Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Οι βιασμοί δεν σταμάτησαν παρά μονάχα όταν έφυγα από εκεί, στα δεκάξι μου, για να μείνω μόνη, μακριά από εκείνα τα τέρατα. Γιατί κι εκείνη ήταν τέρας. Ήξερε τα πάντα, αλλά δεν μιλούσε. Όσο για μένα, δεν τα κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω τον τρόμο και την αηδία μου και να τους καταγγείλω. Απλώς έφυγα, έφυγα και κρύφτηκα, προσπαθώντας να παραχώσω μέσα μου εκείνο το βάρος, όλες εκείνες τις πληγές, να τις κρύψω σε μια γωνιά της ψυχής μου που δεν θα μπορούσα να την ξαναβρώ όσο κι αν έψαχνα.
Φυσικά, έκανα λάθος. Τέτοιο μέρος δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να υπάρξει. Το τραύμα μένει πάντα ανοιχτό, και είναι πάντα στην επιφάνεια. Η πιο απόμερη γωνιά είναι η επιφάνεια της ψυχής σου.
Πίσω στη Νέα Υόρκη, μένοντας μαζί με τα αδέλφια μου για δύο χρόνια —χωρίς να τους αποκαλύψω ποτέ την αλήθεια—, έζησα το μόνο διάστημα της ζωής μου που, συγκρινόμενο με ό,τι προηγήθηκε, μπορούσα να θυμάμαι σχεδόν σαν ειδυλλιακό. Τα προβλήματα ξανάρχισαν από εκεί και πέρα, όταν αποφάσισα να μείνω μόνη και να προσπαθήσω να τα βγάλω πέρα στηριγμένη μόνο στις δικές μου δυνάμεις. Δεν ήταν εύκολο. Όχι όταν είχα να αντιμετωπίσω όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά και τα τέρατα που καιροφυλακτούσαν στο παρόν, σχεδόν σε κάθε μου βήμα, για να με αποθαρρύνουν, στην καλύτερη περίπτωση, και για να με τσακίσουν στη χειρότερη.
Βρήκα ένα καταφύγιο στο θέατρο, και μπόρεσα στ’ αλήθεια να χαθώ για ένα μεγάλο διάστημα εκεί πέρα. Όμως η φρίκη που κάθε φορά σήκωνε το κεφάλι της για να μου θυμίσει όσα είχα περάσει δεν μου επέτρεπε να γίνω αυτό που ίσως θα μπορούσα, ενώ διέλυε πανεύκολα, κουνώντας μόνο το μικρό της δαχτυλάκι, όποια σχέση προσπαθούσα, μετά από ένα βουνό επιφυλάξεις και δεύτερες σκέψεις, να δημιουργήσω. Και ξεπέρασε κάθε όριο όταν γνώρισα για δύο ακόμη φορές, στον χώρο της δουλειάς μου, τον ίδιο απερίγραπτο τρόμο — τη μία φορά στο πρόσωπο του σκηνοθέτη μου, που τον είχα σαν θεό, και τη δεύτερη από έναν συνάδελφό μου με τον οποίο βρεθήκαμε όσο κοντά μπορούν να βρεθούν δύο άνθρωποι. Άλλες δύο φρικτές εμπειρίες, άλλα δύο καρφιά στο φέρετρο της απόγνωσής μου. Πληγώθηκα, τραυματίστηκα, τρελάθηκα, και γλίστρησα ξανά λίγο ακόμα έξω από τη ζωή μου, λίγο ακόμα έξω από τη λογική, πασχίζοντας να βρω ένα καταφύγιο, ένα λαγούμι, μια φωλιά για να γλείψω τις πληγές μου και για να περισώσω ό,τι μπορούσε ακόμη να σωθεί.
Χωρίς να μπορώ να πλησιάζω πλέον κανέναν και τίποτε, ούτε και τότε κατήγγειλα κανέναν, κι ας ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω, ότι ήμουν υποχρεωμένη να το κάνω. Κι ας μου το έλεγε η σύμβουλός μου στην ομάδα ψυχολογικής στήριξης όπου έπαιρνα δειλά μέρος. Κι ας επρόκειτο, ενδεχομένως, να αποβεί αυτή μου η πράξη σωτήρια για άλλες γυναίκες μετά από εμένα. Όχι. Δεν είχα τη δύναμη να το κάνω. Δεν την έβρισκα πουθενά, όσο κι αν έσκαβα μέσα μου. Δεν μπορούσα να τα καταφέρω, κι αυτό ήταν ένας ακόμη βιασμός, μία ακόμη δολοφονία του κορμιού και της ψυχής μου: η διαπίστωση της μεγάλης μου αδυναμίας, της ήττας που είχα γνωρίσει — της φυλακής στην οποία βρισκόμουν. Εκείνοι οι άντρες με είχαν τσακίσει, με είχαν ποδοπατήσει και είχαν φύγει από πάνω μου παίρνοντας σαν λάφυρο την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό μου. Δεν μπορούσα να σηκώσω εκείνο το βάρος στους ώμους μου, με διέλυε. Ένιωθα αβοήθητη, αδύναμη και τσακισμένη από τη βία τους.
Τουλάχιστον όμως έτσι μπόρεσα και, μένοντας μόνη σε μια γωνιά, κατάφερα λίγο-λίγο, όχι βέβαια να αποθεραπευτώ —αυτό βρισκόταν έξω από κάθε λογική συζήτηση, καθώς δεν είχα ούτε τους πόρους ούτε το κουράγιο να εμπλακώ σε μία πολύχρονη θεραπευτική διαδικασία—, αλλά τουλάχιστον να μπορέσω να πάρω την απόφαση να φύγω. Δεν έγινε αυτομάτως, ούτε από τη μια μέρα στην άλλη. Όχι βέβαια. Ήταν μια συζήτηση με τον εαυτό μου που κράτησε χρόνια. Όλες εμείς οι γυναίκες που έχουμε κακοποιηθεί, που κουβαλάμε έναν βαρύ σταυρό στις πλάτες μας, έχουμε μία ιδιότυπη σχέση με τον χρόνο: κάθε λεπτό μπορεί να διαρκέσει ώρες και μέρες και εβδομάδες μέσα στην αγωνία μας και στη διαρκή επανάληψή της· και κάθε χρόνος μπορεί να περάσει μέσα σε λίγες στιγμές, σαν να ήταν ένα τίποτε.
Στο διάστημα αυτό, συνέχιζα να ζω μια ζωή στερημένη, μισερή και μόνη. Η δουλειά μου ποτέ δεν είχε τη λάμψη που ονειρευόμουν κάποτε και που ενδόμυχα πίστευα ότι άξιζε να έχει, οι σχέσεις μου ήταν πάντα επιδερμικές και γεμάτες ανασφάλεια και φόβο, καθώς είχα τραυματιστεί αρκετά για μια ζωή και δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μουν να τραυματιστεί ακόμη μία φορά, η σχέση μου με την πόλη είχε καταντήσει φοβική και επικίνδυνη, καθώς έβλεπα σκιές να με παραμονεύουν πίσω από κλειστές γωνίες και άκουγα βήματα να με ακολουθούν όποτε τύχαινε να περπατώ μόνη σε έναν δρόμο όταν πια είχε σκοτεινιάσει. Όμως ταυτόχρονα μάθαινα λίγο-λίγο, όσο μπορούσα, να καθησυχάζω τους φόβους μου και να ελέγχω κάπως τις αντιδράσεις μου. Δεν ξεσπούσα πια σε ανεξέλεγκτα δάκρυα την ώρα που έτρωγα ένα χάμπουργκερ σε ένα μαγαζί, δεν ούρλιαζα μέσα στον ύπνο μου ενώ ήμουν μόνη σε ένα κλειδωμένο σπίτι με τα παράθυρα σφαλισμένα επειδή είδα ένα τρομερό όνειρο που μετά δεν το θυμόμουν, και βέβαια —το κυριότερο— δεν θα άφηνα κάποιον να με υποτάξει πέφτοντας στην αγκαλιά του για να βρω εκεί καταφύγιο. Όχι πια. Όχι ποτέ πια. Και, έχοντας πάρει την απόφασή μου να το σκάσω, ένιωθα κάθε μέρα και λίγο πιο δυνατή, και λίγο πιο ανεξάρτητη. Μέχρι που το πλήρωμα του χρόνου έφτασε επιτέλους, και άφησα τα πάντα πίσω μου. Όλη μου την έως τότε ζωή. Και ήρθα στην Πράγα, μόνη, ξένη ανάμεσα σε ξένους, για να γράψω ένα νέο κεφάλαιο σ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι το μέλλον μου.
Και νά που έφτασα εδώ.
* * *
Θέλω να σκέφτεστε κάτι που σας συνέβη παλιά, στο παρελθόν. Κάτι έντονο.
Λοιπόν, ήταν καλό όλο αυτό, κύριε Τσαντ; Πώς σας φάνηκε; Ήταν αρκετά έντονο; Αποτυπώθηκε στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου; Έδωσε τόνο στους μυς των χεριών και των ώμων μου; Σας βοήθησε να πιάσετε εκείνο το «κάτι» που θέλετε στη ζωγραφική σας;
Πείτε μου λοιπόν: κάτι τέτοιο είχατε στο μυαλό σας;…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Σταμάτησα να κοιτάζω εκείνο το κουρασμένο κερί που κάπνιζε κάπου στο βάθος της αίθουσας και που θα έσβηνε από στιγμή σε στιγμή, και γύρισα για να τον κοιτάξω καθώς αποτύπωνε το όραμά του στον καμβά. Μα δεν ζωγράφιζε εκείνη τη στιγμή. Στεκόταν και με κοιτούσε. Και δεν ξέρω επί πόση ώρα το έκανε αυτό. Είχε το ένα του χέρι κρεμασμένο στο πλευρό, με την παλέτα να ισορροπεί επίφοβα και τα χρώματα να μπλέκονται μέσα της, και το άλλο, με τον χρωστήρα, μισοσηκωμένο, μετέωρο. Το ωχρό πρόσωπό του, στεφανωμένο από τα σκούρα του μαλλιά και από μιαν άλω που δημιουργούσε το παλλόμενο φως των κεριών, ήταν ένα πεδίο έντασης και διόλου συγκρατημένου, διόλου κρυμμένου πάθους. Με κοιτούσε με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να τον χαρακτηρίσω — και σίγουρα όχι με λόγια. Μου ήταν πιο εύκολο να του απαντήσω με έναν απροσδιόριστο πόνο στην κοιλιά μου. Μέσα στα μάτια του, εκείνα τα γκρίζα σαν του λύκου μάτια, είχε ανάψει μια χρυσαφένια φωτιά, κάνοντάς τα να μοιάζουν σαν κάρβουνα με νόηση από πίσω τους. Σαν ζωντανά κάρβουνα. Και τότε…
Δεν κατάλαβα τι έγινε. Δεν κατάλαβα αν έγινε. Όμως είχα την αδιαμφισβήτητη αίσθηση πως ξαφνικά, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος χρόνος, τινάχτηκε από τη θέση του και βρέθηκε δίπλα μου, σχεδόν αγγίζοντάς με, με το πρόσωπό του μια τρίχα όλη κι όλη μακριά από το δικό μου. Είδα τα φλογισμένα του μάτια και άκουσα τον παράδοξο χτύπο της καρδιάς του. Μύρισα το άρωμα που ανέδιδαν οι πόροι του. Μπόρεσα να διακρίνω τον σφυγμό που χτυπούσε κάτω από έναν μυ στο χλωμό μάγουλό του. Και…
Και αυτό ήταν. Όσο γρήγορα είχε έρθει, άλλο τόσο γρήγορα βρέθηκε πάλι στη θέση του, όρθιος δίπλα στο καβαλέτο, με την παλέτα και το πινέλο του, να με κοιτά για να αποτυπώσει στο μυαλό του τις γραμμές μου, ώστε να τις μεταφέρει μετά, διηθισμένες στην τέχνη του, στον καμβά.
Έμεινα ακίνητη, παγωμένη, και δίχως να αναπνέω. Δεν είχα καταλάβει τι είχε γίνει, αν είχε γίνει κάτι, ή τι παιχνίδι μού είχε παίξει το μυαλό μου. Ωστόσο μπορούσα ακόμη και από εκεί, από τη θέση μου, πέντε βήματα μακριά του, να διακρίνω πως είχε κάπως λαχανιάσει, πως η αναπνοή του είχε επιταχυνθεί, πως η όλη στάση του είχε αλλάξει, πως ήταν ήδη, ή έτεινε να γίνει, ένας άλλος.
Τρόμαξα. Αλλά όχι με τον τρόμο που μου προκαλούσαν οι άντρες από ένα σημείο και μετά. Τρόμαξα με έναν πιο βαθύ, πιο πρωτόγονο τρόμο — έναν τρόμο που πήγαζε από κάτι ασύλληπτα παλιό, αδιανόητα βυθισμένο μέσα στο παρελθόν του ανθρώπου, του είδους μας, και των εικόνων που είχαν αποθηκευτεί στα πιο αρχαία κομμάτια τού είναι μας. Είχα γίνει μάρτυρας —ή, ακόμη χειρότερα: θα γινόμουν όπου να ’ναι— μιας αλλαγής για την οποία δεν ήμουν προετοιμασμένη… για την οποία κανείς μας δεν είναι προετοιμασμένος. Κανείς άνθρωπος.
Και όμως: αυτός ο τρόμος δεν με πτοούσε· αντίθετα, αυτός ο τρόμος με συνέπαιρνε.
Κάτι συνέβαινε εκεί. Κάτι συνέβαινε με τον Ραούλ Τσαντ. Και κάτι συνέβαινε και με εμένα. Δεν μπορούσα να ξέρω τι ήταν, αλλά…
…αλλά τότε μού μίλησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
«Ευχαριστώ».
Ευχαριστώ; Τι εννοούσε; Αυτό ήταν; Τελειώσαμε; Είχαμε κάνει ό,τι ήταν να κάνουμε; Τελείωσε εκείνο το έργο του; Δεν με ήθελα άλλο πια; Κάτι ήχησε μέσα μου, μια φωνή διαμαρτυρίας, μια…
Όχι. Έπρεπε να την κατασιγάσω. Ας έλεγε ό,τι ήθελε, αλλά όχι δυνατά, όχι σε εμένα. Τα πράγματα ήταν απλά: ο Ραούλ Τσαντ είχε τελειώσει τη δουλειά του, το επαγγελματικό μας ραντεβού είχε φτάσει στο τέλος του, αυτό που ήταν να γίνει έγινε, και μπορούσα πια να γυρίσω στο σπίτι μου — έστω, στο μικρό, μίζερο, άθλιο δωμάτιό μου. Του είχα δώσει ό,τι είχα να του δώσω, και δεν με χρειαζόταν άλλο. Και βέβαια θα πληρωνόμουν γι’ αυτό. Ωραία. Είχαμε τελειώσει λοιπόν. Γι’ αυτό ακριβώς είχα έρθει εδώ, άλλωστε.
Αλλά, από την άλλη… γιατί, γιατί εκείνη η φωνή επέμενε να διαμαρτύρεται μέσα μου; Γιατί; Τι ήθελε από εκείνον τον καλλιτέχνη που τώρα δα έμοιαζε να κρύβεται πίσω από το καβαλέτο του; Τι ήθελε να κερδίσει από εκείνη τη νύχτα; Τη νύχτα μας;
Μία τρομακτική μανία φούσκωσε μέσα μου και απείλησε να με καταλάβει. Θα του έλεγα πως, όχι, δεν είχαμε τελειώσει, είχαμε μόλις αρχίσει, και πως δεν μπορούσε να με χρησιμοποιεί έτσι απλά, να φέρνει όλες εκείνες τις μνήμες μέσα μου, να χιμά καταπάνω μου με όλη του την πείνα, και μετά… μετά όλα να τελείωναν. Έτσι απλά. Όχι! Δεν μπορούσαν να τελειώσουν έτσι απλά. Δεν έπρεπε, ήταν αφύσικο. Όπως αφύσικο ήταν καθετί επάνω του. Όπως αφύσικο ήταν καθετί επάνω μου. Όπως αφύσικα ήταν όλα πια — όλα.
Μη, του είπα. Μη. Λίγο ακόμα.
Λίγο ακόμα, να χαρείς…
Ντράπηκα με όλα αυτά, ντράπηκα που είχα πέσει έτσι χαμηλά, ντράπηκα με μια ντροπή αφόρητη, μια ντροπή που σχεδόν με πονούσε. Ντράπηκα, και ένιωσα τη γύμνια μου, εκείνη την απόλυτη έκθεση, για το γυμνό σώμα μου που το μεταξένιο του μαντίλι αποκάλυπτε ακόμη περισσότερο από όσο υποτίθεται ότι προστάτευε. Κατακόκκινη ξαφνικά, σηκώθηκα από το βάθρο μου πασχίζοντας να καλυφτώ, ψάχνοντας με το βλέμμα για τα ρούχα μου, για εκείνο το μπουρνούζι, αλλά και για εκείνον, που φάνηκε να χάνεται μέσα στο σκοτάδι, λες και ρουφήχτηκε από το χλωμό φως των κεριών, λες και εξαφανίστηκε όπως σβήνουν τα όνειρα. Ήταν άπιαστος σαν νερό, σαν σταγόνες δροσιάς, σαν υδράργυρος και σαν τον καπνό από εκείνα τα σπαρματσέτα του που ξαφνικά είχαν σβήσει, σχεδόν όλα τους.
Ένα χέρι εμφανίστηκε τότε από το πουθενά, τρυπώντας τις σκιές.
«Βάλτε αυτό», μου είπε, και μόνο τότε, με ένα απότομα ξάφνιασμα, είδα το ρούχο που μου έτεινε.
Ήταν αυτός, φυσικά και ήταν αυτός, και ήταν κοντά μου, ολόκληρος μία ακόμη σκιά, ένα κομμάτι του σκοταδιού, με μια βαθιά κόκκινη άλω να τον περιβάλλει, όλος ένα ηλιοβασίλεμα σε νησί. Έπιασα αμίλητη και νωθρή εκείνο που μου έδινε, το δώρο του, και το φόρεσα. Ήταν μια σκούρα μπλε σατέν ρόμπα, ένα κομμάτι-αντίκα, ένα θεατρικό ρούχο που με τύλιξε από πάνω μέχρι κάτω σαν να ήθελε να με καταπιεί και να με ρουφήξει, σκεπάζοντας τις καμπύλες μου με έναν τρόπο που μόνο ένας εραστής μπορεί να κάνει, με το δικό του δέρμα και με τα δικά του χέρια.
Ο Ραούλ Τσαντ υποχώρησε πάλι μέσα στις σκιές, χωρίς να μου δώσει το περιθώριο να του μιλήσω. Όμως τα μάγια που με κρατούσαν παραλυμένη διαλύθηκαν ακριβώς την επόμενη στιγμή, ή τα διέλυσα εγώ, και προχώρησα προς το μέρος του — δεν θα μου ξέφευγε έτσι εύκολα.
Α, όχι.
«Ραούλ», είπα, χωρίς να ξέρω πόσο πολύ είχε απομακρυνθεί από κοντά μου, μέσα σε εκείνη τη σάλα με τα παλιά έπιπλα και τα λιγοστά αναμμένα θαμπά κεριά.
Το πρόσωπό του γεννήθηκε από το πουθενά δίπλα στο δικό μου χωρίς και πάλι να μεσολαβήσει χρόνος, τόσο δίπλα μου που σχεδόν με ακουμπούσε, με τη γλώσσα του να βγαίνει από τα χείλη του και τα χρυσαφιά μάτια του να καίνε σαν δυο δαχτυλίδια από λάβα.
«Μίνα».
Η φωνή του, που έμοιαζε με υπόσχεση ακατονόμαστων πραγμάτων, ηδονών πέρα από κάθε σκέψη και λογική, με πλημμύρισε σαν καυτή δροσιά.
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου». Μια παύση. Δεν ξέρω πόσο κράτησε. Ίσως αιώνες. Ίσως για πάντα. «Εκτός κι αν…»
«Εκτός…;»
Η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ. Οι δονήσεις της θα μπορούσαν να σβήσουν ακόμη και όσα κεριά δίπλα μας ήταν ακόμη αναμμένα, αν δεν έσβηναν κι αυτά ένα-ένα, σάμπως από έλλειψη οξυγόνου.
«Εκτός και αν θέλεις να μείνεις… ακόμη λίγο… μαζί μου».
Τον ένιωθα να απομακρύνεται πάλι όσο μού μιλούσε, και μαζί ένιωθα πως, έτσι όπως έφευγε από κοντά μου, έκλεβε και κάτι που μου ανήκε.
«Ναι», είπα. «Ναι, θέλω».
Βρέθηκε πάλι δίπλα μου, αυτή τη φορά από πίσω μου. Το σώμα του με τραβούσε κοντά του όπως ένας σκοτεινός ήλιος έλκει τους πλανήτες που περιστρέφονται γύρω του.
«Μίνα», είπε ξανά, κάνοντας το σβέρκο μου να ανατριχιάσει. «Έλα».
Δεν ήξερα πώς έπρεπε να πάω κοντά του, και ποιος ήταν αυτός ο προορισμός, δεν ήξερα τι εννοούσε και τι σήμαιναν όλα αυτά — αν πράγματι σήμαιναν κάτι. Όπως δεν ήξερα αν είχε φύγει ξανά ή αν θα ξαναγεννιόταν για ακόμη μία φορά μέσα από το σκοτάδι, που απλωνόταν γύρω μας σαν μια κηλίδα από σβηστό φως. Αφέθηκα απλώς να βαδίζω ανάμεσα από τα έπιπλα, ελπίζοντας πως ακολουθούσα σωστή πορεία, καθώς θυμόμουν αδιόρατα εκείνο τον διάδρομο που έμοιαζε να χωρίζει τη σάλα στα δύο. Τον είχα περπατήσει άλλη μία φορά πριν κάμποση ώρα. Πριν από καιρό. Πριν από μια ζωή.
Πράγματι, δεν είχα πέσει έξω. Μπροστά μου, φάνηκε μετά από λίγο η πόρτα — και ήταν μισάνοιχτη. Βγήκα στον διάδρομο κρατώντας την ψυχή μου στα χέρια, με την ανάσα μου κομμένη και την καρδιά μου να μην έχει πια άλλες αντοχές. Και χωρίς να ξέρω τι ακριβώς ήθελα και τι ήλπιζα να βρω μετά από όλα αυτά. Άρχισα να βαδίζω προς τη μία πλευρά, διαλέγοντάς την εντελώς στην τύχη. Τα αυτιά μου βούιζαν σαν να μου μιλούσαν, όλες μαζί, χίλιες μικροσκοπικές νεράιδες. Ήμουν γυμνή, ξυπόλυτη, και εκείνο το σατέν ύφασμα που με τύλιγε κολλώντας επάνω μου ήταν όλη μου η περιουσία… αν εξαιρούσες τη λαχτάρα μου να μάθω περισσότερα, να δω περισσότερα και να…
Μια πόρτα στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Μια ανοιχτή πόρτα. Ήταν αυτός, το δίχως άλλο.
Έτρεξα και μπήκα στο δωμάτιο από πίσω της, χωρίς να ξέρω τι θα συναντήσω.