Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 10ο
Σχεσεις

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 10ο

Μυθιστόρημα - 10ο Μέρος (10/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24

Βγαίνοντας στη ρεσεψιόν, έπιασα πάλι το κινητό μου για να δω την ώρα. Δεν πρόλαβα.

«Καλησπέρα σας».

Ο νεαρός ρεσεψιονίστ μού έκλεινε τον δρόμο. Ή έτσι κατάλαβα από τη στάση του.

«Καλησπέρα», είπε και έκανα να φύγω.

«Τα ρούχα σας», μου είπε με τη σειρά του.

«Παρακαλώ;»

«Τα ρούχα σας», επανέλαβε. Ένα αδιόρατο χαμόγελο στριφογύριζε σαν μυγάκι πάνω στα χείλη του. «Το ξενοδοχείο μας έχει υπηρεσία καθαρίσματος. Και σιδερώματος».

«Α, μάλιστα», έκανα. «Δεν το ήξερα. Ευχαριστώ πολύ. Και καλό σας βράδυ».

«Θα φύγετε», μου είπε.

Ξεφύσησα αγανακτισμένη, περισσότερο από όσο θα ήθελα ή και όσο θα έπρεπε.

«Μάλιστα», του απάντησα. «Θέλετε κάτι;»

«Μήπως να μου δίνατε τα ρούχα σας», επέμεινε εκείνος. «Για καθάρισμα και σιδέρωμα».

Προσπάθησα να ηρεμήσω την αναπνοή μου, που ξαφνικά είχε γίνει ακανόνιστη και γρήγορη. Ένιωθα πως αργούσα, πως με καθυστερούσε, πως όλο αυτό καταντούσε πια κωμικό.

«Εντάξει», είπα τελικά. «Θα σας τα δώσω όλα. Αλλά αύριο, εντάξει;»

«Αύριο;»

«Ναι, αύριο. Και τώρα επιτρέψτε μου, πρέπει να φύγω».

«Δεν θα είμαι εδώ αύριο. Εσείς; Θα είστε;»

«Ω, σας παρακαλώ, πρέπει να φύγω».

Σχεδόν μού ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Ο άνθρωπος ήταν τρελός. Παράξενος όσο και το ξενοδοχείο του. Έκανα μεταβολή και έτρεξα έξω. Εκεί όλα θα ήταν καλύτερα. Έπρεπε να είναι. Αυτός ο κόσμος παραήταν άβολος για μένα. Δεν τον ήθελα. Ήθελα κάτι άλλο. Και πρώτα-πρώτα: ελευθερία — ελευθερία και σεβασμό.

Δεν ήταν πολλά. Αλλά θα τα απαιτούσα από δω και στο εξής, με όλες μου τις δυνάμεις.

* * *

Κοίταξα επιτέλους το κινητό μου καθώς στεκόμουν στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, με τη βροχή να πέφτει στους ώμους και στα μαλλιά μου λες και ήθελε να με πνίξει, σαν να με σημάδευε από ψηλά, με κακία. Είδα την ώρα τη στιγμή που η οθόνη του τηλεφώνου μου έσβηνε. Θεέ μου, είχα ξεχάσει να το φορτίσω. Και τώρα;

Τουλάχιστον είχα προλάβει να δω ότι ήταν έντεκα το βράδυ ακριβώς. Θα έρθουν να σε πάρουν στις έντεκα, έλεγε το μήνυμα. Να είσαι έτοιμη.

Ε λοιπόν, ήμουν. Ήμουν έτοιμη, και ήμουν εδώ, ακριβώς την ώρα του ραντεβού μου. Ο ανόητος νεαρός στη ρεσεψιόν είχε καταφέρει να με αποσυντονίσει, αλλά όχι να με κάνει να καθυστερήσω. Ήμουν εδώ, και περίμενα τον νέο μου εργοδότη —ποτέ μου δεν θα έλεγα «πελάτη»— να έρθει να με πάρει με το αυτοκίνητό του για να με πάει στο σπίτι του. Στο ατελιέ του. Αν αργούσε λίγο ακόμα, απλούστατα θα με έβρισκε πνιγμένη. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, άρρωστη.

Μα όμως πού ήταν; Πού;…

Ένα αυτοκίνητο, μεγάλο, μαύρο, παλιό και απροσδιόριστης μάρκας, έστριψε επιβλητικό από τη γωνία σαν γόνδολα και φώτισε με τους προβολείς του το σκοτάδι, κάνοντας τη βροχή να μοιάζει με κινηματογραφικό εφέ. Μια ανατριχίλα διέτρεξε την πλάτη μου, λες και ένα χέλι είχε χωθεί κάτω από τα ρούχα μου ζητώντας διαφυγή. Άπλωσα αμήχανα το χέρι μου για να κάνω νόημα στον οδηγό, θέλοντας ταυτόχρονα να κλάψω. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία έτσι βρεγμένη που ήμουν.

Το κατάμαυρο αυτοκίνητο σταμάτησε απαλά μπροστά μου χωρίς, ευτυχώς, να με καταβρέξει. Ο οδηγός του άνοιξε την πόρτα του και, προχωρώντας στη βροχή, ήρθε προς το μέρος μου αφού έκανε τον γύρο του οχήματός του. Φορούσε ένα μακρύ σκούρο αδιάβροχο και ένα πλατύγυρο μουσαμαδένιο καπέλο που του κατέβαινε μέχρι τα μάτια. Στα χέρια του, κρατούσε μία κλειστή ομπρέλα. Ήταν κάπως ειρωνικό, καθώς ήταν πια αργά για οποιαδήποτε προστασία από τη βροχή, αλλά δέχτηκα με συγκίνηση εκείνη την ανώφελη πράξη ευγενικού, ή μάλλον τυπολατρικού, καλωσορίσματος. Την κράτησε πάνω από το κεφάλι μου χωρίς να πει λέξη, και μου άνοιξε την πίσω πόρτα για να μπω μέσα. Βιάστηκα να υπακούσω, αν και προς στιγμήν μισάνοιξα το στόμα μου για να τον χαιρετήσω. Δεν το έκανα τελικά. Ούτε και εκείνος είπε κάτι.

Έκατσα στη δερμάτινη θέση τρέμοντας, όχι από το κρύο αλλά από εκείνη την άθλια αίσθηση που σου προκαλεί ένα βρεγμένο ρούχο. Κι εγώ δεν είχα μόνο ένα βρεγμένο ρούχο. Ήμουν ολόκληρη βουτηγμένη στη βροχή.

Ο οδηγός,με ένα βαθύ συνοφρύωμα που φαινόταν ανεξίτηλα χαραγμένο στην όψη του, ξαναγύρισε στη θέση του κρατώντας την κλειστή πια ομπρέλα του, έκλεισε με έναν ελαφρύ ήχο την πόρτα του, έβαλε μπρος, και ξεκινήσαμε. Δεν είπε κουβέντα, ούτε και τώρα. Αντίθετα, η βροχή συνέχιζε να μιλάει με τον τρόπο της, χτυπώντας πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου και πάνω στο καπό, και κυλώντας σε ρυάκια πάνω στα τζάμια. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν πυρετωδώς, με έναν εκνευριστικό θόρυβο, στο παρμπρίζ, αλλά δεν φαινόταν πως μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα. Κυριολεκτικά, είχαν ανοίξει οι ουρανοί.

Σύντομα αφήσαμε πίσω μας τη Μάλα Στράνα και μπήκαμε σε έναν μεγαλύτερο δρόμο. Είχα ξεχάσει τα ονόματα των οδών, αλλά και οι εικόνες που μισοέβλεπα μέσα από το παράθυρό μου δεν μου έλεγαν απολύτως τίποτε. Η πυκνή, καταρρακτώδης βροχή άλλαζε το τοπίο, το παραμόρφωνε, το μετέτρεπε σε μία αλληλουχία εικόνων φερμένων, λες, από αλλού. Μαζεύτηκα στη γωνιά μου βλέποντας πάντα έξω, το διαρκές παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι και τις υγρές σκιές. Η Πράγα έμοιαζε —και ήταν— εξωπραγματική εκεί έξω, μια πνιγμένη στα φαντάσματά της πόλη. Κι εγώ… εγώ όδευα προς τη μοίρα μου. Όποια κι αν ήταν αυτή.

Καθώς βγήκαμε στην περιφερειακή λεωφόρο, σκέφτηκα να μιλήσω στον οδηγό μου. Αλλά η άκαμπτη στάση του, λες και ήταν ρομπότ ή κάτι ακόμη χειρότερο, ακόμη πιο άψυχο, με έκανε να αναθεωρήσω. Αν δεν ήθελε να μου απευθύνει εκείνος ούτε μισή κουβέντα, δεν θα το έκανα ούτε εγώ. Ίσως έτσι να γίνονταν αυτές οι δουλειές, ποιος να ξέρει;

Αναστέναξα και κόλλησα το βρεγμένο μάγουλό μου στο τζάμι. Δεν ήταν κρύο, και αυτό κάπως με παρηγόρησε. Οι ρευστές, ζικζακωτές αστραπές έξω —προβολείς αυτοκινήτων, φωτισμένες διαφημιστικές πινακίδες, ταμπέλες ξενοδοχείων και εστιατορίων που του κάκου προσπαθούσαν να προσελκύσουν πελάτες— χόρευαν με έναν υπνωτιστικό ρυθμό μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που, από τη μια στιγμή στην άλλη, έσβησαν κι αυτές, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Πλέον, κινούμασταν σε έναν πολύ μικρότερο, και έντονα ανηφορικό, δρόμο, απολύτως σκοτεινό, που χαρασσόταν μπροστά μας την ίδια στιγμή που τον ανεβαίναμε. Δεν είχα καταλάβει πότε στρίψαμε και προς ποια κατεύθυνση, ανατολικά ή δυτικά ή βόρεια. Μα δεν είχε και κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ο αμίλητος και τυπικότατος οδηγός μου ήξερε, και αυτό ήταν φανερό και μου αρκούσε για την ώρα.

Η ανάβασή μας κράτησε κάπου δέκα λεπτά, μολονότι δεν μπορούσα να είμαι απολύτως σίγουρη. Το τηλέφωνό μου ήταν νεκρό, και ο χρόνος γύρω μου και μέσα μου κυλούσε με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο, σαν να τον μετρούσε μία κλεψύδρα γεμάτη παχύρρευστο μέλι αντί για άμμο. Όμως ξαφνικά κόψαμε κι άλλο ταχύτητα, χωθήκαμε σε ένα στενό, έναν χωματόδρομο που είχε γεμίσει λάσπη περιστοιχισμένο από ψηλά, πυκνοφυτεμένα δέντρα, λες και είχαμε μπει σε σήραγγα. Όλα έγιναν ακόμη πιο μαύρα κι από μαύρα, και άρχισα να φοβάμαι πως δεν θα έφταναν πια οι προβολείς του παλιού αυτοκινήτου για να μας δείξουν τον δρόμο. Τέντωσα το κεφάλι μου για να δω μπροστά, και στ’ αλήθεια δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω το παραμικρό. Τα δέντρα μάς περιστοίχιζαν από παντού, λες και κινούμασταν μέσα σε μία υγρή ζούγκλα. Μέχρι που, εντελώς ξαφνικά, σταματήσαμε τελείως.

Στένεψα τα μάτια και ξανατέντωσα τον λαιμό μου, την ώρα που ο αμίλητος οδηγός άνοιγε την πόρτα του και έβγαινε έξω μέσα στο σκοτάδι, παίρνοντας και πάλι την ομπρέλα του. Γύρισα ξανά προς τα μπροστά και διαπίστωσα πως βρισκόμασταν μπροστά από μία ψηλή πύλη. Ήταν μια μάντρα εκεί, ένας φράκτης — ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα που περιέβαλλε, πιθανότατα, μία ιδιοκτησία. Ο οδηγός ξεκλείδωσε την πόρτα και την έσπρωξε προς τα μέσα, πρώτα το ένα και μετά το άλλο της φύλλο. Έπειτα μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο και μας πέρασε από την άλλη πλευρά. Επανέλαβε ανάστροφα την ίδια διαδικασία, και έτσι βρέθηκα, από τη μία στιγμή στην άλλη, στο εσωτερικό μιας άγνωστης έκτασης, με την πύλη που φυλούσε το μέρος κλειδωμένη, στην κορυφή ενός υψώματος κάπου έξω από την Πράγα, και όλο αυτό νύχτα και με αδιάκοπη βροχή — και με το παραμικρό φως κάπου εκεί έξω, που να μου δίνει ένα κάποιο σημείο για να πιαστώ· που να μου προσφέρει μια, τόση δα έστω, παρηγοριά.

Ήμουν… μόνη. Μόνη σε ένα μέρος που δεν το ήξερα και που δεν θα μπορούσα να το βρω ξανά, όσο και να έψαχνα. Μακριά από οποιονδήποτε και από οτιδήποτε. Χωρίς κινητό. Χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Χωρίς τίποτε. Και χωρίς καν έναν νόμιμο, γνωστό σε κάποια υπηρεσία, επαγγελματικό λόγο για να βρίσκομαι εκεί όπου βρισκόμουν. Χωρίς υπερβολή, αν ο οδηγός μου με σκότωνε και με έθαβε κάπου εκεί έξω, στο λασπωμένο χώμα της αυλής, δεν θα με έβρισκαν ποτέ. Αν με έψαχναν κιόλας…

Θυμήθηκα την Πολέτ. Από όλο τον κόσμο, ήταν η μόνη που ήξερε πού βρισκόμουν. Ή μάλλον, ήξερε τον άνθρωπο με τον οποίο θα συναντιόμουν σε λίγο. Αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη πως ήξερε και τον τόπο της συνάντησής μας. Ίσως να μιλούσε απλώς τηλεφωνικά με τον άγνωστο καλλιτέχνη, εκείνο τον ιδιότροπο ζωγράφο, τον Ραούλ Τσαντ, και η ίδια να μην είχε επισκεφτεί ποτέ της το μέρος. Ίσως απλώς να του έστελνε τα μοντέλα της. Δεν μου το είχε ξεκαθαρίσει αυτό. Και ασφαλώς, σε κάθε περίπτωση, δεν έπρεπε να ελπίζω πως η όμορφη Πολέτ με τα σμαραγδένια μάτια θα με «έσωζε» έτσι και μου συνέβαινε κάτι. Γιατί, ακόμη και να ήξερε πού με είχαν οδηγήσει, όσο θα ήμουν εδώ θα ήμουν στο έλεός τους. Στο έλεος του καλλιτέχνη, και του αμίλητου υπηρέτη του…

Ο οδηγός μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο, κάνοντάς με να μαζευτώ ξανά πίσω στη θέση μου, και οδήγησε για κάπου πενήντα με εξήντα μέτρα ακόμη. Ήταν μία ευθεία διαδρομή, που την κάναμε μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, και με τη βροχή να εξακολουθεί βέβαια να πέφτει πυκνή. Όταν σταματήσαμε, βγήκε για ακόμη μία φορά έξω, έκανε τον κύκλο του αυτοκινήτου, ήρθε από τη μεριά μου και μου άνοιξε την πόρτα.

Μάλιστα. Αυτό ήτανε λοιπόν. Είχαμε φτάσει. Και πλέον ήταν όλα — ή τίποτα.

Ευχόμενη να πάνε τα πράγματα κατ’ ευχήν, και να μην επιβεβαιώνονταν οι αστήρικτοι, αν και δικαιολογημένοι, φόβοι μου, βγήκα από το αυτοκίνητο και στάθηκα κάτω από την ανοιχτή ομπρέλα του οδηγού. Κάναμε μερικά βήματα πάνω σε ένα πέτρινο έδαφος, και αμέσως μετά βρεθήκαμε μπροστά σε μία σειρά από πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ήταν εννιά ή δέκα, από όσο μπορούσα να διακρίνω. Και στο τέλος τους ξεκινούσε το κυρίως σπίτι. Ξεροκατάπια με τρόμο και αγωνία και έκανα να ανεβώ το πρώτο. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που διάλεξε μία αστραπή να φωτίσει το σκοτεινό στερέωμα, προσφέροντάς μου μία γρήγορη αλλά ικανή για να μετριάσει την περιέργειά μου εικόνα.

Περιστοιχισμένη από δύο πανύψηλα, γέρικα κυπαρίσσια, η διώροφη έπαυλη, ψηλή, με μία τριγωνική κεντρική στέγη και μία επίπεδη και πολύ πιο φαρδιά από πίσω της, που συνοδευόταν από δύο μυτερά αετώματα στις δύο μπροστινές γωνίες, υψωνόταν περί τα δεκαπέντε μέτρα πάνω από το έδαφος, ξύλινη, με τέσσερα σκοτεινά παράθυρα στον επάνω όροφο, και με ένα μεγάλο υπόστεγο από κάτω τους, που προστάτευε την κεντρική είσοδο με τα δύο επιπλέον στενά παράθυρα που την περιέβαλλαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των τοίχων της ήταν καλυμμένο από πάνω ώς κάτω με πυκνόφυλλο αναρριχητικό κισσό. Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τέτοιο — κάτι τόσο έντονα πνιγμένο από μια προσπάθεια για ζωή.

Η εικόνα του απομονωμένου σπιτιού που τύλιγε ο κισσός έμεινε καρφωμένη, σφραγισμένη σάμπως με πυρωμένη σφραγίδα στα μάτια μου και αναβόσβηνε εκεί για ώρα, ακόμη και όταν τα έκλεισα μισοτυφλωμένη από την ασημένια αστραπή. Η αναπνοή μου πιάστηκε για λίγες στιγμές στο στήθος μου, και δεν επανήλθε παρά μονάχα όταν το κατρακύλισμα του κεραυνού απλώθηκε στον ουρανό, σαν μία σειρά από εκρήξεις που έφταναν ταχύτατα προς το μέρος μας.

Βιάστηκα να ακολουθήσω τον οδηγό, που προπορευόταν ήδη από εμένα κατά δύο σκαλοπάτια κρατώντας το χέρι του τεντωμένο για να με προστατεύσει με την ομπρέλα του από τη βροχή. Πράγμα βέβαια που δεν είχε και πολύ μεγάλη αξία, καθώς ήμουν ήδη μουσκεμένη ώς το κόκαλο. Φτάσαμε στην πόρτα, και βρεθήκαμε επιτέλους κάτω από το υπόστεγο. Ο οδηγός έκλεισε με αργές κινήσεις την ομπρέλα του, λες και όφειλε να ακολουθήσει μία σειρά από συγκεκριμένες κινήσεις και ενέργειες, γιατί αλλιώς θα υπέπιπτε σε κάποιου είδους αμάρτημα. Τη στήριξε στον τοίχο, έβγαλε μία αρμαθιά κλειδιά από μια τσέπη, διάλεξε ένα από αυτά, και ξεκλείδωσε τη βαριά εξώπορτα.

Που άνοιξε επιτέλους. Μπορούσα πια να μπω στην έπαυλη, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Είχα φτάσει στο τέλος μιας διαδρομής — ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.

Το χολ του μεγάλου σπιτιού, που άρχιζε από την εξώπορτα και τελείωνε περί τα πέντε μέτρα μετά σε μία διπλή πόρτα με θαμπά τζάμια, δεν ήταν χολ, αλλά ένας ευρύχωρος χώρος, σαφώς πολύ μεγαλύτερος, όχι μόνο από το δωματιάκι μου στη Μάλα Στράνα, αλλά και από το σπίτι που νοίκιαζα στη Νέα Υόρκη. Λιτός, με ένα-δυο μικρά έπιπλα όλα κι όλα δεξιά και αριστερά, μα ευτυχώς φωτισμένος από μία κίτρινη λάμπα σε ένα γυμνό κατά τα άλλα λαμπατέρ που στεκόταν, σαν ταπεινός υπηρέτης, πάνω σε ένα τραπεζάκι υποδοχής, δίπλα σε μία παλιά μαύρη τηλεφωνική συσκευή. Στα δεξιά άρχιζε η στριφογυριστή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο, ντυμένη με έναν φθαρμένο κόκκινο διάδρομο και ορατή μόνο μέχρι το σημείο στο οποίο έστριβε, ενώ ένα μεγάλο σαλόνι ανοιγόταν αμέσως μετά τη διπλή πόρτα, με ένα τζάκι να καίει στο μέσον του, ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο. Αποφεύγοντας να πάρω εντολές από τον οδηγό μου, προχώρησα διστακτικά προς τα εκεί, με την ελπίδα πως θα έβλεπα κάπου τον καλλιτέχνη για τον οποίο είχα έρθει μέχρι εδώ. Δεν φαινόταν πουθενά, ωστόσο μπόρεσα να δω όλα τα εντυπωσιακά υπόλοιπα πράγματα που υπήρχαν εκεί. Τους καναπέδες, τις πολυθρόνες, τα βαριά έπιπλα και τα παμπάλαια χαλιά στο πάτωμα, τα έργα τέχνης, τα ρολόγια και τα κυνηγετικά τρόπαια στους τοίχους, τα δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, μικροαντικείμενα που δεν έλειπαν από πουθενά, που γέμιζαν την επιφάνεια κάθε επίπλου και κάθε ραφιού, όπως βέβαια και το γείσο του τζακιού, όπου δέσποζε, κρεμασμένος από πάνω του, στην καμινάδα, ένας μεγάλος πίνακας, ένας πίνακας με βαριά κορνίζα που όμως δεν απεικόνιζε κάτι — δεν ήταν παρά ένα θολό τοπίο γκρίζου, μια νεφελώδης επιφάνεια μέσα από την οποία αχνοφαινόταν η αγωνιώδης προσπάθεια κάποιας φασματικής μορφής να αναδυθεί.

Το τζάκι… Το αναμμένο τζάκι.

Πλησίασα προς τα εκεί για να με ζεστάνει και, ίσως, για να με στεγνώσει λιγάκι. Τα ρούχα μου κολλούσαν επάνω μου, και ειδικά εκείνη η πλεχτή ζακέτα που είχα την απρονοησία να φορέσω, ενώ και τα μαλλιά μου ακόμη έσταζαν, παρά το ταξίδι μας μέχρι εδώ με το αυτοκίνητο, που είχε κρατήσει κάπου μισή ώρα, αν μπορούσα να υπολογίσω καλά. Αναλογίστηκα πως ήμουν σε μάλλον αξιοθρήνητη κατάσταση και αισθάνθηκα τους νυγμούς μιας μικρής ντροπής και ένα κοκκίνισμα στα μάγουλα. Ευτυχώς, ο φωτισμός ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, και δεν υπήρχε περίπτωση να φανεί από τον…

Στράφηκα για να δω τον οδηγό, μα ήταν άφαντος. Παραξενεύτηκα. Μπορεί να μη μου είχε απευθύνει ούτε μία φορά τον λόγο μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά το γεγονός ότι με άφηνε εκεί, μόνη, χωρίς να μου πει το παραμικρό, μάλλον ξεπερνούσε ακόμη και τα δικά του στάνταρ κυνικής και αποστασιοποιημένης ευγένειας. Τουλάχιστον η σιωπηλή έξοδός του δεν μπορούσε παρά να σημαίνει ένα πράγμα: θα πήγαινε να ενημερώσει το αφεντικό του ότι το μοντέλο είχε φτάσει.

Το μοντέλο ήμουν εγώ…

Αναστέναξα και συνέχισα να κοιτάζω γύρω μου, προσπαθώντας να ξεκολλήσω το μυαλό μου από τον φόβο που με είχε κυριεύσει προηγουμένως, και από την αίσθηση του πόσο ακατάλληλη ήμουν για τη δουλειά που είχα έρθει να κάνω.

Ο χώρος δεν φωτιζόταν έντονα, κάτι βέβαια που δεν θα του ταίριαζε καθόλου, αλλά εδώ κι εκεί υπήρχαν μερικά πορτατίφ-αντίκες, απλίκες και φωτιστικά δαπέδου με μεγάλα καπέλα που έριχναν ένα απαλό, θολό φως γύρω τους, καταφέρνοντας ίσα-ίσα να κρύψουν τις τεράστιες ποσότητες σκόνης που κάθονταν επάνω σε οτιδήποτε μπορούσε να πιάσει σκόνη. Συνολικά, το τεράστιο δωμάτιο έμοιαζε με μοντέρνα σπηλιά, αν το καλοσκεφτόσουν. Και τα φωτιστικά εκείνα δεν ήταν παρά σύγχρονοι πυρσοί, μπηγμένοι σε ρωγμές του τοίχου.

Σύγχρονοι; Όχι και τόσο. Τα πάντα εκεί μέσα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, από το πιο ευτελές διακοσμητικό μέχρι τους ίδιους τούς ξύλινους τοίχους με την ξεθωριασμένη ταπετσαρία, ήταν φερμένα από μια άλλη εποχή, μισό ή και έναν αιώνα παλαιότερη από την τρέχουσα. Το σπίτι ήταν ολόκληρο τόσο παλιό, που έκανε τον χρόνο να βαραίνει επάνω σου. Ήταν ένα είδος χρονομηχανής, αν το καλοσκεφτόσουν.

Έκανα δυο βήματα στα δεξιά μου προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο και έκατσα προσεκτικά σε μία χαμηλή πολυθρόνα χωρίς μπράτσα, που βρισκόταν κοντά στο τζάκι. Η ζέστη από τα ξύλα που καίγονταν λίγο πιο πέρα ήταν ικανοποιητική· σχεδόν έβλεπα τον αχνό να φεύγει από τα ρούχα μου με ένα απαλό θρόισμα, και να σκορπίζεται στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της σάλας. Αν δεν είχα κοιμηθεί τόσο πολλές ώρες το απόγευμα, θα μπορούσα να γείρω εκεί πέρα, αδιαφορώντας και για τη συσσωρευμένη σκόνη και για οτιδήποτε άλλο, και να κοιμηθώ για όλο το βράδυ. Μπορεί το καθετί γύρω μου να ήταν παλιό, γέρικο και σχεδόν πεθαμένο, μπορεί όλα να έμοιαζαν ξένα και παράταιρα, αλλά είχα τουλάχιστον πάψει να αισθάνομαι πως κινδύνευα εκεί πέρα. Απλώς βρισκόμουν στο σπίτι που είχε κληρονομήσει κάποιος από τους εκκεντρικούς κατοίκους εκείνης της πόλης, αυτός ο Ραούλ Τσαντ, κάποιος οπωσδήποτε ηλικιωμένος, ή και γερο-παράξενος, ένας καλλιτέχνης του χρωστήρα που απέφευγε τους ανθρώπους, έμενε μακριά από την πόλη, και είχε αποφασίσει να ζήσει —όσο καιρό τού έμελλε ακόμη να ζήσει— εκεί, στο απομακρυσμένο, πνιγμένο στον κισσό ησυχαστήριό του, ανάμεσα στα δέντρα, με μόνη συντροφιά εκείνο τον αμίλητο οδηγό και τις κουκουβάγιες που θα είχαν τις φωλιές τους στην περιοχή, και με τα δυο του κυπαρίσσια δεξιά και αριστερά από το παμπάλαιο σπίτι του να του υπενθυμίζουν το μέλλον που σύντομα θα συναντούσε. Ένας ακόμη καλλιτέχνης από τις αμέτρητες χιλιάδες που κανείς δεν ήξερε και που, κατά πάσα πιθανότητα, κανείς δεν ήταν απαραίτητο να ξέρει. Κάποιος αποτυχημένος και πικρόχολος πλούσιος ηλικιωμένος άντρας.

Και ένας πελάτης, παράλληλα.

Ένας πελάτης. Ο πρώτος μου…

Νά που την είχα πει τη λέξη λοιπόν, έστω και στο μυαλό μου. Χαμογέλασα πικρά και ανασηκώθηκα λιγάκι στην πολυθρόνα μου για να ξεπιάσω τους μυς μου και να τονωθώ. Τεντώθηκα και χασμουρήθηκα καθώς η λάμψη από τα ξύλα που καίγονταν στο μεγάλο, καπνισμένο τζάκι με φώτιζε από τη μια μεριά, στέλνοντας παράλληλα παράξενες σκιές επάνω μου, πίσω μου, και πάνω σε όλα εκείνα τα άπειρα έπιπλα και αντικείμενα που γέμιζαν ασφυκτικά τον χώρο.

Αλλά και πάνω στον ίδιο τον μοναχικό, αποτραβηγμένο από τον κόσμο άγνωστο καλλιτέχνη.

Στέλνοντας πυρετώδεις, κινούμενες σκιές πάνω στον ίδιο τον Ραούλ Τσαντ.

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 10ο

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice