Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 12ο
Σχεσεις

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 12ο

Μυθιστόρημα - 12ο Μέρος (12/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28

Πήρα μια βαθιά ανάσα, την κράτησα μέσα μου και κούνησα ελαφρά το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού. Τα δάχτυλά μου εξακολουθούσαν να σφίγγουν το άνοιγμα του μπουρνουζιού στο ύψος του στέρνου μου. Εκείνος, από τη μεριά του, δεν κινήθηκε ούτε χιλιοστό. Εξακολουθούσε να κάθεται σταυροπόδι, φαινομενικά ατάραχος, και να με παρατηρεί. Και να με παρατηρεί ακόμη πιο βαθιά, ακόμη πιο εξονυχιστικά, λες και ήθελε να κοιτάξει μέσα μου, να σκάψει βαθιά και να δη τι κρυβόταν εκεί κάτω.

Σχεδόν πόνεσα σωματικά από εκείνη την ασταμάτητη, παντοδύναμη ματιά.

«Είμαι η Μίνα», είπα. Δεν το σκέφτηκα πριν να του το πω. Απλώς άνοιξα το στόμα, και οι λέξεις κύλησαν μόνες τους. Αν μη τι άλλο, δεν είχαμε συστηθεί ακόμα.

Όμως είχα κάνει καλά που μίλησα. Τα μάτια του έπαιξαν, και το μήλο του Αδάμ στον λαιμό του ανεβοκατέβηκε. Σχεδόν έβλεπα πως είχε ιδρώσει, πως η ανάσα του είχε επιταχυνθεί, πως κάτι επάνω μου τον είχε κάνει να τα χάσει, κι ας ήθελε να το κρύψει. Συγκρατώντας τον εαυτό του, πήρε κι αυτός μια βαθιά ανάσα και κούνησε λίγο νευρικά το κεφάλι του. Νομίζω πως ανατρίχιασε. Δεν θα γινόταν καλός ηθοποιός. Δεν μπόρεσε να κρύψει το ξάφνιασμά του.

«Μίνα», είπε μετά, σαν να ήταν το όνομά μου κρασί και να το δοκίμαζε.

Ακόμη και η γλώσσα του πήρε μέρος σ’ εκείνη τη γευσιγνωσία, καθώς ξεπρόβαλε αστραπιαία από τα χείλη του για να γλείψει την καυτή δροσιά που καθόταν πάνω τους. Τα μάτια του, λες και απορρόφησαν όλο το φως από τα κεριά που έκαιγαν δίπλα στο καβαλέτο του, για μια στιγμή φάνηκαν εντελώς λευκά, σαν ενός λύκου που περπατά σκυφτός στο χιόνι.

«Μίνα…»

Η δεύτερη φορά ήταν διαφορετική από την πρώτη. Πιο αργή, πιο στοχαστική. Σαν να είχε φάει το κυρίως πιάτο και να πέρασε στο λαχταριστό επιδόρπιο. Αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να τρομάξω — ή, ακόμη πιο σοφά, αν θα έπρεπε να το βάλω στα πόδια.

Δεν κινήθηκα, παρ’ όλα αυτά. Και δεν κινήθηκα, όχι μόνο γιατί ούτως ή άλλως δεν μπορούσα να πάω πουθενά, αλλά και γιατί κάτι μέσα μου —βαθιά, σε μέρη που δεν είχα επισκεφτεί μέχρι τότε, σε μέρη που δεν ήξερα καν ότι διέθετα—, κάπου μέσα μου κάτι μού έλεγε πως έπρεπε να κάτσω, πως έπρεπε να δω αυτή την παράσταση μέχρι το τέλος. Γιατί αυτή η παράσταση με αφορούσε. Αφορούσε το σώμα μου, το μυαλό μου… και την ψυχή μου. Την ίδια μου τη ζωή.

Τρόμαξα με αυτή την παραδοχή που έκανα, και ο τρόμος μου πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπό μου. Έκανα λίγο πίσω, χωρίς όμως να κουνήσω τα πόδια μου. Απλώς μάζεψα, ζάρωσα, μίκρυνα για να απομακρυνθώαπό κοντά του, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο χωρίς να εκτεθώ ανεπανόρθωτα. Για να απομακρυνθώ από τον Ραούλ Τσαντ. Και από εκείνα τα αδηφάγα μάτια του που κοιτούσαν μέσα μου, εκεί όπου υποτίθεται ότι κανείς και τίποτε δεν μπορούσε να διεισδύσει.

Κανείς, εκτός από αυτόν…

Ρίγησα ολόκληρη, και πρόσεξα πως οι φλόγες των κεριών ολόγυρά μου είχαν στραφεί προς το μέρος μου λες και με κοιτούσαν κι εκείνες με το πύρινο, λαίμαργο ενδιαφέρον τους.

«Θέλετε να… να αρχίσουμε;» ρώτησα αμέσως μετά, σπάζοντας τη μελαγχολική σιωπή που μας ένωνε. «Τι πρέπει να κάνω;»

Ο Ραούλ Τσαντ μισόκλεισε τα μάτια και έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, σαν να σκεφτόταν σε τι δοκιμασία έπρεπε να με υποβάλει αρχικά, προτού μπει στο κυρίως πρόγραμμα των βασανιστηρίων του. Έκανε να πει κάτι, το μετάνιωσε, κι έπειτα —με έναν θαυμαστό τρόπο που μου έκοψε την ανάσα— βρέθηκε να στέκεται όρθιος, σαν να μη μεσολάβησε χρόνος ανάμεσα στη στιγμή που εξακολουθούσε να κάθεται σε εκείνη την καρέκλα και στο τώρα. Γύρισε και με κοίταξε πάλι.

«Ξεκινάμε», είπε. «Να ντυθείτε».

«Να…;»

Το βλέμμα του ήταν ενός ανθρώπου που ετοιμαζόταν να τα βάλει με όλο τον κόσμο.

«Πάρτε αυτό», είπε τείνοντάς μου το χέρι.

Κρατούσε ένα ύφασμα. Ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα από μαύρο μετάξι. Δεν είχα προλάβει να δω από πού το είχε ανασύρει, ή αν το κρατούσε όλη αυτή την ώρα στα χέρια του.

«Τι… τι να το κάνω;» ρώτησα με ένα τρέμουλο.

«Φορέστε το», είπε. Η φωνή του είχε μια σκληράδα μετάλλου. «Πρέπει να αρχίσουμε».

Πήρα το ύφασμα και διαπίστωσα πως ήταν απλώς ένα μεγάλο, τετράγωνο κομμάτι, ένα σάλι ίσως, ή μια εσάρπα για νεράιδες. Πώς μπορούσα να φορέσω κάτι τέτοιο; Πώς…;

«Ντυθείτε εκεί», μου είπε, τεντώνοντας το χέρι και δείχνοντάς μου ένα γιαπωνέζικο παραβάν που στεκόταν μισάνοιχτο ανάμεσα σε δύο έπιπλα από ξύλο τριανταφυλλιάς.

«Μάλιστα», είπα σχεδόν ταπεινωμένη, χωρίς να έχω ιδέα τι έπρεπε να κάνω, και κυρίως χωρίς να έχω ιδέα τι θα συνέβαινε από εκείνη τη στιγμή και μετά.

Προχώρησα ώς το παραβάν, κρύφτηκα από πίσω του και έφερα τις παλάμες στο πρόσωπό μου. Ήμουν κρύα, παρατήρησα, αν και θα ορκιζόμουν πως είχα ανεβάσει πυρετό. Αναστέναξα, έβγαλα το μπουρνούζι μου, το κρέμασα διπλωμένο σε ένα από τα φύλλα του παραβάν, και άρχισα να διπλώνω το μεταξωτό σάλι έτσι ώστε να γίνει ένα μακρύ κομμάτι ύφασμα, μια ταινία που θα δίπλωνα με κάποιον τρόπο ολόγυρά μου. Δεν τα κατάφερα όπως ήλπιζα, αλλά είχα κάνει μια πρόοδο. Προσπάθησα ξανά και ξανά να τυλιχτώ με το σάλι, ξέροντας πολύ καλά πως, κάθε φορά που έκρυβα πρόχειρα κάτι, αποκάλυπτα κάτι άλλο, σε έναν αέναο αγώνα στον οποίο μπορούσα μονάχα να ηττηθώ. Όσο πάλευα μαζί του, τον ένιωθα να αδημονεί και να πηγαινοέρχεται δίπλα από το καβαλέτο του, περιμένοντάς με και οργανώνοντας τον χώρο. Μπορούσα ακόμα και να τον δω ανάμεσα από τα φύλλα του παραβάν. Ναι, έφτιαχνε ένα μικρό βάθρο, από ένα ανάκλιντρο, ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα για κουρτίνα, και μία σειρά από ζοφερά άνθη, καμωμένα από ύφασμα και χαρτί. Ήταν ο θρόνος μου· εκεί επάνω θα καθόμουν όσο εκείνος θα με ζωγράφιζε…

Απελπισμένη, βγήκα από το παραβάν και προχώρησα προς το μέρος του, νιώθοντας χίλια μάτια να με κοιτάνε. Όμως κανένα τους, μα ούτε καν και το σύνολό τους, δεν έφτανε τα δικά του μάτια σε διεισδυτικότητα και ένταση. Έφτασα δίπλα του νιώθοντας όλο μου το δέρμα να καίει και να παγώνει την ίδια στιγμή, και βιάστηκα να καθίσω στο ανάκλιντρο που μου είχε ετοιμάσει. Έκανε μισό βήμα προς τα πίσω για να με εξετάσει, με το κεφάλι του γερτό προς το πλάι, σκεφτικός, και φέρνοντας τον ένα του δείκτη στο στόμα. Έπειτα πλησίασε πάλι, με τα χέρια του απλωμένα. Η ανάσα μου κόπηκε σαν να ήταν όλη μια τεντωμένη κλωστή κι αυτός ένα ξυράφι. Ένιωσα τα δάχτυλά του να πιάνουν το μεταξένιο μαντίλι και να του αλλάζουν θέση, πότε εδώ, δίπλα στο στήθος, πότε στην κοιλιά μου, πότε ακόμη πιο χαμηλά, ή πότε απλώς πιάνοντάς μου το πιγούνι για να μου στρίψει ελαφρά το κεφάλι προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ή τις γάμπες και τα γόνατά μου, θέλοντας να τοποθετήσει έτσι τα πόδια μου που να τον βολεύουν. Τα ακροδάχτυλά του άγγιζαν το εσωτερικό των μηρών μου, περνούσαν κλεφτά από τη μέση μου, έσφιγγαν πάνω στους ώμους μου ή μου ίσιωναν την πλάτη, κάνοντάς με να βογκάω από μέσα μου και να μην ξέρω πώς να ελέγξω τον εαυτό μου. Το στήθος μου ερεθίστηκε και ορθώθηκε, η επιδερμίδα μου δεν σταμάτησε λεπτό να είναι ανατριχιασμένη, όλο μου το σώμα σκλήρυνε και τεντώθηκε σαν λάστιχο, ενώ οι σπείρες του μαύρου μαντιλιού αποκάλυπταν, βέβαια, διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα υποτίθεται πως ήθελαν να κρύψουν.

Και έπειτα με άφησε, πισωπατώντας. Όμως τα άγρια μάτια του εξακολουθούσαν να με κοιτούν σαν κάτι ουρανοκατέβατο, ένα δώρο που δεν το περίμενε, σαν να ήμουν ένα αναπάντεχο θήραμα μέσα στον πιο σκληρό χειμώνα, μία λεία που από στιγμή σε στιγμή θα της ορμούσε για να την κατασπαράξει. Γύρισα το βλέμμα μου αλλού για να μη συναντηθεί με το δικό του. Αόριστα, πίστευα πως έτσι θα ήμουν λιγότερο ευάλωτη, λιτότερο τρωτή, και λιγότερο γυμνή απέναντί του. Τίποτε από όλα αυτά δεν ίσχυε, και το ήξερα, όμως το προτιμούσα έτσι. Προτιμούσα να κοιτάζω ένα συγκεκριμένο τρεμάμενο κερί κάπου απέναντί μου, μπηγμένο σε ένα κοντό ασημένιο καντηλέρι, παρά εκείνον. Όταν όμως ξανακινήθηκε, τα μάτια μου έψαξαν φυσικά να τον βρουν. Είχε σταθεί στη μια άκρη του καβαλέτου του, και με κοιτούσε. Προτού πάρω μία ανάσα, βρισκόταν και πάλι ακριβώς δίπλα μου, για να κάνει άλλη μία διόρθωση στη θέση του μεταξωτού μαντιλιού, ελευθερώνοντας εντελώς από τη λεπτή προστασία του το ένα μου στήθος. Έμεινα όσο πιο ατάραχη μπορούσα, αν και χωρίς να καταφέρω να μη φανεί πως κατάπινα το σάλιο μου βγάζοντας έναν πνιχτό αναστεναγμό.

Κι έπειτα έφυγε πάλι, κι έμεινα συντριπτικά μόνη, αφόρητα εκτεθειμένη, ανείπωτα εξαντλημένη από εκείνη την πρωτόγνωρη αίσθηση, μια αίσθηση που μου ήταν αδύνατον να την περιγράψω ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό χωρίς να καώ από τον πυρετό. Κατόπιν έπιασε την παλέτα του, προσέθεσε χρώμα από δύο ή τρία σωληνάρια, και με κοίταξε ξανά, έχοντας τα πόδια του ανοιχτά στο ύψος των φαρδιών του ώμων, τον λαιμό του γερτό σαν γερακιού που ψάχνει το έδαφος, και το βλέμμα του μονίμως πυρωμένο.

«Θέλω να σκέφτεστε κάτι που σας συνέβη παλιά, στο παρελθόν», είπε. «Κάτι έντονο».

Στράφηκα ελαφρά προς το μέρος του. Όχι για να ρωτήσω τι ακριβώς εννοούσε, αλλά για να τον δω μια τελευταία φορά. Ήξερα πως όφειλα να μείνω εντελώς ακίνητη μέχρι να κάνει τη δουλειά για την οποία είχα έρθει εδώ, μα ήθελα και να τον έχω σε μια άκρη του νου μου καθώς θα βουτούσα στις σκέψεις μου. Ήταν τόσο βέβαιος για τον εαυτό του, τόσο σίγουρος για τα πάντα, που με τρόμαζε. Σκέφτηκα πως ποτέ μου δεν θα μπορούσα να είμαι παρόμοια σίγουρη για μένα, να έχω τέτοια αυτοπεποίθηση, να μπορώ να κοιτώ κατάματα το κύμα του καιρού έτσι όπως χιμούσε καταπάνω μου.

Χωρίς να μου πει να στραφώ πάλι μπροστά μου, άρχισε να ζωγραφίζει. Κάτι ακούστηκε να σπάει μέσα μου, αλλά ήταν —περιέργως— για καλό. Έγλειψα τα χείλη μου και μισόκλεισα τα μάτια, σκεπτόμενη πως εκείνο το πινέλο δεν φιλούσε τον μουσαμά πάνω στο καβαλέτο, αλλά το ίδιο μου το δέρμα. Σφάλισα τελείως τα μάτια και το σκέφτηκα να τρίβεται επάνω μου, να με χαϊδεύει, να κυλά πάνω στους μυς της κοιλιάς μου, να περιτρέχει τους μηρούς μου, να ανατριχιάζει τα πλευρά μου, να βάφει τις θηλές μου με μαύρο και με κόκκινο χρώμα. Κι αμέσως, μια σκέψη μού πέρασε από το μυαλό. Ότι ήθελα τόσο απεγνωσμένα να κρατούσε αυτό για πάντα, ώστε στο εξής δεν θα άντεχα την πεζή πραγματικότητα: λίγες ώρες μετά το έργο του θα τελείωνε, και —Θεέ μου— δεν θα με είχε πια ανάγκη. Είχα περάσει από τη μία κατάσταση στην άλλη, χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο στάδιο. Δεν ήταν λογικό, όμως νά που συνέβαινε. Και νά που σκέφτηκα ότι, για να γλιτώσω από αυτό το πένθος, δεν είχα παρά να φύγω. Μόνο αφήνοντας στη μέση το πορτρέτο μου θα γλίτωνα από την απόρριψή του. Οι σπείρες του μαύρου μαντιλιού σφίχτηκαν σαν να ήταν φτιαγμένες από μέταλλο επάνω μου καθώς φούσκωνα το στήθος μου με μια μακρόσυρτη, βαθιά αναπνοή. Η ανάσα μου πιάστηκε την αμέσως επόμενη στιγμή και ξεφύσησα. Όχι. Δεν γινόταν να φύγω. Όχι απλώς επειδή κάτι τέτοιο ήταν έξω από κάθε συζήτηση για μία σειρά από πρακτικούς λόγους, αλλά γιατί εγώ η ίδια δεν ήμουν σε θέση να το κάνω. Και ίσως να μην το ήθελα τελικά. Ίσως να μην το ήθελα στην πραγματικότητα. Ίσωςνα ήμουν, απλώς, μπερδεμένη.

Το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν μπορούσα να πω τίποτε με σιγουριά. Ήξερα μόνο πως είχα βρεθεί εδώ με μία απίστευτη αλληλουχία συμπτώσεων, και πως είχα την υποχρέωση να ζήσω αυτή την περιπέτεια μέχρι το τέλος της — έστω και μόνο χάρη ακριβώς σ’ αυτές τις ευτυχείς συμπτώσεις. Στη γνωριμία μου με την Πολέτ κυρίως, και στην πληθωρική γενναιοδωρία της. Όλα είχαν ξεκινήσει από αυτήν. Ή, αν ήθελα, όλα είχαν ξεκινήσει από το πώς πήγαινα ντυμένη στις οντισιόν και πώς φερόμουν όσο με εξέταζαν και ήλεγχαν τα χαρτιά μου και τις φωτογραφίες μου.

Ναι, αποφάσισα μέσα. Θα μείνω εδώ. Δεν θα αρνηθώ οτιδήποτε μου ζητήσει. Γιατί…

Δεν συνέχισα τη σκέψη μου· δεν χρειαζόταν. Το μόνο που θα έκανα θα ήταν αυτό που μου είχε ζητήσει.

Θέλω να σκέφτεστε κάτι που σας συνέβη παλιά, στο παρελθόν. Κάτι έντονο.

Εντάξει λοιπόν, το παρελθόν. Το παρελθόν, ναι… Είμαι καλή στο παρελθόν.

Γιατί με στοιχειώνει. Και γιατί δεν είναι απλώς παρελθόν. Είναι και μια παγίδα που στήνεται διαρκώς μπροστά μου: εδώ, στο σήμερα. Είναι ένας βρόγχος που σφίγγει γύρω από το μυαλό μου εξαντλώντας με και απορροφώντας κάθε ικμάδα δύναμης και ζωής από μέσα μου. Το δικό μου παρελθόν δεν κατοικεί σε μία ξένη χώρα. Είναι διαρκώς παρόν, και με τυραννά. Είναι ο χάρτης που ακολουθώ κάθε μέρα, κάθε μα κάθε μέρα που ξημερώνει στον κόσμο, από τη στιγμή που ανοίγω τα μάτια μου και προχωρώ ακολουθώντας τον ήλιο.

Χαμογέλασα πικρά.

Δεν χρειαζόταν να μου το ζητήσει αυτό ο Ραούλ Τσαντ. Θα το έκανα έτσι κι αλλιώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29

Η μητέρα μου πέθανε ήσυχη ένα βράδυ στο σπίτι μας. Ήταν φιλάσθενη από πάντα λόγω εκείνης της αρρώστιας στο αίμα, αλλά για κάποιο λόγο είχε καταφέρει σε όλη της τη ζωή να μη γίνει βάρος σε κανέναν. Το αντίθετο: ήταν πάντα εκείνη που σήκωνε αγόγγυστα όλα τα άλλα βάρη, χωρίς να παραπονιέται, χωρίς να επικρίνει και χωρίς να ζητά ποτέ ανταλλάγματα και χάρες. Έτσι, ούτε και τώρα ήθελε να επιβαρύνει κανέναν. Ούτε τα παιδιά της, ούτε τον άντρα της. Είχε φτάσει μέχρι εκεί που έφτασε, είχε αφήσει το ελαφρύ αποτύπωμά της στη γη, σ’ αυτό τον κόσμο των δακρύων και του πόνου, και δεν θα καταδεχόταν να γαντζωθεί από πάνω του ενώ ήξερε πως στο τέλος δεν θα τα κατάφερνε. Έσβησε μόνη μέσα στον ύπνο της, και έμεινε εκεί, στο κρεβάτι της, σαν να συνέχιζε έναν μακάριο ύπνο. Μόνο που δεν ήταν ύπνος. Όχι πια.

Ο πατέρας μου δεν θα την άφηνε μόνη. Αγαπιούνταν πολύ, ήταν από μικρά παιδιά μαζί, στα ωραία και στα άσχημα, στους καλούς και στους κακούς καιρούς, στην καταιγίδα και στην μπουνάτσα. Τα αδέλφια μου ήταν έφηβοι πια, σχεδόν άντρες, και μπορούσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να φροντίσουν τον εαυτό τους. Ήταν δυνατά αγόρια και δεν θα το έβαζαν κάτω. Θα τα πήγαιναν καλά στη ζωή τους. Όμως η μικρή τους αδελφή ήταν άλλο πράγμα. Ήταν μια σταλιά, ένα κοριτσάκι που ακόμη δεν ήξερε τίποτε από τον κόσμο, ένα πλάσμα που θα υπέφερε έτσι και δεν είχε ένα σίγουρο σπίτι να το προστατεύει, ένα σπίτι που να το θεωρεί δικό του…

Όλα κανονίστηκαν ώστε να δοθώ άμεσα για υιοθεσία, και όταν εκείνος, ο αγαπημένος μου πατέρας, ακολουθούσε τη λατρεμένη του γυναίκα στο ταξίδι της με μόλις μερικούς μήνες διαφορά από εκείνην —ποτέ δεν εξακριβώθηκαν τα ακριβή αίτια του δικού του θανάτου: ήταν απλώς η τρομερή θλίψη του χωρισμού…—, εγώ είχα ήδη αλλάξει σπίτι και πόλη, και ξεκινούσα να γνωρίσω τη νέα μου ζωή, όποια κι αν ήταν αυτή.

Δεν το καταλάβαινα, και δεν το χωρούσε ο νους μου. Όμως νά που είχε ήδη γίνει, νά που όλος ο κόσμος αναποδογύρισε, νά που το σύμπαν μου καταστράφηκε, και μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες μετά τον χαμό της μητέρας μου βρέθηκα υπό την επίβλεψη της πρόνοιας και στους τέσσερις τοίχους ενός ζευγαριού με άλλα τρία υιοθετημένα παιδιά. Α, ναι, άλλα τρία. Ήταν η δουλειά τους αυτή: εκείνοι οι δύο άνθρωποι που έπρεπε να σκέφτομαι σαν «γονείς» μου ζούσαν από τα επιδόματα για τα παιδιά που φιλοξενούσαν. Ήμουν ένα κομμάτι της δουλειάς τους· ένα εργαλείο, ένα περιουσιακό στοιχείο…

Αλλά δεν ήταν αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια. Αυτό, ήταν κάτι που θα μπορούσα να αντέξω. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Εκείνος ο άντρας με βίασε για πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου.

* * *

Έμεινα να κοιτώ κάπου στο βάθος, χωρίς να ξέρω τι πραγματικά ήταν. Ένα έπιπλο, κατά πάσα πιθανότητα. Το ατελιέ του Ραούλ Τσαντ ήταν γεμάτο έπιπλα, ήταν μια αποθήκη ξύλου, σκόνης και χρόνου. Έμοιαζε αρκετά με το μυαλό μου, αν το καλοσκεφτόσουν. Με την ψυχή μου, μάλλον.

Ίσως όμως να είχα στυλωμένη τη ματιά μου στη φλόγα ενός κεριού. Κάποια από αυτά είχαν σβήσει πια, αν και τα περισσότερα ήταν χοντρά και μεγάλα, και θα βαστούσαν για πολλή ώρα ακόμα. Ναι, ίσως κοιτούσα κάποια τρεμάμενη φλόγα. Δεν ξέρω.

Αναστέναξα, και έστρεψα το βλέμμα μου προς το μέρος του. Με κοίταξε κι εκείνος, αποσπασμένος για λίγο από τη δουλειά του. Ήταν ακόμη πιο όμορφος τώρα. Καθώς δημιουργούσε, καθώς μετέφερε στοιχεία της μορφής μου σε εκείνο τον καμβά, με τα πόδια του ανοιχτά σαν να πατούσε πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου, την πορφυρή ρόμπα του να πέφτει χυτή πάνω στο λεπτό, δυνατό του σώμα, και τα μάτια του να πετούν αλλόκοτες σπίθες, σπίθες που θα μπορούσαν να βάλουν φωτιά σε ένα δεμάτι άχυρα έτσι και έπεφταν επάνω του, έμοιαζε περισσότερο με κάτι αρχετυπικό, με μια φιγούρα βγαλμένη από παλιό φιλμ, ή από ακόμη πιο παλιό βιβλίο. Ένα ιπποτικό μυθιστόρημα ίσως. Νομίζω ότι χαμογέλασα κοιτώντας τον. Πώς είχα αφεθεί να φοβηθώ έναν τέτοιον άντρα; Τι ανόητη που ήμουν. Και πόσο προκατειλημμένη.

Αν και είχα λόγους να είμαι προκατειλημμένη. Ω Θεέ μου, ναι, είχα πολλούς.

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 12ο

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice