Όποιος αγαπάει παιδεύει, όποιος δεν αγαπάει είναι ευγενικός;
Stand by me
Μπορεί τελικά να αντέξει μία ερωτική ιστορία έτσι, χωρίς την καθημερινότητα και χωρίς τη συντροφικότητα;
Αναμφίβολα ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας των τελευταίων ετών. Νύχτες που νόμιζες ότι αν ανοίξεις τα στόρια θα δεις το Βόρειο Σέλας, αν φυσικά επιβιώσεις από την παγωνιά και τη βροχή. Σχεδόν ταυτόχρονα με την κακοκαιρία επιβεβαιώνοντας το γνωστό θεώρημα περί αναποδιάς, ο Απόλυτος και εγώ αρχίσαμε να έχουμε επαγγελματικά προβλήματα.
Τα δικά μου συνδυάστηκαν και με ένα ακόμη πρόβλημα υγείας (4η φορά φέτος) αλλά και με μία προσωπική χρεοκοπία, που με ανάγκασε να βρεθώ με κομμένο το κινητό, διάφορα φέσια και κλεισμένη στο σπίτι. Όχι και ο πιο ειδυλλιακός τρόπος να ξεκινήσεις την άνοιξη. Κάπου μέσα σε όλα αυτά ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ο πρώτος μεγάλος καβγάς με τον Απόλυτο θα γινόταν πραγματικότητα.
Είχα μόλις επιστρέψει από το γιατρό όπου πήγα για εξετάσεις, ενώ εκείνος βρισκόταν εγκλωβισμένος στην απαιτητική δουλειά του για μία ακόμη μέρα με νεύρα που θύμιζαν υστερική γκόμενα τις δύσκολες μέρες του μήνα. Τεντωνόμουν στο κρεβάτι σαν γάτα, κλασική υπέρμαχος του δικαιώματος στην τεμπελιά, όταν έκανα τη φριχτή, αυθόρμητη κίνηση να του τηλεφωνήσω και να του πω ότι τον αγαπώ. Πόσο κακό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο;
Πολύ κακό όταν το αντικείμενο του πόθου έχει μόλις βγει από ένα κακό meeting στο οποίο συζητιούνται οι δυσοίωνες προοπτικές της αγοράς και οι επενδύσεις που δεν απέδωσαν. Ακόμη χειρότερο όταν ο καλός σου είναι υψηλά ιστάμενος με πολλές ευθύνες. Διαχρονικά κακό γιατί οι άνδρες όσο και αν σέβονται την άποψή σου, το μυαλό σου και τις γνώσεις σου πάντα πιστεύουν ότι δεν μπορείς να καταλάβεις οτιδήποτε ξεφεύγει από το look book της φετινής άνοιξης ή τις οδηγίες παρασκευής σπιτικών chocolate brownies.
«Άσε με ήσυχο! Δεν καταλαβαίνεις ότι έχω δουλειά; Τι θες από τη ζωή μου;» ούρλιαξε στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου, ενώ εγώ το μόνο που πρόλαβα να πω ήταν ένα αθώο «Συγγνώμη, δεν υπάρχει λόγος να μου μιλάς τόσο άσχημα». Αποτραβήχτηκα σαν χαριτωμένο γατί που του είχαν μόλις αρνηθεί ένα χάδι. Σκέφτηκα ότι μόλις του περάσουν τα νεύρα, θα επανέλθει μετανιωμένος με μία γλυκιά απολογία και κάποιο αστείο, καθότι ο κλασικός εγωίσταρος που δε ζητάει ευθέως «συγγνώμη». Όμως έπεσα έξω. Έφτασε μία ακόμη κρύα νύχτα που βγήκα από το σπίτι με αθλητικά παπούτσια και φόρμα για να πάρω αλκοολούχα σκευάσματα από την κάβα της γειτονιάς. Νόμιζα ότι τα βράδια του πόνου είχαν χαθεί μαζί με το περσινό καλοκαίρι, αλλά έκανα λάθος.
Μερικές από τις πιο σπαραχτικές ερμηνείες της Νατάσας Θεοδωρίδου μου υπενθύμισαν ότι τέσσερις μήνες μετά την επανασύνδεση, ήμουν ξανά μόνη. Ίσως πιο μόνη από ποτέ αν αναλογιστεί κανείς ότι μοιράστηκα αυτό το χρονικό διάστημα με έναν άνδρα που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τα συναισθήματά μου, αν ήμουν τρομοκρατημένη με την επίθεση στο γιατρό, αν έχω άγχος με τους λογαριασμούς που μένουν κι αν καμιά φορά όταν ξυπνάω από εφιάλτη, θα ήθελα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να κοιμηθούμε μαζί σε στάση κουταλιού.
Πέρασα όλο το βράδυ κλαίγοντας το τέλος. Αυτή η σχέση έφτασε σε ένα επίπεδο που το σεξ έγινε απίστευτο, το πάθος άφταστο, ο πόθος άφθαρτος αλλά η στοργή δε λέει να φανεί. Μπορεί τελικά να αντέξει μία ερωτική ιστορία έτσι, χωρίς την καθημερινότητα και χωρίς τη συντροφικότητα; Εγώ πιστεύω πως ναι, οι φίλες μου όμως ήταν κατηγορηματικές ότι ο Απόλυτος δεν είναι αυτό που θέλω και μου αξίζει και δε θα γίνει ποτέ. Μπορούν όμως να οριοθετούν οι άλλοι τι μας κάνει ευτυχισμένους και όχι εμείς;
Την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε. Ο Απόλυτος στάθηκε στην πόρτα μου, κρατώντας μία ΙΟΝ Αμυγδάλου κι έχοντας το ίδιο ενοχικό ύφος με ένα μικρό αγόρι που έκανε τη συμμαθήτριά του να κλάψει. «Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι. Το σκεφτόμουν όλη τη μέρα και ένιωθα άσχημα. Αλλά κι εσύ μου σπας τα νεύρα μερικές φορές» είπε, κοιτάζοντάς με στα μάτια. Ήθελα να πω ΤΕΛΟΣ. Δεν άντεχα άλλο αυτές τις νύχτες μοναξιάς, τα ποτά, την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι όμορφα, τη διάθεσή μου που ήταν σαν roller coaster και αυτόν τον επαναλαμβανόμενο πόνο της στιγμής όταν ντύνεται και φεύγει.
Όμως ο εφηβικός μου εαυτός, πίσω από τη ροζ πασμίνα, ψιθύρισε μόνο «Κρυώνω». Και ο Απόλυτος με έσφιξε στην αγκαλιά του σφιχτά, όπως όταν χορεύαμε μπλουζ στην Α΄Γυμνασίου. Κοίταξα στη γωνία ψάχνοντας το μπωλ με τα Δρακουλίνια. Θυμήθηκα ότι η μαμά μου δε με αφήνει να πίνω Coca-Cola. Διάβασα στη Σούπερ ότι όταν σε κοιτάζει στα μάτια προφανώς του αρέσεις και θέλει να τα φτιάξετε. Και προχθές είδα το Stand by me, ωραία ταινία!
Δεν ξέρω αν φταίει ότι είναι τόσο τεράστιος που μοιάζει γίγαντας στα μάτια μου, δεν ξέρω αν φταίει που δεν διαβάζω συχνά καλές ειδήσεις, δε ξέρω αν φταίει που πηγαίνω στο γιατρό χλωμή σα βαμπίρ από την τρομάρα, ξέρω όμως αυτό: πώς να αφήσεις κάποιον που σε κάνει να νιώθεις παιδί μέσα στη σκληρότητα του κόσμου;