. Αύριο, ναι.
Χαμογέλασα, χαλαρώνοντας στο κρεβάτι μου. Έκλεισα τα μάτια, πήρα μια βαθιά αναπνοή, την άφησα να βγει αργά-αργά από τα χείλη μου και αφουγκράστηκα.
Έξω, μια δυνατή βροντή που ξεκίνησε απότομα ταρακούνησε όλη την πλάση. Ναι, σκέφτηκα. Θα συνέχιζε να βρέχει στην Πράγα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ραούλ
Κοίταξε το άψυχο σώμα στα πόδια του. Ήταν ακόμη όμορφο, με τον τρόπο του. Το κορίτσι που του είχε παραδοθεί ήταν νέο, γερό, με όλη τη ζωή μπροστά του. Τώρα όμως…
Αναστέναξε βαθιά, κάνοντας τη βαριά ατμόσφαιρα στο ημιφωτισμένο ατελιέ να ανατριχιάσει και να μαζευτεί σε μιαν άκρη. Ο αέρας ήταν ελαφρύς εκεί μέσα, στο βασίλειο της σκόνης. Μα το σώμα του έλαμπε στο μισοσκόταδο. Έλαμπε με έναν τρόπο παράδοξο, βαθύ, παλιό, έναν τρόπο που δεν είχε όμοιό του, και ούτε μπορούσε να αποκτήσει ποτέ. Ήταν το ίδιο το αρχέγονο που τον καταύγαζε, κάτι μακρινό, φερμένο από αλλοτινούς καιρούς, όταν ακόμη στη γη περπατούσαν πλάσματα πέρα από τη φαντασία και την κατανόηση του ανθρώπου. Πλάσματα που ζούσαν ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο.
Τίναξε το κεφάλι του και στράφηκε προς τα πίσω. Φόρεσε με γρήγορες κινήσεις τη βελούδινη ρόμπα του, που κόλλησε πάνω στο νωπό αίμα κάνοντάς τον να δυσφορήσει. Δεν θα την άλλαζε πριν κάνει μπάνιο με ζεστό αρωματισμένο νερό και πριν νιφτεί με έλαια, που θα άπλωνε στο στήθος, στην κοιλιά και στους ώμους. Ωστόσο τώρα ήθελε κάτι άλλο. Τι; Δεν ήταν σίγουρος. Μέσα στο κεφάλι του συγκρούονταν ακόμη οι φωνές του κοριτσιού με τα ουρλιαχτά του τέρατος που είχε προς στιγμήν γίνει… και όλα αυτά μαζί με την πραγματική του δίψα — τη δίψα για ελευθερία.
Δεν μπορούσε να έχει τα πάντα, μα ούτε και το ήθελε. Δεν τον ενδιέφεραν τα πλούτη, ή η εξουσία, ή οτιδήποτε τέτοιο. Θα προτιμούσε να ζει σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος, σε μια καλύβα, αρκεί να είχε…
Ένας οξύς ήχος βγήκε μέσα από τα σφιγμένα του δόντια, σαν σφύριγμα προϊστορικού ερπετού που επιτίθεται στο θύμα του. Αρκεί, αρκεί, αρκεί… Τίποτε δεν αρκούσε. Και τίποτε δεν του ήταν αρκετό. Είχε βαρεθεί αυτά τα άτυχα κορίτσια, είχε βαρεθεί την έπαυλή του, είχε βαρεθεί τα παιχνίδια με τον υποτιθέμενο υπηρέτη του, είχε βαρεθεί την πόλη, και πάνω απ’ όλα είχε βαρεθεί τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αυτή τη ζωή που δεν ήταν ζωή. Την καταριόταν. Τη μισούσε. Και τη μισούσε επειδή ήταν μισερή, ένα τίποτα, ένα πανίσχυρο σπαθί που όμως ήταν στομωμένο και δεν μπορούσε να επιφέρει κανένα τραύμα στον εχθρό. Και ο εχθρός τον περιγελούσε, τον περιγελούσε χρόνια τώρα, και τον έδειχνε με το δάχτυλο…
Σπαθί…
Έσφιξε αποφασιστικά τη ζώνη του και προχώρησε προς την πόρτα του ατελιέ. Στα μισά, κοντοστάθηκε και κοίταξε το καβαλέτο του. Ο μισοαρχινισμένος πίνακας —μια γυναίκα, πιθανότατα— τον κοίταξε χλευάζοντάς τον μέσα από το σκοτάδι. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Δεν του άρεσε, δεν τον ενέπνεε, δεν του έκανε καρδιά να τον συνεχίσει. Έτσι κι αλλιώς, ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε τελικά. Το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο με όλες τις προηγούμενες φορές: μια πελώρια αποτυχία.
Σήκωσε το χέρι του για να σπάσει, να καταστρέψει το καβαλέτο και τον πίνακα, για να τα κάνει μικρά-μικρά κομματάκια, αλλά το μετάνιωσε. Όχι, ας έμενε καλύτερα εκεί για να του θυμίζει ποιος ήταν και τι ήταν — για να του θυμίζει το μέγεθος της αποτυχίας του.
Με ένα ακόμη βαθύ μουγκρητό, βγήκε από την αίθουσα για να πάει στην αίθουσα ασκήσεων. Το σώμα του χρειαζόταν αυτή την εκτόνωση για να λυθεί, για να τον υπακούει όσο γινόταν καλύτερα. Δεν είχε στην πραγματικότητα ανάγκη την άσκηση, αλλά ήθελε να πιστεύει το αντίθετο. Ήταν ένας από τους πολλούς τρόπους που είχε για να ξεγελά τη ζωή και τη μοίρα του. Και σίγουρα δεν ήταν τώρα κατάλληλη η ώρα για να συνεχίσει τη ζωγραφική του, σκέφτηκε με έναν μουντό πόνο στο στομάχι. Μετά. Πολύ μετά. Ίσως αύριο πάλι. Ή μεθαύριο. Ή τον άλλο μήνα.
Προχώρησε στον μακρύ διάδρομο που φωτιζόταν με μικρούς ηλεκτρικούς λαμπτήρες βιδωμένους σε μπρούντζινα φωτιστικά και στους δύο τοίχους, με τα πορτρέτα όλων εκείνων των κυρίων και των κυριών δεξιά και αριστερά του να τον κοιτούν με ένα κράμα αδημονίας, περιφρόνησης και δίψας στο πρόσωπό τους. Σχεδόν τούς άκουγε να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, να λένε γι’ αυτόν, ακόμα-ακόμα και να στοιχηματίζουν. Λίγο τον ένοιαζε. Ας έλεγαν ό,τι ήθελαν. Ας πίστευαν ό,τι ήθελαν. Εκείνοι ήταν εκεί, μέσα στις κορνίζες τους, κι αυτός εδώ — στην Κόλαση που την έλεγαν γη. Και είχε πράγματα στο μυαλό του. Όνειρα. Φιλοδοξίες. Και σχέδια που κάποια στιγμή θα πραγματοποιούνταν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Αρκεί μονάχα να συνέβαινε εκείνο το ένα πράγμα που έπρεπε να συμβεί. Και που το περίμενε με το στόμα ανοιχτό και την καρδιά του ορθάνοιχτη, έτοιμος να κάνει ό,τι επέτασσε το καθήκον του απέναντι στη ζωή — αυτή τη ζωή που είχε: τη μόνη που ήξερε…
Έτοιμος να του δώσει το αίμα του.
* * *
Προς το τέλος του διαδρόμου σταμάτησε και άνοιξε μία δίφυλλη πόρτα. Γυρνώντας έναν διακόπτη, η αίθουσα ασκήσεων φωτίστηκε αχνά από έναν παμπάλαιο πολυέλαιο που κρεμόταν στην οροφή. Στάθηκε κοντά στον τοίχο, έβγαλε τη μουσκεμένη του ρόμπα και έμεινε μόνο με το σαλβάρι του, ξυπόλυτος στο ξύλινο πάτωμα. Ξεκρέμασε ένα γιαπωνέζικο σπαθί από τη θήκη του και στάθηκε στο μέσον της αίθουσας, απέναντι από τους καθρέφτες και τα ξύλινα πολύζυγα ανάμεσά τους. Κοίταξε σε έναν καθρέφτη με το στόμα του σφιγμένο.
Αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία σε αυτό που έβλεπε από όση έπρεπε. Έπιασε και με τα δύο του χέρια τη μακριά λαβή του σπαθιού, εισέπνευσε σταθερά και πήρε στάση άμυνας. Απέναντί του, φαντάστηκε τον πιο θηριώδη, τον πιο θανάσιμο αντίπαλο. Έκανε μία ελαφριά υπόκλιση και απέκρουσε το σκιώδες χτύπημά του, καταφέρνοντάς του αμέσως μετά ένα καθαρό χτύπημα στα πλευρά. Ξεφύσησε αργά και πήρε πάλι την ίδια θέση. Το αίμα και ο ιδρώτας έπαιζαν με τους μυς του, όπως το απογευματινό φως από τις γρίλιες ενός κλειστού για το κοινό μουσείου παίζει πάνω στις γραμμώσεις ενός αρχαίου αγάλματος.
Α, ναι, τα σπαθιά ήταν πάντα μία καλή απάντηση στο σκοτάδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Μίνα
Άνοιξα τα μάτια μέσα στο απόλυτο σκοτάδι με ένα καρδιοχτύπι να δονεί το παγωμένο μου σώμα. Κάτι είχε αλλάξει στο δωμάτιό μου. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τη θέρμανση του χώρου. Και κάτι δεν πήγαινε καλά με τον κόσμο. Προσπάθησα να ανασηκωθώ, αλλά ένα βάρος στο στήθος μου με εμπόδιζε. Ήξερα πως δεν υπήρχε τίποτε εκεί πέρα, πως όλα αυτά ήταν στο κεφάλι μου, πως ζούσα υπό το κράτος μιας ψυχολογικής καταδυνάστευσης, και πως άρα έπρεπε να φανώ δυνατή, πιο δυνατή από όλα αυτά, και να μην ενδώσω — αλλά το μυαλό είναι πιο δυνατό και από το πιο δυνατό σώμα, και η μάχη μεταξύ τους δεν είναι καν αμφίρροπη: πάντα νικάει το μυαλό.
Παρ’ όλα αυτά, σαν να με λυπήθηκε, ο τρόμος που με είχε φυλακίσει φάνηκε σιγά-σιγά να υποχωρεί, ή μάλλον να αλλάζει, να μεταλλάσσεται… κι εκεί που πριν μπορούσα σχεδόν να δω έναν δαίμονα να στρογγυλοκάθεται στο στέρνο μου, τώρα ένιωσα κάτι που δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από πέντε ακροδάχτυλα που σέρνονταν αργά, υπνωτιστικά, πάνω στα πλευρά μου, και από εκεί στο στήθος μου — αέρινα ακροδάχτυλα, φτιαγμένα από αιθέρα, δύναμη, τόλμη και μετάξι. Το χάδι τους συνεχίστηκε για ώρα, ή για λεπτά, ή απλώς για μερικές ακόμη στιγμές —δεν ήξερα να πω—, όμως για εμένα κράτησε όσο μια αιωνιότητα. Ήμουν εκεί, στο κρεβάτι μου, κι εκείνο το χέρι του ευγενικού και επίμονου εραστή μου εξερευνούσε το σώμα μου με υπομονή και γνώση, με κάτι σαν αυθάδικη επιμέλεια, ίδιο με ενός έμπειρου άντρα που όμως ήταν και κάπως παιδί. Άντρας, παιδί… άντρας, παιδί… ένας άχρονος εραστής χωρίς σώμα, ένας εραστής πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά με τη δυνατότητα να μου προκαλεί πράγματα που δεν μπορούσα να αμφισβητήσω. Πράγματα που συνέβαιναν εκεί, μπροστά μου, επάνω μου.
Η αναπνοή μου είχε επιταχυνθεί από ώρα, ενώ είχα πια γείρει το κεφάλι μου προς τα πίσω, αφήνοντας εκείνα τα δάχτυλα να κάνουν αυτό που ήξεραν κι αυτό που ήθελαννα κάνουν, αλλά χωρίς να έχω το μυαλό μου στην αδιαμφισβήτητη προκλητική του αναίδεια, σε εκείνη τη φαινομενικά θρασύτατη τόλμη, γιατί… γιατί είχα την παράδοξη πεποίθηση ότι τον είχα προσκαλέσει. Δεν μπορούσα να το υποστηρίξω αυτό, δεν δικαιολογούνταν από ό,τι συνέβαινε, όμως το πίστευα βαθιά μέσα, όπως εξίσου βαθιά μέσα μου άρχισα πια να νιώθω κι εκείνα τα δάχτυλα — ή… ή μήπως ήταν το άλλο του χέρι αυτό;
Ναι, ήταν πράγματι το άλλο του χέρι, και νά που σιγά-σιγά γινόταν πιο προκλητικός, πιο ευθύς, πιο σίγουρος για τον εαυτό του, και πιο ολόκληρος. Ολόκληρος εδώ, για μένα, για να με κάνει να ξεχάσω όσα είχαν γραφτεί μέσα στην ψυχή μου, όσα με κρατούσαν πίσω και όσα με έκαναν να θέλω να τα παρατήσω όλα και να… να…
Όχι, δεν θα παρατούσα τίποτα, δεν θα υποχωρούσα, δεν θα άφηνα το παρελθόν να με διαφεντεύει σαν να ήμουν κάποια άβουλη ηρωίδα ενός παλιού βιβλίου δεύτερης διαλογής. Θα αντιστεκόμουν και θα διεκδικούσα όλα όσα μού χρωστούσε η ζωή.
Και κάτι περισσότερο από αυτό.
Η σκέψη γεννήθηκε μέσα μου σαν καυτός ψίθυρος στο αυτί μου από εκείνο τον επίμονο αόρατο εραστή, που τώρα ήταν όλος επάνω μου και γύρω μου και παντού, ξέροντας καλά και ακριβώς πού να πιάσει, πού να πιέσει, πού να χαϊδέψει, και πόσο.
Και κάτι περισσότερο από αυτό. Κάτι πολύ περισσότερο.
Ναι, ναι, κάτι πολύ περισσότερο από όσα δικαιούμουν. Και ακόμη: ήθελα εκδίκηση. Ήθελα να πάρω το αίμα μου πίσω.
Ναι, μου είπε εκείνος σ’ αυτή τη σκέψη. Ναι. Το αίμα.
Το αίμα σου πίσω.
Το αίμα.
Και τα δάχτυλά του έπαιξαν μαζί μου ενώ τα χείλη του πίεζαν ταυτόχρονα τα δικά μου, κι εκείνη η πρόστυχη γλώσσα χώθηκε ολόκληρη μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς με με μια γλύκα και μια ένταση τόση, που μούδιασα ολόκληρη καθώς κύματα ολόκληρα από κάτι που έμοιαζε ηλεκτρική παλίρροια ανασήκωσαν τη μέση μου και τους μηρούς μου πάνω στο μικρό, στενό μου κρεβάτι κάνοντάς με να βγάλω ένα μακρόσυρτο βογκητό που μέσα του, βαθιά μέσα του, έκρυβε το όνομά του.
Το πραγματικό του όνομα.
Το ήξερα. Το έβλεπα. Το άκουγα. Το ένιωθα σε όλο μου το ανατριχιασμένο δέρμα καθώς έπεφτα πίσω στο στρώμα, με τα χέρια μου να στρίβουν τα μαξιλάρια και τα δάχτυλά των ποδιών μου να τσιτώνουν το κεντημένο πάπλωμα.
Το όνομά του. Το μυστικό όνομα του εραστή μου.